Ελλαδα

«Γιατί δεν τα λέγατε;»

Συρμοί, μεταμορφώσεις και φριχτές αποκαλύψεις

Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Γιατί δε λέγατε τίποτα;» ρωτούν θυμωμένοι κάποιοι Millennials αναφερόμενοι στις κακοποιήσεις που διέπραξαν στο παρελθόν ορισμένα διάσημα πρόσωπα.

«Μέχρι και οι κάμπιες έχουν πιο έντονη ζωή από εμάς!»

 Η ατάκα, ειπωμένη από μια κοπέλα στο παρκάκι, προκαλεί ένα κύμα γέλιου στην παρέα της. Πράγματι, καθώς ανοίγω βήμα για το σπίτι (κοντεύει έξι και είναι Κυριακή) παρατηρώ ότι κάποια από τα πεζοδρόμια εδώ στην πευκόφυτη Κυπριάδου έχουν γεμίσει με κάμπιες. Συνήθως αυτό γίνεται μερικές εβδομάδες αργότερα, στις αρχές της άνοιξης. Να όμως που, λόγω της ζέστης των τελευταίων ημερών, το μυστηριακό ταξίδι των παρεξηγημένων αυτών πλασμάτων προς τη μεταμόρφωσή τους, έχει κιόλας αρχίσει. Κατεβαίνουν από τους κορμούς και έπειτα κινούνται σε αργόσυρτες γραμμές προς διάφορες κατευθύνσεις.  Το ζητούμενο είναι να βρουν ένα ασφαλές σημείο με μαλακό χώμα ώστε να κρυφτούν και να φτιάξουν με την ησυχία τους τα κουκούλια τους.   

Λίγες θα τα καταφέρουν. Κάτω από ένα πεύκο, για παράδειγμα, ένα αγοράκι ποδοπατά με τα χείλια σφιγμένα μια τέτοια γραμμή, δημιουργώντας μια άμορφη πρασινωπή μάζα. («Να βγάλεις τα παπούτσια πριν μπούμε στο σπίτι» του λέει, κοιτώντας το κινητό του, ο ενήλικος που το συνοδεύει). Κάποιες άλλες, πάλι, ακολουθούν πειθήνια μια μπροστάρισσα που σέρνεται αποφασιστικά στην άσφαλτο προς τη λεωφόρο Γαλατσίου.

Είναι άγνωστο –στους μη εντομολόγους τουλάχιστον- με ποια κριτήρια επιλέγει η κάθε κάμπια τον συρμό στον οποίο θα προσκολληθεί. Λογικά είναι θέμα τύχης. Το σημείο στο οποίο βρέθηκε τη στιγμή που ολοκλήρωσε το συγκεκριμένο στάδιο της μετάλλαξής της, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις πράξεις της. Όπως δηλαδή συμβαίνει και με εμάς. Που μπορούμε μεν να ξεστρατίσουμε από τον συρμό του χρόνου και του τόπου μας, όχι όμως και να ξεφύγουμε τελείως από αυτόν. 

«Γιατί δε λέγατε τίποτα;» ρωτούν θυμωμένοι αυτές τις μέρες κάποιοι Millennials (ή κάποιοι μεγαλύτεροι που είναι αρκούντως υποκριτές ή κοντόφθαλμοι) αναφερόμενοι στις κακοποιήσεις που διέπραξαν στο παρελθόν ορισμένα διάσημα πρόσωπα. «Αφού είχατε ακούσει τις φήμες. Γιατί δε βγαίνατε να τα καταγγείλετε; Γιατί δε φωνάζατε;». Μια απάντηση θα μπορούσε να είναι η εξής: «Για τον ίδιο λόγο για τον οποίο φωνάζουμε όλοι μαζί τώρα». Ή αλλιώς: «Για τον ίδιο λόγο για τον οποίο τα θύματα δεν τολμούσαν τότε να μιλήσουν».

Βλέπεις, λίγα χρόνια πριν, την εποχή που οι άνθρωποι αυτοί έκαναν όσα έκαναν, το κοινωνικό πλαίσιο ήταν αλλιώς και ο περίγυρος πανέτοιμος να τους δικαιολογήσει. Και το χειρότερο: Οι συγκεκριμένες πράξεις συνεισέφεραν στο προφίλ τους και τους βοηθούσαν να αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερη εξουσία. Έτσι, ο γλοιώδης πέφτουλας βαφτιζόταν «αθεράπευτος γυναικάς» -ένας τίτλος τιμής για τον μέσο Έλληνα. Ο κακοποιητής εργοδότης ήταν «ένας δύστροπος, όπως όλοι οι σπουδαίοι, θιασάρχης». Και ο βιαστής με το λοστάρι ήταν ο «ταλαντούχος καλλιτέχνης που εξερευνά τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού του». Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα στοιχεία του πλαισίου της εποχής (την απουσία των σόσιαλ μίντια, για παράδειγμα) καθιστούσαν πρακτικά αδύνατο ένα πρώιμο #MeToo. Δυστυχώς ή ευτυχώς, οι άνθρωποι είμαστε σε πολύ μεγάλο βαθμό έρμαια της εποχής μας και των συρμών που τη διατρέχουν. Ας παρηγορηθούμε για την εγγενή ανεπάρκειά μας από το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος συρμός άλλαξε πια πορεία.

Σύμφωνα με τους μετεωρολόγους, την επόμενη εβδομάδα μάς έρχεται βαρυχειμωνιά. Κάποιοι μάλιστα μιλούν για ακραία φαινόμενα και για έντονες χιονοπτώσεις ακόμη και στο κέντρο της Αθήνας. Ας ελπίσουμε ότι οι προβλέψεις τους δε θα επαληθευτούν.  Και ότι οι βιαστικές πεταλούδες που αυτές τις μέρες φτιάχνουν κρυμμένες τα κουκούλια τους, θα καταφέρουν να βγουν κάποτε στο φως.