Ελλαδα

Ελένη Μουλούδη: Aνταπόκριση από την εμπόλεμη ΜΕΘ Ιπποκρατείου

«Υπάρχει παραφημολογία πως δήθεν αφήνονται άνθρωποι να καταλήξουν χωρίς να τους προσφέρουμε απαραίτητες βοήθειες, αλλά δεν ισχύει».

Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 762
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μιλήσαμε με την Ελένη Μουλούδη, συντονίστρια-διευθύντρια μέσα από τη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Ενηλίκων του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης

Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Ενηλίκων, Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, τώρα. «Μόλις ήρθα. Κάθε τρεις μέρες γυρίζω στο σπίτι μου για να κάνω μπάνιο, να αλλάξω, να φορτώσω στη βαλίτσα μου τα απαραίτητα. Έχω βάλει ένα κρεβάτι στο γραφείο μου, τις τελευταίες δέκα μέρες κοιμάμαι εδώ». Η Ελένη Μουλούδη είναι η συντονίστρια-διευθύντρια της Μονάδας αλλά και γραμματέας της Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας Ελλάδας, όπως επίσης και μέλος δύο επιτροπών του ΚΕΣΥ, «καταθέτουμε τις προτάσεις μας συμβουλευτικά, το επόμενο βήμα, αν γίνουν δεκτές, είναι η δημοσίευσή τους σε ΦΕΚ». 

Τι συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη; Λίγες ώρες πριν της μιλήσω, στο κινητό μου ήρθε το εξής μήνυμα από αγαπημένη φίλη, συγγραφέα, που κατοικεί στο βορρά – της ζήτησα να μου στείλει κάτι, αν ήθελε, για την πρωτόγνωρη «κόκκινη» κατάσταση που βιώνει η πόλη, για την εφημερίδα. Κρατώ, εννοείται, τα στοιχεία της ανώνυμα αλλά παραθέτω την απάντησή της: «Είμαστε καλά, αλλά τριγύρω γίνεται χαμός. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω και τι να γράψω αυτή τη στιγμή και δεν θέλω να σε κρεμάσω, ας το αφήσουμε… Δυο γνωστοί μου πέθαναν χθες, έχει μαυρίσει η ψυχή μου, σε φιλώ πολύ, να προσέχεις». 

Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, Ελένη Μουλούδη, και η Θεσσαλονίκη εκτροχιάστηκε; «Το τετραήμερο του Αγίου Δημητρίου και της 28ης Οκτωβρίου», απαντά η Ελένη Μουλούδη. «Η Θεσσαλονίκη είναι μια τεράστια συνοικιακή βαλκανική πόλη, όλοι θα κατεβούν στο κέντρο για ψώνια, για έναν καφέ, δεν είναι όπως στην Αθήνα που η κάθε συνοικία είναι και μια διαφορετική πόλη». 

Γνωρίζω τη Θεσσαλονίκη κι ας ζω μακριά της τρία χρόνια. Ο Εύοσμος και το Πανόραμα μπορεί να απέχουν αρκετά, αλλά όλα συγκλίνουν στην παραλία, εκεί όπου υπό τις συνθήκες της βόλτας και τη «χαλαρά» μαζική εστίαση, ο ιός ξέφυγε. Εκκλησίες, μεταλαβιές, ηλικιωμένοι, παρτάκηδες του ΑΠΘ, Παοκαρειανοί και αντικαπιταλιστές ή εθνολάτρες «ατρόμητοι» διαδηλωτές, μαζί με κάθε λογής επιπόλαιους εκδρομείς που τον «ταξίδεψαν» στις επαρχίες της τετραήμερης σχόλης, τον σπρένταραν μαζικά. 

«Υπάρχει παραφημολογία αλλά και παραφιλολογία, πως δήθεν αφήνονται άνθρωποι να καταλήξουν χωρίς να τους προσφέρουμε απαραίτητες βοήθειες, αλλά δεν ισχύει. Ακόμα εργαζόμαστε υπό συνθήκες καιρού ειρήνης. Θα μπορούσαμε να μην έχουμε φτάσει εδώ ώστε να δουλεύουμε δέκα μέρες σερί άγρυπνοι. Πρέπει να αντέξουμε για άλλες δέκα μέρες, περιμένουμε τα πρώτα θετικά δείγματα πως γίνεται “πλατό”, άρα μετά, όταν περάσουν αυτές οι κρίσιμες δέκα μέρες, θεωρητικά, θα φανεί πόσο θετικά θα λειτουργήσει το δεύτερο λοκντάουν και πιθανόν ο ιός να καταλαγιάσει. Τότε περιμένουμε να δούμε τα αποτελέσματα του νέου εγκλεισμού. Πρώτα, όμως, πρέπει να εδραιωθεί η σταθερότητα των εισερχόμενων κρουσμάτων, για να υπάρξει έλεγχος και στις εισαγωγές και στη θνητότητα».

Αναπνευστήρες και μονότονα ζοφεροί ήχοι στους θαλάμους, παλμογράφοι, μηχανήματα υποστήριξης, πώς είναι να βλέπεις στα μάτια των ανθρώπων τον τρόμο του θανάτου; «Η ευλογία και η κατάρα του να είσαι εντατικολόγος αυτή ακριβώς είναι: μέσα σε αυτό το περιβάλλον τεράστιας μοναξιάς, χωρίς καμιά επαφή με τους δικούς τους, οι ασθενείς είναι τρομερά ευάλωτοι. Αλλά και για εμάς που στέκουμε πάνω τους και δίπλα τους με στολές σαν του αστροναύτη, μη νομίζεις πως είναι εύκολο. Είναι το ίδιο τραγικό για μένα, να τους περιθάλπω χωρίς να μπορώ να χρησιμοποιήσω τις αληθινές αισθήσεις μου. Σκέψου πως με τόσα ζευγάρια γάντια στο χέρι, η αφή μου ουσιαστικά δεν υπάρχει για να τους χαϊδέψω παρηγορητικά. Δεν έχω επίσης κανονική όραση λόγω των τεράστιων γυαλιών που φορώ, η μάσκα παρεμποδίζει την όσφρησή μου και η ακοή μου, όπως την έχω ανάγκη για να τους εξετάσω με τα ακουστικά, είναι επίσης “πειραγμένη”. Αυτή η χαμένη, στην ουσία, touch by touch επαφή με τον συνάνθρωπο που πάσχει, δεν υπάρχει. Ο πρώτος που αποσυνδέσαμε επιτυχώς από τη Μονάδα, ο κύριος Βασίλης,το πρώτο που μας είπε ήταν “σας στέλνω όλη μου την αγάπη”». 

Τη ρωτώ κατά πόσο πέρα από τη δική τους υποστήριξη, ο ασθενής πρέπει να παλέψει αντλώντας ψυχική δύναμη από αποθέματα εντός του. «Υπάρχουν άλλοι συνάδελφοι πιο ειδικοί στο θέμα της ψυχολογικής προσέγγισης, αλλά θεωρώ πως είναι τεράστιος ο ρόλος του ίδιου του ασθενή να αντλήσει δύναμη από το είναι του, να πει θα ζήσω. Οι μελέτες που διαθέτουμε στη Μονάδα κάνουν λόγο για την παρηγορητική συνεισφορά της μουσικής στη μάχη που δίνουν. Ειδικά στη διαδικασία αφύπνισης η μουσική παίζει επίσης τεράστιο ρόλο, κλασική κατά προτίμηση, όπως αυτή που χρησιμοποιείται καταπραϋντικά στα νεογνά».«Ε, λογικό, τι να βάλουν; Βάγκνερ ή γκάζια από Μπετόβεν;», σπάω λίγο τη μελαγχολική μας κουβέντα. 

Κάπου εδώ, να σας αποκαλύψω και μερικά, ας τα πω, προσωπικά μας. Με την Ελένη Μουλούδη περάσαμε μαζί υπέροχα παιδικά χρόνια, οι μάνες μας μιλούν καθημερινά τηλεφωνικά, η μία στην Αλεξανδρούπολη και η άλλη στην Ξάνθη, ο πατέρας μου τη χόρεψε ντάμα(!) πολλές φορές στις γιορτές που μοιράζονταν τα σπίτια μας. Υπέροχα παιδικά χρόνια. Τη θαύμαζα και μετά το πανεπιστήμιο, όπως εξελισσόταν, και της τρέφω μεγάλο δέος, μιας και ήταν, είναι και θα είναι ταγμένη για πάντα στο δημόσιο σύστημα υγείας.

Δυστυχώς, αν δεν μπει φρένο στην εξάπλωση, θα καταρρεύσουμε όπως τα συστήματα της Ισπανίας και της Ιταλίας

«Πριν δέκα χρόνια είχαμε 440 εντατικά κρεβάτια στην Ελλάδα. Πριν δυο χρόνια έγιναν 576, αυτή τη στιγμή έχουμε 400 κλίνες Covid, που σημαίνει πως καταφέραμε να τις διπλασιάσουμε, φτάνοντας κοντά στον μέσο όρο της Ευρώπης. Δυστυχώς, αν δεν μπει φρένο στην εξάπλωση, θα καταρρεύσουμε όπως τα συστήματα της Ισπανίας και της Ιταλίας, που ήταν κι ανώτερά μας. Διπλασιάσαμε τις κλίνες ΜΕΘ στην πανδημία, πήραμε αρκετά χρήματα από το Ίδρυμα Νιάρχος για να τις ενισχύσουμε με επιπλέον 32 κρεβάτια, αλλά δεν φαντάζεσαι ακόμα και τώρα πόσο μεγάλη είναι η γραφειοκρατία στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, διαμορφώθηκαν επαρκείς χώροι ασφαλείας με προδιαγραφές εντατικής. Ακόμα δεν καταρρεύσαμε, είμαστε όμως οριακά. Η Ελλάδα αντέχει, εμείς στο Ιπποκράτειο έχουμε πάνω από 200 νοσηλευόμενους. Οποιοδήποτε σύστημα υγείας, με όσα μηχανήματα και προσωπικό, όταν είναι πολυπληθής ο κόσμος που το χρειάζεται, δυστυχώς δεν μπορεί να ανταπεξέλθει. Επαναλαμβάνω όμως πως, ακόμα κι αν δουλεύουμε οριακά, μπορούμε να δουλεύουμε σε συνθήκες ειρήνης». 

Τη ρωτώ τι θα πει αυτό, συνθήκη ειρήνης, και με παραπέμπει στην ιστορία της Εντατικολογίας: «Ουσιαστικά η επιστήμη μας δημιουργήθηκε μέσα από πολέμους και μεγάλες καταστροφές, είναι ας το πω το παράπλευρο όφελος των μεγάλων καταστροφών, τότε που οι γιατροί πρώτης γραμμής εκαπαιδευόμαστε και καλούμαστε να σώσουμε ό,τι μπορούμε. Παλιά τα ποσοστά θνητότητας στις μονάδες ήταν 100%, πλέον καταφέραμε να τα κατεβάσουμε στα 30 με 32% θνητότητα σε όλη την Ελλάδα. Είμαστε καλύτερα στα ποσοστά σε σύγκριση με την Ευρώπη, όχι απαραίτητα γιατί είμαστε ανώτεροί τους, αλλά γιατί μέχρι τούδε το σύστημά μας δεν πιέστηκε όπως το δικό τους. Μπορέσαμε να ανταπεξέλθουμε επιτυχώς, όμως τώρα, τον τελευταίο μήνα, ειδικά στη Θεσσαλονίκη η κατάσταση αντιστράφηκε αρνητικά. Δίνουμε όσα μπορούμε, ευχόμαστε να αντέξουμε, μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα». 

Αυτή; Δεν φοβάται να μην κολλήσει, ειδικά μέσα στη Μονάδα; «Εντός, είμαστε πενήντα άτομα. Δεν παρουσιάστηκε κανένα κρούσμα από το εσωτερικό της. Είμαστε τόσο πολύτιμοι, που δεν μας παίρνει να λείπουμε μπαίνοντας οι ίδιοι σε τυχόν καραντίνα. Τα πρωτόκολλα είναι αυστηρά, όσοι παρουσίασαν θέμα το κόλλησαν από έξω και απομακρύνθηκαν…».

Τη δεκαετία του ’80 έζησα ακριβώς απέναντι από το νοσοκομείο Ιπποκράτειο ως φοιτητής. Ασθενοφόρα, εφημερίες, γυράδικα και γραφεία κηδειών επί της Κωνσταντινουπόλεως μου είναι οικείες εικόνες – ακόμα μένουμε σε αυτό το σπίτι καμιά φορά, δεν έπαψα ποτέ να σκέφτομαι το νοσοκομείο, ειδικά τώρα στην Αθήνα, που βλέπω στην τηλεόραση το ρεπορτάζ Θεσσαλονίκης και ψιλομελαγχολώ. Εκεί «απάνω» ζουν οι καλύτεροί μου φίλοι, τρέμει το φυλλοκάρδι μου καθημερινά. Μιλάμε κι όλοι τους έχουν κι από έναν οικείο που «τσίμπησε». Προσοχή, όχι κάποιος που τους είπε για κάποιον που κάποιος γνωστός του έπαθε Covid, αλλά για πρόσωπο του άμεσου περιβάλλοντός τους. 

Θεσσαλονίκη, κατάσταση πολιορκίας. Η Ελένη Μουλούδη και τα «κομάντα» της ΜΕΘ Ιπποκράτειου πέφτουν σαν τους αλεξιπτωτιστές των ειδικών δυνάμεων, αρχίζουν από εκεί που ο άλλος «στρατός» δεν μπορεί να πολεμήσει. «Είμαστε μια ιδιαίτερη πληθυσμιακή ομάδα υπηρετών της δημόσιας υγείας, ξεκινάμε από εκεί που σταματούν οι άλλοι, σε μας μπαίνουν όλα τα βαριά περιστατικά που οι ζωτικές λειτουργίες απειλούνται θανάσιμα, είμαστε η τελευταία ελπίδα για να επιζήσουν. Να σου διευκρινίσω όμως κάτι: Ο περισσότερος κόσμος νομίζει πως όποιος διασωληνώνεται κάνει την ύστατη προσπάθεια για να ζήσει. Λάθος. Η διασωλήνωση πολλές φορές δίνει παράταση στη διδικασία του θανάτου και ο ρόλος του εντατικολόγου δεν είναι αυτός». 

Δεν τη ρώτησα ποτέ γιατί έγινε εντατικολόγος. Να η ευκαιρία μου. «Στα 24 μου, που τελείωσα την ιατρική στο ΑΠΘ, δεν υπήρχε καμία προετοιμασία ως προς τυχόν κριτήρια που απαιτούνταν για ειδικότητες, αλλά δεν με φανταζόμουν ποτέ εργαστηριακή γιατρό. Και ήθελα να πάρω μια ειδικότητα, λόγω ιδιοσυγκρασίας, που να αρχίσει αμέσως. Να μη χρειαστεί να κάνω αγροτικό ώστε να επιστρέψω στην επαρχία (η σχέση μου τότε ήταν κι αυτή στη Θεσσαλονίκη, καταλαβαίνεις). Η αναισθησιολογία τότε στη Θεσσαλονίκη ήταν μια εξελισσόμενη ειδικότητα, το ΕΣΥ μόλις ξεκινούσε, ο καρδιοχειρουργός Παναγιώτης Σπύρου ήρθε από την Αμερική, στήνοντας την καρδιοχειρουργική μονάδα του νοσοκομείου Παπανικολάου. Ήμουν πολύ τυχερή υπό την έννοια πως έκανα γερμανική ειδικότητα, μιας και το 90% των γιατρών που με εκπαίδευσαν είχαν ευρωπαϊκή ειδικότητα για να μου μεταβιβάσουν. Η αναισθησιολογία είναι πίσω από τον μπερντέ, όπως λέμε στην παραφιλολογική ιατρική(!), εμείς είμαστε ο εγκέφαλος του χειρουργείου, κάτω από εμάς βρίσκεται το σώμα. Κι επειδή, σαν χαρακτήρα, με ξέρεις πως δεν άντεχα να είμαι δεύτερος ρόλος, αλλά και επειδή η παθολογία μού ήταν αγαπημένη (σ.σ. ο πατέρας της Κωνσταντίνος Μουλούδης ήταν ο εθνικός παθολόγος της Αλεξανδρούπολης, όπου μεγαλώσαμε), αποφάσισα να διαλέξω κατι που να τα συνδυάζει, κάτι δυναμικό. Επέλεξα την εντατικολογία. Τεράστιο κομμάτι, πολύ δύσκολο. Σήμερα βέβαια εμείς των πρώτων χρονών του ΕΣΥ οι “εκδρομείς” εκπαιδεύουμε τους νεοεισερχόμενους που μπαίνουν κατόπιν εξετάσεων». 

Γνωρίζω, όπως σας εξομολογήθηκα, αρκετά καλά την Ελένη Μουλούδη, ξέρω, ας πούμε, πως πάντα εκτός από ιατρική μελετούσε και λογοτεχνία, κι αλήθεια θέλω αυτό το τηλεφώνημα-συνέντευξη να τελειώσει κάπως πιο παρηγορητικά κι ευφρόσυνα. «Δεν μπορώ να διαβάσω ούτε μία σελίδα, ώσπου να τελειώσει όλο αυτό. Αλλά αφού ρωτάς ποιος θα μπορούσε να απεικονίσει λογοτεχνικά την παράνοια που ζούμε, νομίζω πως μόνο ένας Χρήστος Χωμενίδης με τη λοξή ματιά του “Σοφού παιδιού” μπορεί να την περιγράψει». 

Την καληνυχτώ στέλνοντάς της μια μεγάλη αγκαλιά. Θεσσαλονίκη, ψηλά το κεφάλι, υπάρχουν φύλακες άγγελοι, την αγάπη μου σε όλους τους αναγνώστες, μα ένα τσικ παραπάνω εκεί στα παγωμένα βόρεια...