Ελλαδα

Άρης Νικολάου, οδηγός αστικού λεωφορείου

Ένας οδηγός λεωφορείου μιλά για την απόκοσμη εικόνα της άλλοτε πολύβουης πρωτεύουσας, οδηγώντας στους έρημους δρόμους με τα κλειστά μαγαζιά

Κατερίνα Καμπόσου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι «αφανείς ήρωες» της πόλης μάς μιλάνε για την καθημερινή μάχη που δίνουν κατά του κορωνοϊού από τους χώρους εργασίας τους.

Ο Άρης Νικολάου, οδηγός λεωφορείου, τον τελευταίο μήνα βλέπει μια απόκοσμη εικόνα της άλλοτε πολύβουης πρωτεύουσας, οδηγώντας στους έρημους δρόμους της με τα μαγαζιά κλειστά και χωρίς κόσμο να κυκλοφορεί. Παρόλο όμως που έχει μειωθεί ο κόσμος, εξακολουθούν να ισχύουν οι ώρες αιχμής. Ο ίδιος ξυπνά κάθε πρωί στις 04.00 για πάρει τον δρόμο προς το αμαξοστάσιο του Ρέντη. Το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να φορέσει γάντια, να απολυμάνει το τιμόνι και έπειτα να ξεκινήσει μαζί με 250 οδηγούς για να καλύψουν 1.500 περίπου βάρδιες σε όλη την Αθήνα.
 

Πιστεύω ότι τα λεωφορεία πρέπει να μείνουν ανοιχτά πρώτα για ψυχολογική υποστήριξη του κόσμου. Δεν είναι μόνο για τους πρακτικούς λόγους της εξυπηρέτησης. Ο κόσμος θέλει να ξέρει ότι δουλεύει η συγκοινωνία κι ας είναι και άδεια τα καθίσματα, προκειμένου να μην πανικοβληθεί περισσότερο. Αν σταματήσουν τα μέσα μεταφοράς αυτόματα στο μυαλό του σημαίνει ότι σταματάνε όλα.

«Όσο μεγαλώνει το διάστημα εγκλεισμού στο σπίτι τόσο αυξάνεται το αίσθημα της νευρικότητας στους επιβάτες»
 
Πάνω από το 90% του κόσμου που μπαίνουν μέσα φορούν μάσκα, κρατούν αποστάσεις, συντονίζονται  για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και τους άλλους, κάτι που δεν το περίμενα από τους Έλληνες. Δεν ξέρω αν οφείλεται στην ενημέρωση γιατί είμαστε χύμα σαν λαός και ποτέ δεν ακούγαμε πραγματικά τις συμβουλές των ειδικών. Πλέον όμως βλέπω επιβάτη να βήχει και οι άλλοι σπεύδουν με υπευθυνότητα και του λένε «βάλε το χέρι σου, να σου δώσουμε λίγο οινόπνευμα;» Eίναι όμως κι αυτοί που έχουν κλειστεί στον εαυτό τους. Αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον σαν λεπρό, φοβούνται να κάτσουν στο κάθισμα ή να πιάσουν τις χειρολαβές. Και όσο μεγαλώνει το διάστημα του εγκλεισμού στο σπίτι τόσο αυξάνεται και το αίσθημα της νευρικότητας στους επιβάτες, που θα αφήσει κατάλοιπα στο μέλλον.
 
«Οταν ξεμπερδέψουμε δεν θα είμαστε ίδιοι, θα είμαστε υγιείς αλλά φτωχότεροι»
 
Τις ώρες που οδηγώ στους άδειους δρόμους έχω την ευκαιρία να σκεφτώ ξανά και ξανά την κατάσταση και κυρίως να κάνω υποθέσεις για πως θα είναι η επόμενη μέρα. Όλο αυτό θα κάνει τον κύκλο του κάποτε, αλλά όταν ξεμπερδέψουμε δεν θα είμαστε ίδιοι, θα είμαστε υγιείς αλλά φτωχότεροι. Φοβάμαι τον οικονομικό αντίκτυπο, μη γίνουν απολύσεις στη εταιρεία ή μειώσεις μισθών. Αλλά και οι ανθρώπινες σχέσεις δεν θα είναι όπως τις ξέρουμε.
 
Πάντα όταν ξεκινώ μπροστά τη μηχανή για το δρομολόγιο, βάζω εκπομπές στο ραδιόφωνο. Αυτό το διάστημα λοιπόν με τον κορωνοϊό παρατήρησα πόσο εύκολα μεταδίδεται ο φόβος. Ακόμα κι αν κάποιος δεν φοβάται εκ φύσεως, όταν ακούει στα δελτία να λένε μόνο για νεκρούς και ύποπτα κρούσματα πανικοβάλλεται. Μετά από ενα 20λεπτο το γυρίζω στα τραγούδια.
 
Μένω χωριστά από τα παιδιά μου και δεν τα βλέπω γιατί δεν ρισκάρω να τους μεταδώσω κάτι. Τόσα άτομα μπαίνουν εδώ κάθε μέρα, από τύχη δεν θα κολλήσω. Κι έπειτα είναι κρίμα να κλειδαμαπρωθούμε και να τους μεταφέρω όλο αυτό το άγχος της πανδημίας. Η δεμένη οικογένεια δεν χρειάζεται την καραντίνα για να έρθει ακόμα πιο κοντά. Ο καταναγκαστικός περιορισμός σε ένα σπίτι όμως μπορεί να δημιουργήσει ρήγματα στον οικογενειακό ιστό. Είμαστε δημοκρατική χώρα, τα παιδιά μας δεν τα μάθαμε να κλείνονται με το ζόρι. Κάποια παίρνουν το λεωφορείο για να δουν επιτέλους κι έναν άλλον άνθρωπο. Αν κρατήσει πολύ όλο αυτό, στο τέλος θα αντιδράσουν, θα πουν, βγαίνω έξω και ας μου κόψουν πρόστιμο.