Ελλαδα

Μια «βίαιη» ελπίδα

Μου ‘χει λείψει η αγκαλιά, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο

Ελένη Χελιώτη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τραγούδια, σκέψεις και ελπίδες ενώ μένουμε μέσα στο σπίτι εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού

Ακούω δυο τραγούδια σε repeat τις τελευταίες μέρες. Κάνω πολλά πράγματα σε repeat τις τελευταίες μέρες. Σκεπτόμενη την τελευταία εβδομάδα, νιώθω ότι ζω σε ένα μοντάζ ταινίας σαν αυτό του «Fight Club». Ξύπνημα, καφές, ειδήσεις, φαγητό, σειρά, καφές, βιβλία, Instagram, φαγητό, Facebook, χυμός, σχοινάκι, καφές, φαγητό. Πολύ φαγητό και πολλά, πολλά τσιγάρα. Δεν τα μετράω πια. Σε κάποιο βιβλίο νομίζω το ‘χα διαβάσει, ότι ο άνθρωπος είναι ένα νησί. Τώρα έχουμε όλοι γίνει νησιά. Αν δεν ήμασταν πριν, είμαστε τώρα. Όλοι μαζί είμαστε μόνοι.

Μama said it’s gonna be a flight
We gotta pack our bags and go
Ooh ooh

Το σπίτι μου είναι πιο καθαρό από ποτέ. Σ’ αυτό το μικρό δωματιάκι όμως δεν έχω πειράξει τίποτα. Όχι ακόμα. Το αφήνω τελευταίο. Μου ‘χει λείψει η αγκαλιά, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Η αγκαλιά που συνοδεύεται από κουβέντα, καφέ, φαγητό, τσιγάρα και μετά ουίσκι, με μουσικές σαν και αυτή. Το τσιγάρο μου σβήνει συνέχεια. Με περιμένει όπως κανείς άλλος. Δεν ξέρω πόσες μέρες είμαι εδώ. Δεν μετράω τις κούπες καφέ. Δεν κοιτάω ρολόγια. Δεν ακούω χτύπους, ούτε καν τους δικούς μου. Σβήνω και εγώ συνέχεια.

Mama said we gotta go right now
I don’t wanna go right now
Ooh ooh

Η χειμωνιάτική μου ρόμπα δουλεύει υπερωρίες. Μετά το καθημερινό μου μπάνιο όμως φτιάχνω πάντα τα μαλλιά μου και βάζω κολόνια. Θυμάμαι την επική ατάκα του Baldwin στο «30 Rock» όταν ερωτήθηκε από τη Liz Lemon γιατί φοράει σμόκιν και απαντά «It’s after 6pm, what am I, a farmer?», και γελάω μόνη μου. Θυμάμαι τη γιαγιά μου που πάντα έβαζε (κολόνια, όχι σμόκιν), ακόμα και όταν στα τέλη της ζωής της δεν έβγαινε πια από το σπίτι. Ήθελε μια συγκεκριμένη και της την έπαιρνα πάντα εγώ.

Mama said we’re going away
I’ve never been so far away
Ooh ooh

Έχω στη βιβλιοθήκη νου ένα μικρό ξύλινο μαραφέτι με κυβάκια που του αλλάζεις την ημερομηνία. Την αλλάζω κάθε μέρα πια. Πριν ξεχνούσα. 25 Μαρτίου. Σκέφτομαι εάν έχει κανένας φίλος ή γνωστός γενέθλια τώρα εδώ κοντά, ή εάν ξεχνάω κάτι σημαντικό που πρέπει να κάνω. Όχι, δεν νομίζω. Έχανα πάντα τους αναπτήρες μου· τώρα έχω τρεις γύρω μου. Δεν μπορώ να σταματήσω να φοράω τα δαχτυλίδια μου. Έχουν φθαρεί και αυτά, όπως τα χέρια μου. Τα κοιτάω όπως ποτέ άλλοτε. Τι έχουν κάνει για μένα; Τι τα έχω μάθει να κάνουν ανά τα χρόνια; Να οδηγούν, να γράφουν, να πιέζουν χορδές, να γυρνάνε σελίδες, να χαϊδεύουν, να μιλάνε για μένα όταν δεν βρίσκω λέξεις.

Mama said we’ve gotta change the sky
So she won’t have to cry
Ooh ooh

Έχω καμιά δεκαριά αδιάβαστα βιβλία αλλά ήξερα ότι είναι αδιάβαστα για κάποιο λόγο οπότε πρόλαβα να πεταχτώ να πάρω καινούργια. Δύο ελληνικά και 3 αγγλικά. Ενίοτε βγαίνω να πάω σουπερμάρκετ για μένα και τους δικούς μου. Τους αποφεύγω. Ούτε αυτούς μπορώ να αγκαλιάσω. Τα βράδια καμιά φορά βγάζω την κιθάρα από τη θήκη της. Το μπολάκι μέσα στο οποίο έχω τις πέννες, τις οποίες είχα πάρει από την Ισπανία, είναι μόνιμα επάνω στο γραφείο μου. Στο γραφείο μου είναι τα πάντα πια. Μια εναλλασσόμενη κούπα καφέ, ένα ποτήρι με νερό, τετράδια, βιβλία, στυλό, μολύβια, χαρτάκια από φαγωμένες σοκολάτες, ένα πακέτο με αντισηπτικά μαντηλάκια και ένα τασάκι που, ενώ το αλλάζω συνέχεια, παραμένει γεμάτο.

Mama said we gotta get in the car and drive
I don’t wanna drive
I don’t wanna drive away
Ooh ooh

Έχω μια κλεψύδρα που είχα πάρει από το Αστεροσκοπείο. Δεν έχει άμμο. Αντ' αυτού έχει ένα κόκκινο υγρό μέσα σ’ ένα διάφανο. Το πρώτο είναι ελαφρύτερο από το δεύτερο και έτσι ο χρόνος μετράει ανάποδα. Πηγαίνει προς τα πάνω. Μου λείπει η δουλειά μου. Μου λείπει να πέφτω για ύπνο κουρασμένη και να μην μπορώ να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά. Και παρόλο που δεν έχω τίποτα να κάνω, βρίσκομαι πάλι σε μια ρουτίνα, την οποία προσπαθώ να αλλάξω άσκοπα. Δεν βγαίνω στο μπαλκόνι και όταν ανοίγω παράθυρα δεν ακούω κάτι. Η μουσική δεν σβήνει. Οι πόλεις έσβησαν. Μαζί και η δική μου. Τις κοιτάμε άδειες μέσα από οθόνες. Αντιλαμβανόμαστε αλλιώς την ομορφιά και την ασχήμια τους. Δεν αναπνέουν πια, τουλάχιστον όχι μέσα από εμάς. Τα ζόμπι πια είμαστε εμείς.

Mama said we gotta start a new life
I already have a life
Ooh ooh
I think about it all the time

Αγαπώ όμως την ησυχία που αντηχεί. Αναβλύζει ένα περίεργο θρόισμα. Τι είναι μια πόλη χωρίς ανθρώπους; Ένα μάθημα ιστορίας. Σκέφτομαι. Σκέφτομαι περισσότερο απ’ όσο συνήθως. Απ’ όσο θα ήθελα. Ο χρόνος, βλέπεις. Τη ζωή που είχα, αυτή που έχω τώρα. Πότε θα ξαναέχω την παλιά και πώς θα ‘ναι. Θα ‘ναι αλλιώς. Πότε θα μπορέσω να ξαναδουλέψω, να ξαναπάω σινεμά, να ξαναοργανώσω το επόμενο ταξίδι μου. Να σε αγκαλιάσω. Το σπίτι μου έχει γίνει ο κόσμος μου. Και μετά σκέφτομαι πώς είναι ο κόσμος των άλλων. Και ότι κάποιοι δεν έχουν καν. Και έτσι σταματώ να γκρινιάζω από μέσα μου, να ανησυχώ, να παραπονιέμαι. Και ας δουλέψω όποτε, και ας βγω όποτε, και ας ταξιδέψω πάλι του χρόνου.

Ούτε 15 μέρες δεν έχουν περάσει και ήδη μερικά αστεία πάλιωσαν. Βαρέθηκα να τα βλέπω κάθε μέρα. Ο χρόνος ζωής μειώνεται όταν η πληροφορία είναι 24ωρη και έρχεται από παντού. Έχω δει τρεις σεζόν BoJack Horseman και μία Valhalla Murders (εξαιρετικά και τα δύο). Το Valhalla μ’ έκανε να θέλω να μάθω Ισλανδικά. Μ’ αρέσει πολύ ο ήχος αυτής της γλώσσας, όλα τα λάμδα και τα θήτα. Μ’ αρέσει και η λέξη τους για το ευχαριστώ: τακ! Αλλά τι θα τα κάνω; (Γιατί, έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις;)

Το δεύτερο τραγούδι που ακούω σε repeat είναι το «Let’s burn down the cornfield» του Lou Rawls.

You hide behind the oak tree
Stay out of danger till I return

Δεκάδες φορές την ημέρα αναλογίζομαι τον κίνδυνο που μας πολιορκεί ενώ τσιμπάω λίγα coco pops μέσα απ’ το κουτί (like a savage). Μέσα από το ασφαλές, ζεστό και καθαρό σπίτι μου. Και μετά βλέπω εικόνες στρατιωτικών οχημάτων να μεταφέρουν εκατοντάδες νεκρούς στην Ιταλία, προσπαθώντας να αποφασίσουν πού θα τους πάνε. Ξεροκαταπίνω. Στέλνω ένα θυμωμένο ηχητικό μήνυμα στους γονείς μου και τους απαγορεύω να ξαναβγούν έξω. Θα πηγαίνω εγώ για ό,τι χρειαστούν. Τρομάζουν. Ήταν απότομο. Δεν πειράζει. Κατάλαβαν.

Υπόσχομαι δεν θα ξαναγκρινιάξω.

Το τασάκι πάλι γέμισε, πρέπει να το αδειάσω. Νύχτωσε. Ανάβω τη μωβ λάμπα του γραφείου μου. Δεν χρειάζομαι άλλο φως. Κοιτάω τις polaroid φωτογραφίες που έχω στον τοίχο μπροστά μου. Όση ώρα γράφω έχουν σκάσει δεκάδες μηνύματα στο κινητό μου. Θα τα δω μετά. Αύριο ίσως. Έχω χρόνο. Κάποιοι δεν έχουν καθόλου.

Οι σκέψεις για το αύριο συγχέονται με τη στασιμότητα του σήμερα. Τα όνειρα μπερδεύονται και σκουντουφλάνε στη νοχελικότητα που οδηγεί τα πόδια από τον καναπέ στο κρεββάτι. Υπάρχουν όμως. Βγαίνουν με μια σχεδόν βίαιη ελπίδα. Ένας ενστικτώδης προτζέκτορας τα προβάλλει με σεβασμό στη λύπη μας αλλά και στην ανάγκη μας να ζούμε, ακόμα και μέσα από αυτά.

Let’s burn down the cornfield
And I’ll make love to you while it’s burning

Το δυναμώνω, κλείνω τα μάτια μου και βυθίζομαι σ’ αυτά.