Ελλαδα

Τέσσερις μικροί «Αντετοκούνμπο» στο υπουργείο Μετανάστευσης

Πώς τέσσερις ασυνόδευτοι ανήλικοι έφτασαν από τα παγκάκια στο υπουργείο Μετανάστευσης και προσκλήθηκαν στο Προεδρικό Μέγαρο

Λουκάς Βελιδάκης
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ρεπορτάζ: 4 ανήλικοι πρόσφυγες διηγούνται την ιστορία τους - Η νέα τους ζωή στην Ελλάδα και η συνεργασία τους με την Ειρήνη Αγαπηδάκη και το Υπ. Μετανάστευσης

Το πρακτορείο Reuters κάνει μια ανάρτηση: Στη φωτογραφία ο Γιάννης κι ο Θανάσης Αντετοκούνμπο μαζί με τη μητέρα τους, περιχαρείς στο αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος». Στη λεζάντα γράφει ότι θα πάνε με τα τρόπαια που κρατάνε στα χέρια τους στα Σεπόλια, στη δύσκολη αυτή αθηναϊκή γειτονιά απ' όπου όλα ξεκίνησαν. Κοιτώντας αυτή την εικόνα, στον νου μου έρχεται η στιγμή που αποχαιρετώ τέσσερις νεαρούς κυρίους στη λεωφόρο Θηβών στου Ρέντη και τους βλέπω σταδιακά να απομακρύνονται προς τη ζωή που έχουν καταφέρει να χτίσουν. Θα πάρουν το Μετρό και θα πάνε στα μικρά διαμερίσματα τα οποία πλέον νοικιάζουν και ζουν. Είναι τέσσερα νέα παιδιά, των οποίων η εφηβική και νεανική ζωή ήταν πιο δύσκολη από των αδερφών Αντετοκούνμπο, μα τώρα πλέον είναι και οι ίδιοι μικροί πρωταθλητές.

Τρεις ώρες νωρίτερα με υποδεχόταν στον εντυπωσιακό αίθριο του κτιρίου η Ειρήνη Αγαπηδάκη, Ειδική Γραμματέας Προστασίας Ασυνόδευτων Ανήλικων. Η ίδια είχε κάνει μια ανάρτηση που μας «σύστηνε» αυτά τα νέα παιδιά που θα επιτελέσουν διπλό ρόλο στον πλευρό της: του προτύπου (role model) και του καθοδηγητή (mentor) για τους ασυνόδευτους ανηλίκους.

Στο γραφείο της κ. Αγαπηδάκη υπάρχει ένα οβάλ τραπέζι συσκέψεων. Εκεί περιμένουν τέσσερις ωραίοι τύποι: Ο Αμαντού από τη Γουινέα, ο Κεϊτά από την Ακτή Ελεφαντοστού, ο Χάντι από το Αφγανιστάν και ο Νουρντίν από τη Συρία. Μιλάνε καλά ελληνικά, είναι ντροπαλοί και αγχωμένοι στη σκέψη ότι απέναντί τους έχουν δημοσιογράφο.

Κάνουμε μερικά αστεία να σπάσει ο πάγος – πριν μερικές μέρες αυτά τα παιδιά είχαν, με προσωπικές προσκλήσεις, διαβεί τις θύρες του Προεδρικού Μεγάρου στην εκδήλωση για την επέτειο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας. Μίλησαν με την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία, είδαν γύρω τους υπουργούς, διάσημους και πλούσιους ανθρώπους. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να μπορούσε κάποιος να «διαβάσει» τις σκέψεις τους εκείνη την στιγμή – πώς, φερ’ ειπείν, από ένα παγκάκι στον σταθμό των ΚΤΕΛ στον Κηφισό ή πώς από ένα άθλιο διαμέρισμα στην πλατεία Αμερικής, όπου ζούσαν μαζί με ακόμα 18 ανθρώπους και μάζευαν σκουπίδια, αυτά τα παιδιά, που ξεκίνησαν από τόπους μακρινούς, που τους έδιωξαν μια νύχτα οι γονείς τους για να σώσουν τη ζωή τους, διένυσαν αυτή τη διαδρομή και έφτασαν εδώ: Από τα παγκάκια, στο Προεδρικό Μέγαρο...

Αμαντού

Ο Αμαντού σήμερα είναι 27 ετών. Ψηλός και γεροδεμένος, γεννήθηκε στην Γουινέα, μιλάει υπέροχα ελληνικά και εντός ολίγου θα έχει πτυχίο Διοίκησης Τουριστικών Επιχειρήσεων από ελληνικό πανεπιστήμιο.

Στα 16 του χρόνια κλήθηκε να φύγει ξαφνικά από την πατρίδα του διότι η ζωή του κινδύνευε – δεν δίνει περισσότερες λεπτομέρειες, δεν του ζητώ. Λέει μόνο: «Αν έμενα εκεί, δεν θα ήμουν τώρα εδώ».

Αφήνω τους συνομιλητές μου να αφηγηθούν όπως αυτοί θέλουν «αυτή τη διαδρομή».

Αμαντού

Είμαστε στο 2010, ακόμα δεν υπάρχει το μεγάλο κύμα της μετανάστευσης – είναι η στιγμή που η χώρα μας μπαίνει στην 10ετή οικονομική κρίση. Είναι η ίδια στιγμή που ο 16χρονος από την Γουινέα, αφού έχει ζήσει πολύ δύσκολες εμπειρίες στο ταξίδι, βρίσκεται σε ένα κελί στην ελληνική πλευρά των συνόρων του Έβρου. Νωρίτερα είχε βρεθεί με έναν φίλο του πατέρα του στην Τουρκία – ο σκοπός ήταν να σπουδάσει εκεί, να εργαστεί, αλλά μια μέρα του είπαν ότι φεύγει, πάει στην Ελλάδα.

Η αφήγηση έχει κάτι το εντυπωσιακό: συνοδεύεται με χαμόγελο, αλλά και μια αδιόρατη πίκρα – έναν τραύμα που μάλλον ποτέ δεν θα επουλωθεί. Επρόκειτο για εφήβους που έζησαν τότε όσα τώρα περιγράφουν...

Από τον Έβρο φεύγει τρεις μέρες μετά, αφού είχε μείνει σε ένα κρατητήριο. Με ένα χαρτί στην τσέπη και τίποτα άλλο φτάνει στο σταθμό των ΚΤΕΛ του Κηφισού. Σκεφτείτε την εικόνα: Ένας 16χρονος από την Γουινέα, που είχε ακούσει για την Ελλάδα μόνο στις διηγήσεις ενός δασκάλου του, χωρίς λεφτά, χωρίς καμία επαφή για να επικοινωνήσει, χωρίς να έχει ιδέα τι βρίσκεται έξω από στέγαστρο στου σταθμού και τη βοή της διπλανής εθνικής οδού.

Ο μικρός κοιμάται επί τρεις μέρες σε ένα παγκάκι, δεν έχει φάει, δεν ξέρει καν πώς να πάει στην τουαλέτα (καθώς χρειαζόταν μια απόδειξη), δεν έχει χαρτιά, δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Βλέπει δύο αστυνομικούς, τους πλησιάζει, προσπαθεί με υποτυπώδη αγγλικά και γαλλικά να τους εξηγήσει τι συμβαίνει κι αυτοί... απλώς δεν τον συλλαμβάνουν. Η τύχη γέλασε στον Αμαντού όταν ένας Νιγηριανός μίλησε μαζί του, κατάλαβε τι τραβάει αυτό το παιδί και τον βοήθησε να φύγει από εκεί, κατ' αρχάς να μείνει κάπου.

Μετά η ιστορία λαμβάνει μια τροπή, με ανοδική πορεία, αλλά πολλά εμπόδια στην διαδρομή. Ο Αμαντού κοιμήθηκε σε πάρκα, σε εγκαταλελειμμένα σπίτια, όπου έβρισκε. Έκανε δουλειές του ποδαριού, έως ότου κάπως ενημερώθηκε ότι υπάρχει μια ΜΚΟ στα Εξάρχεια, το GSR και έκανε αίτηση. Τον δέχθηκαν, μπήκε στον ξενώνα «Αποστολή» στην Δάφνη, πήγε στο διαπολιτιστικό σχολείο, χωρίς να γνωρίζει καθόλου ελληνικά.

Ενώ βρισκόταν στο σχολείο, προσπαθούσε παράλληλα να εργαστεί, πήγε σε τεχνική σχολή, έγινε ψυκτικός και αφού επέμεινε μια δασκάλα του, έδωσε πανελλήνιες. Εκείνος φοβόταν ότι δεν θα είχε νόημα. Διάβαζε ανάμεσα στην δουλειά του και τα βράδια. Ο Αμαντού, λίγα χρόνια αφού είχε φτάσει με τις συνθήκες που περιγράφηκαν παραπάνω στην Ελλάδα, πέρασε στο Πανεπιστήμιο της Ηγουμενίτσας στο τμήμα Διοίκησης Τουριστικών Επιχειρήσεων, ενώ παράλληλα τελείωσε και τη σχολή των ψυκτικών.

Στο πανεπιστήμιο οι άλλοι φοιτητές νόμιζαν ότι έκανε Erasmus και αδυνατούσαν να πιστέψουν την ιστορία του. Ενόσω σπούδαζε, επιχείρησε να βρει δουλειά αλλά συνάντησε άρνηση. Ίσως έφταιγε το χρώμα του δέρματός του...

«Είχα έναν στόχο και δεν με επηρέαζαν όσα μου έλεγαν», λέει με χαμόγελο την ώρα που περιγράφει ρατσιστικές συμπεριφορές εις βάρος του. Οικονομικά τον βοήθησαν κάτι κυρίες που είχε ως δασκάλες και οι φίλοι του πίσω στην Αθήνα.

«Έχω γνωρίσει κόσμο που ήταν καλός και με έχει βοηθήσει», λέει για να καταλήξει: «Αξίζει να δοθούν ευκαιρίες στους ανθρώπους που έρχονται».

Κεϊτά

Κεϊτά

Ο Κεϊτά είχε σχεδόν παρόμοια ιστορία με αυτή του Αμαντού. Έφυγε μια μέρα από την πόλη του, μαζί με μια κυρία που είχε υποσχεθεί στην οικογένειά του να τον προωθήσει στην Ευρώπη ως ποδοσφαιριστή. Ήταν 14 ετών, ένα αμούστακο αγόρι που βρέθηκε σε μια χώρα (που δεν θέλησε να αποκαλύψει) στην οποία δούλευε ακατάπαυστα. Η κυρία τού ζήταγε τα λεφτά, αλλά ο Κεϊτά αρνήθηκε. Δούλευε για να ζήσει, δεν δέχθηκε να τον εκμεταλλευτεί κι έτσι ήταν εντελώς μόνος να παλεύει για την επιβίωσή του.

Το μόνο θετικό με εκείνον είναι ότι είχε μια επαφή όταν έφτασε στην Αθήνα στα 16 του – ακολουθώντας επίσης τη διαδρομή του Έβρου, το κρατητήριο, όπου του είπαν κάποιοι άλλοι Αφρικανοί να μην αντιδράσει όταν ένας ποινικός κατάδικος τον χτύπησε μέσα στο κελί, διότι θα έμενε έγκλειστος για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Λίγες ημέρες μετά βρίσκεται στον Σταθμό Λαρίσης με την οικονομική βοήθεια κάποιων φίλων που έκανε στην Τουρκία. Από εκεί πάει στην πλατεία Αμερικής και με μια τηλεκάρτα επικοινωνεί με τον γνωστό του. Αυτός τον οδήγησε σε ένα διαμέρισμα περί τα 50 τ.μ. όπου μέσα είχαν στρώσει στο πάτωμα και κοιμόντουσαν 18 άντρες, ο ένας πάνω στον άλλο. Ο Κεϊτά έπαθε σοκ, πήγε στην τουαλέτα και ξέσπασε σε κλάματα. Έβαλε σκοπό να μαζέψει μερικά χρήματα και να φύγει από την Ελλάδα με κατεύθυνση προς τον ευρωπαϊκό βορρά.

Για μερικούς μήνες έζησε σε αυτό το διαμέρισμα, κάθε βράδυ έκλαιγε και πάλευε με την ψυχή του, ενώ την ημέρα έψαχνε σε κάδους απορριμμάτων – αν έβρισκε κάτι ενδιαφέρον, το μάζευε και το πούλαγε στον σταθμό του ΗΣΑΠ στον Άγιο Νικόλαο για πενταροδεκάρες. Τον ρώτησα τι έβρισκε. «Παλιά παπούτσια, μια μπλούζα κ.λπ. Κάποιος μου έδινε ένα ευρώ και είχε παπούτσια...».

Ο Κεϊτά κι ο Αμαντού βρέθηκαν στον ίδιο ξενώνα λίγο μετά. Κατ' αρχάς είχαν το δικό τους κρεβάτι, είχαν μια ασφάλεια, είχαν μια προστασία, σε μια περίοδο που ελάχιστοι γνώριζαν καν τον όρο «ασυνόδευτος ανήλικος». Αυτό που εν τέλει αποτέλεσε το κομβικό σημείο για την ζωή των παιδιών ήταν το σχολείο: Η εκπαίδευση. Έμαθαν ελληνικά, έβαλαν τα θεμέλια για μια ζωή στο μέλλον. Διότι ως εκείνο το σημείο η ζωή τους κρεμόταν από μια κλωστή – δεν ήξεραν πού θα κοιμηθούν το βράδυ, αν καταλήξουν σε κάποια φυλακή ή...

Ο Κεϊτά, που δεν αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας για πολλά χρόνια, τονίζει «είχατε επιλογές». Εκείνος δεν είχε, αυτή είναι η αλήθεια. Ποια είναι η επιλογή για ένα αγόρι σε τόσο τρυφερή ηλικία να εργάζεται σε ξένες χώρες σε ρυθμούς τρομακτικούς, μετά να ψάχνει στα σκουπίδια, να ζει διαρκώς μέσα σε σελίδες μυθιστορήματος του Ντίκενς σε σύγχρονο σκηνικό;

«Αρνήθηκα αρχικά να πάω στον ξενώνα γιατί ήθελα να φύγω, φοβόμουν ότι δεν θα μπορούσα να φύγω» λέει, εκφράζοντας μια τάση φυγής που τον είχε κυρίευσε. Κατόπιν, και αφού πολλοί μεγαλύτεροι σε ηλικία Αφρικανοί τον προέτρεψαν, έκανε την αίτηση στο GSR και πήγε στον ξενώνα της «Αποστολής». Κι από εκεί πήγε σχολείο, Β'  γυμνασίου, καθώς «δεν είχα πάει ποτέ σχολείο στη χώρα μου» και «με το που ξεκίνησα το σχολείο αποφάσισα να μείνω –μου είπαν ότι, αν μάθεις την γλώσσα, θα βρεις δουλειά– και πήρα την απόφαση και το βράδυ έκλαιγα. Όσο πήγαινα σχολείο αγαπούσα την Ελλάδα και δεν ήθελα πια να φύγω».

Κατόπιν, και αφού πλέον έχει καταλήξει ότι η Ελλάδα είναι ο τόπος του, τελειώνει το  σχολείο αλλά δεν καταφέρνει να περάσει στις Πανελλήνιες. «Βοηθούσα εθελοντικά την Praxis και μετά εργαζόμουν στον ξενώνα», λέει. Χρόνια μετά, το 2019, πήρε στα χέρια του τα απαραίτητα χαρτιά, έγινε νόμιμος: αρχικά εργάστηκε ως διερμηνέας και τώρα στο υπουργείο.

«Το σχολείο με έκανε να μείνω στην Ελλάδα, εκεί κατάλαβα ότι υπάρχει ανθρωπιά. Έτσι μου έλεγε η μητέρα μου: όπου κι αν πας, θα με συναντήσεις, δηλαδή θα συναντήσεις καλούς ανθρώπους», λέει μνημονεύοντας μια δασκάλα που τον βοήθησε πολύ.

Χάντι

Είναι μόλις 22 ετών, στην Ελλάδα βρίσκεται λίγα χρόνια, κι όμως όχι μόνο μιλάει άψογα την γλώσσα, μα έδωσε πανελλήνιες κι ελπίζει να περάσει στο τμήμα διεθνών και ευρωπαϊκών σπουδών.

«Το βασικότερο είναι η εκπαίδευση, έπρεπε να μάθω την γλώσσα, αυτή ήταν η ευκαιρία», λέει ο Χάντι από το Αφγανιστάν, ο οποίος έφτασε ασυνόδευτος πριν από πέντε χρόνια στη Μόρια της Λέσβου, κάνοντας τη διαδρομή μέσω Τουρκίας. Εκεί στάθηκε τυχερός, καθώς ήδη υπήρχαν κάποιες δομές για ανηλίκους κι έτσι άμεσα ξεκίνησε την εκπαίδευση, κατ' αρχάς στην γλώσσα. «Αρχικά ήμουν στην Μόρια στα 16 μου, μετά πήγα σε σχολείο στον ξενώνα», σημειώνει.

Ξεκίνησε εσπερινό γυμνάσιο όπου, παρά τις δυσκολίες στο θέμα της γλώσσας, επέμενε. Προσπαθούσε, διάβαζε, αξιοποίησε κάθε ευκαιρία για μάθηση: «Υπάρχουν άνθρωποι δίπλα σου που σε βοηθάνε και προσπαθείς, πιστεύω ότι γίνεται», λέει και λάμπουν τα μάτια του. 

«Ήμουν μόνος στην 1η γυμνασίου, έχασα 3 χρόνια – ήμουν 1η λυκείου πίσω στη χώρα μου και ξεκίνησα από την 1η γυμνασίου. Τελείωσα το λύκειο, έδωσα πανελλαδικές, έκανα το μηχανογραφικό και ελπίζω να περάσω», τονίζει.

Η ιστορία του δεν έχει το δράμα των άλλων παιδιών̇ ίσως ο μικρός είχε την τύχη να μπει άμεσα σε μια διαδικασία εκπαίδευσης, να δοθεί απολύτως σε αυτή και να σβήσει από τη μνήμη του τους λόγους που τον οδήγησαν να αφήσει το Αφγανιστάν για να μην κινδυνεύσει η ζωή του, να έχει μια ευκαιρία.

«Ήρθα μόνος μου, υπήρχαν δυσκολίες, αλλά βλέπαμε ότι κάτι μας περιμένει για τη ζωή μας», υπογραμμίζει και γελάνε τα μάτια του πίσω από τα γυαλιά του.

Νουρντίν

Νουρντίν

Ο 23χρονος από τη Συρία κάθεται δίπλα μου. Είναι ο τελευταίος που θα αφηγηθεί, επιλεγεί να μιλήσει στα αγγλικά, μολονότι γνωρίζει ελληνικά, διότι ντρέπεται μήπως κάνει κάποιο λάθος. Ο Νουρντίν θα μπορούσε να είναι στέλεχος επιχειρήσεων, ένας ψηλός άνδρας με προσεγμένη εμφάνιση. Λίγο αφότου αρχίζει τη διήγηση βουρκώνει, ένας κόμπος δένεται στον λαιμό και δυσκολεύει τη φωνή του που σπάει. Τον αφήνουμε να πάρει ανάσα – τα άλλα παιδιά του δίνουν δύναμη, έχουν διαπλεύσει τις ίδιες συμπληγάδες, τον νιώθουν.

Ο Νουρντίν ζούσε στο Χαλέπι κι ένα απόγευμα του 2014 γυρίζει στο σπίτι του από το γήπεδο. Οι γονείς του τού ανακοινώνουν ότι το άλλο πρωί θα φύγει για την Τουρκία. Η μητέρα του είχε προετοιμάσει το αγαπημένο του γλυκό, έφαγαν το δείπνο κι από τις 12 τα μεσάνυχτα έως τις 6 το πρωί επικράτησε νεκρική σιγή στο σαλόνι. Το πρωί ο Νουρντίν έφυγε με τους γονείς και τα αδέρφια του να τον αποχαιρετούν στην πόρτα του σπιτιού. Η μητέρα του έδινε μάχη για να μην κλάψει. Του έχει μείνει χαραγμένη αυτή η εικόνα στη μνήμη...

Έζησε στη Μερσίνη της νοτιοανατολικής Τουρκίας, εργαζόταν σε εστιατόρια σε εξαντλητικές συνθήκες, καθώς, όπως λέει, «αν δεν δουλέψεις, δεν τρως». Δούλευε για 12 με 14 ώρες. Μια μέρα έπεσε λιπόθυμος από την κούραση.

Το 2016 πέρασε με μια βάρκα, μαζί με άλλους, από τα τουρκικά παράλια στη Σάμο και μετά από λίγες μέρες βρέθηκε στο λιμάνι του Πειραιά. Μπήκε μαζί με μια οικογένεια Ιρακινών στο λεωφορείο όπου θα τους μετέφεραν σε προσφυγικό camp. Εκεί αντέδρασε ο πατέρας της οικογένειας και βρέθηκαν στην Ομόνοια, όπου έμειναν για λίγο σε ένα ξενοδοχείο. Όταν του τελείωσαν τα λεφτά, έμεινε σε σκηνές στον Πειραιά, μετά πήγε στην προσφυγική δομή του Σκαραμαγκά κι από εκεί αποφάσισαν να τον μεταφέρουν στην Κύπρο – μια απόφαση που δεν τον βρήκε σύμφωνο.

Αποφάσισε να μείνει στην Ελλάδα, περιμένοντας να πάρει άσυλο. Το 2017 έλαβε καθεστώς ασύλου και παρέμεινε στη δομή του Σκαραμαγκά όπου εργάστηκε για λογαριασμό κάποιων ΜΚΟ. Από εκεί έφυγε το 2019 έχοντας όλα τα χαρτιά του. Στη συνέχεια εργάστηκε ως ξυλοκόπος, ως υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ και ούτω καθεξής.

«Δεν ήθελα να αρχίσω πάλι από την αρχή», λέει εξηγώντας την απόφασή του να μείνει στην Ελλάδα. Ήθελε μια βάση, ήθελε ψυχικά να νιώσει ότι ανήκει κάπου. «Όποτε γύριζα από τα ταξίδια που έκανα, στη Βουλγαρία ή στη Γερμανία, ένιωθα ότι επιστρέφω στο σπίτι μου», τονίζει, σημειώνοντας ότι εδώ έχει πλέον τη δική του «οικογένεια» με καλούς φίλους.

Ειρήνη Αγαπηδάκη

«Αυτά τα παιδιά κάνουν το χιούμορ των ανθρώπων που έχουν δύναμη και κοιτάνε μπροστά», λέει η κ. Αγαπηδάκη σχολιάζοντας τις αφηγήσεις τους. Η ίδια, όταν της αποδίδουν τα εύσημα για την ευκαιρία που τους δόθηκε, τους απαντάει αφοπλιστικά: «Εδώ ήρθατε με βάση τις ικανότητές σας, το αξίζατε, συμπληρώσατε αίτηση και σας επέλεξαν».

Τα παιδιά αυτά έχουν προσληφθεί μέσω ΕΑSΟ, το ευρωπαϊκό γραφείο ασύλου, που τα παραχώρησε στο υπουργείο Μετανάστευσης. Κατ’ αρχάς θα αξιοποιηθεί η εμπειρία τους.

Η Ειρήνη Αγαπηδάκη είπε ότι θα ενισχύσουν το εγχείρημα με ανατροφοδότηση σε όσα σχεδιάζονται. «Έχεις ένα γκρουπ ατόμων με τη ματιά που χρειάζεται» λέει, σημειώνοντας ότι «ένα παιδάκι που έχει μεγαλώσει εδώ, έχει μεγαλώσει έχοντας ζήσει παιδική ηλικία. Τα παιδιά έρχονται από χώρες που αυτό δεν είναι αυτονόητο, άρα προσπαθούμε να τους δώσουμε να καταλάβουν ότι η ανηλικότητα προστατεύεται, ότι πρέπει να πας σχολείο».

«Μέσα από αυτή τη συνεργασία έχουμε τη δυνατότητα να φωτίσουμε πτυχές πολιτικών που αναπτύσσουμε που δεν θα την είχαμε αλλιώς. Κύριο ρόλο θα έχουν ως μέντορες, ο καθένας τους αποτελεί ένα παράδειγμα – βλέπω ανθρώπους που ξεκίνησαν από χαμηλά κι έχουν διανύσει την κοινωνική απόσταση για να φτάσουν σε πολύ ψηλότερο σημείο. Βλέπω ανθρώπους που είναι συνώνυμα αυτού που λέμε κοινωνική κινητικότητα, που αφορά πολλούς μη προνομιούχους στη χώρα μας. Είναι η πρώτη φορά που άνθρωποι με προσφυγικό προφίλ συνεργάζονται σε υψηλό επίπεδο με το υπουργείο», τονίζει.

Η ειδική γραμματέας Προστασίας Ασυνόδευτων Ανήλικων υπογράμμισε ότι τα παιδιά αυτά, που μόλις είχαν ολοκληρώσει τις αφηγήσεις τους, «δεν έχουν τον ναρκισσισμό του τραύματος, αυτά τα παιδιά έχουν πιάσει τη ζωή από τα μαλλιά».

Μαζί τους πήγε στη δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο. Ο καθένας με τη δική του ατομική πρόσκληση. «Αυτά τα παιδιά δεν βγάζουν μίσος για τη χώρα, βάζουν τον εαυτό τους ως ένα μέρος του κοινωνικού συνόλου», καταλήγει.

Η ευκαιρία

Με τους τέσσερις κύριους κατεβαίνουμε στο αίθριο για να κάνουμε μια φωτογράφιση. Πλέον νιώθουν άνετα, κάνουν πλάκα, τίποτα δεν μπορεί να σε προδιαθέσει για το πρόσφατο παρελθόν τους: για τα εφηβικά χρόνια, γεμάτα δάκρυα, πόνο, αγωνία και αβεβαιότητα. Φεύγοντας από το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, το οποίο πλέον είναι ο χώρος της εργασίας τους, χαιρετάνε με χαμόγελο τον φύλακα που τους ανταποδίδει. 

Τους βλέπω να απομακρύνονται στη λεωφόρο Θηβών και τους χαίρεται η ψυχή μου – οι ιστορίες αυτών των παιδιών είναι ικανές να αλλάξουν τον τρόπο που σκέφτεσαι. Είναι υπέροχο που τους δόθηκε αυτή η ευκαιρία, να εργαστούν για τη χώρα που αγάπησαν βοηθώντας ανθρώπους που βρίσκονται στο στάτους που είχαν όταν έφτασαν.