Ελλαδα

Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων: «Ποιος τα πληρώνει αυτά, ξέρεις;»

Η ATHENS VOICE βρέθηκε στη χθεσινή γιορτή, μίλησε με τους εορτάζοντες και τράβηξε 30 μοναδικές φωτογραφίες.

Έρρικα Ρούσσου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

30 μοναδικά στιγμιότυπα από τη χθεσινή γιορτή της Παγκόσμιας Ημέρας Προσφύγων.

Ξέρω.
Όταν γράφτηκε το «Κατηγορώ» του Εμίλ Ζολά το πρώτο ενικό μπήκε στο κείμενο σαν να όφειλε να βρίσκεται εκεί. Κανέναν δεν ξένισε. Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε. Στη συνέχεια, όπως συμβαίνει σχεδόν με όλα τα καλώς ειπωμένα σε αυτήν τη ζωή, το μέτρο χάθηκε και σχεδόν όλα τα κείμενα άρχισαν να αποκτούν εκείνο το χαρακτηριστικό που φοράει το κράνος του «εγώ» και ξεχύνεται στο δρόμο σαν να μην υπάρχουν κόκκινα φανάρια ή στοπ. 

© Κωνσταντίνος Σοφικίτης

Και τώρα, γιορτή.

Τα γέλια που ξεφεύγουν από το συνήθη θόρυβο της πόλης είναι παιδικά. Πιτσιρίκια κάθε ηλικίας -από πολύ μωρά μέχρι μεγάλα παιδιά- πηγαινοέρχονται χαρούμενα στη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης. Στη μία είσοδο της στοάς, το μεγάλο foodtruck που δίνει στη ζέστη μία εσάνς πικάντικη, καλωσορίζει τους επισκέπτες και τα τιμώμενα πρόσωπα με μερικές πεντανόστιμες τορτίγιες γεμάτες μπαχαρικά και τέχνη.

© Κωνσταντίνος Σοφικίτης

Στο κέντρο, είναι στημένη μία σκηνή και μερικές πλαστικές καρέκλες. Ο κόσμος έχει ήδη πάρει τη θέση του. Η ώρα είναι 20.00.

© Κωνσταντίνος Σοφικίτης

Στα πέριξ, φωτογραφίες βρίσκονται καρφιτσωμένες σε κάποια πανιά που ερασιτεχνικά έκρυβαν τις βιτρίνες κάποιων καταστημάτων της στοάς. Η έκθεση είχε έργα προσφύγων και Ελλήνων φωτογράφων. Σε ένα από τους χώρους που είχαν παραμείνει ανοιχτοί για λογαριασμό της εκδήλωσης, η UNISEF είχε μαζέψει στα θρανία της καμιά πενηνταριά παιδικές φάτσες και τις είχε ζωγραφίσει στα χρώματα του σπάιντερμαν, του καλοκαιριού, των λουλουδιών. Στη συνέχεια, το κάθε παιδί δοκίμαζε να χρησιμοποιήσει τις μπογιές που είχε μπροστά του στο λευκό φόντο των διάσπαρτων Α4 που βρίσκονταν απλωμένες στα θρανία. Όλα τους άφηναν το χώρο με ένα πλαστικό πιατάκι που είχε γλυκό και κάτι φαγώσιμο.

© Κωνσταντίνος Σοφικίτης

Η μυρωδιά του κόλιανδρου ενώ τσακώνεται με το δεντρολίβανο για το ποιος θα επικρατήσει με τράβηξαν στο foodtruck. Εκεί, βρισκόταν η Στέλλα Νάνου -υπεύθυνη επικοινωνίας της Ύπατης Αρμοστείας ή αλλιώς του Θεσμού που διοργάνωσε σε συνεργασία με 19 ακόμη Οργανώσεις και διάφορες προσφυγικές κοινότητες τη γιορτή. «Σήμερα είναι μία μέρα που τιμούμε το κουράγιο και το θάρρος των συνανθρώπων μας που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι και την πατρίδα τους». Μου έδειξε το μεγάλο φορτηγό με τους πρόσφυγες σεφ που πηγαινοέρχονταν στην petite κουζίνα του και προσπαθούσαν να μιλήσουν ο ένας στον άλλο σε σπαστά αγγλικά ενώ ήξεραν ότι στο τέλος, θα συνεννοηθούν άψογα με τη γλώσσα του σώματος.

© Κωνσταντίνος Σοφικίτης

«Το foodtruck βρίσκεται εδώ στο πλαίσιο του προγράμματος της Ύπατης Αρμοστείας ‘Cooking with refuges’. Μέσα σε αυτό το κόνσεπτ παντρεύονται ποντιακές και ελληνικές συνταγές και γίνονται πεντανόστιμα φαγητά. Αυτό είναι ένα από τα 13 ‘εστιατόρια’ που συμμετέχουν στη δράση η οποία δραστηριοποιείται τα τελευταία τρία χρόνια. Φέτος, foodtrucks θα βρεθούν στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Λέσβο και τα Ιωάννινα όπου πρόσφυγες σεφ θα ενώνουν τις δυνάμεις τους με Έλληνες φτιάχνοντας υπέροχα φαγητά».

© Κωνσταντίνος Σοφικίτης

Ο τρόπος που μου περιγράφει τα φαγητά είναι λαχταριστός. Τόσο που με έκανε να θέλω να παραγγείλω τώρα αυτήν την τορτίγια που μου έχει σπάσει τη μύτη. «Με αυτόν τον τρόπο οι πρόσφυγες βρίσκουν ένα άνοιγμα στην αγορά εργασίας», μου εξήγησε και κάπου εκεί έκανα την πιο επικίνδυνη ερώτηση στην ιστορία των ερωτήσεων: «Δηλαδή πληρώνονται;» «Πληρώνονται κανονικά», μου απάντησε. Και φυσικά πληρώνονται απάντησα και εγώ στον εαυτό μου.

© Κωνσταντίνος Σοφικίτης

Για ποιο λόγο να μην πληρώνονται. Δουλεύουν, άρα πληρώνονται. Και όχι αυτή η τελευταία πρόταση δεν πατάει και δεν θα έπρεπε να πατάει στη σφαίρα της φιλοσοφικής τοποθέτησης κανενός επίδοξου Νίκου Καζαντζάκη.

© Κωνσταντίνος Σοφικίτης

Ο Σιαμάντ Σουφιζάντε με περίμενε στην άλλη άκρη της στοάς μαζί με την ασπρόμαυρη μπαντάνα του. Είχε το σουλούπι μουσικού της δεκαετίας του ‘80 και έμοιαζε να έχει δραπετεύσει από κάποιο Φεστιβάλ χίπηδων στα Μάταλα. Δυστυχώς, δεν είχε δραπετεύσει από εκεί. Είχε εκδιωχθεί από αλλού. «Κανείς δεν φεύγει από το σπίτι του αν δεν υπάρχει μεγάλη ανάγκη, πρέπει να το καταλάβουμε αυτό», μου είπε με ένα μεγάλο χαμόγελο. «Είμαι από το Κουρδιστάν αλλά μέναμε στο Ιράν οπότε είναι λίγο αστείο που αυτά τα δύο διαχωρίζονται. Τέλος πάντων.

© Κωνσταντίνος Σοφικίτης

Είμαι χαρούμενος που βρίσκομαι στην Ελλάδα και θέλω να ευχαριστήσω για τη βοήθεια της την PRAKSIS που μας στηρίζει. Και τον κόσμο που είναι δίπλα μας. Είναι πολύ καλοί μαζί μας». Ο Σιαμάντ λίγη ώρα αργότερα θα έπαιρνε την κιθάρα του και θα έπαιζε μουσική στη γιορτή. Θα τη γραντζουνούσε χαρούμενα και με την ίδια χαρά που μου μίλησε θα κοιτούσε το ευχαριστημένο κοινό του.   

© Κωνσταντίνος Σοφικίτης

Το χορευτικό κομμάτι της βραδιάς, ήταν μία ευγενική «ευθύνη» του Φόρουμ Μεταναστών. Ομάδες μεταναστών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα χόρεψαν την παράδοσή τους στην «υγεία» των προσφύγων.

© Κωνσταντίνος Σοφικίτης

Καθώς περπατούσα στην στοά με τις -επιτέλους- ανέμελες φάτσες, συνάντησα τον Αλί, τον Μαχντί και το δάσκαλο φωτογραφίας τους στο ΚΥΝ (το Κέντρο Υποστήριξης Νέων της Οργάνωσης ΑΡΣΙΣ). Ο Αλί είναι 12 ετών, είναι αρκετά ντροπαλός και είναι ο μικρότερος φωτογράφος της παρέας. Ο αδερφός του, ο Μαχντί, είναι 18 και έχει τόσο καθαρά μάτια που σχεδόν ντρέπεσαι να τον κοιτάξεις κατάματα. Τα ελληνικά του είναι πολύ καλά για τα μόλις δύο χρόνια που βρίσκονται στην Ελλάδα. Τα προηγούμενα βρίσκονταν στο Ιράν. Εκεί που πια, δεν μπορούν να επιστρέψουν.

© Μαχντί

«Μας αρέσει πολύ η φωτογραφία. Θέλω να ευχαριστήσω τη δασκάλα μου, τη κυρία Χριστίνα γιατί με έχει βοηθήσει πολύ με τη γλώσσα και με όλα», λέει ο Μαχντί και επαναλαμβάνει το «ευχαριστώ» με τέτοια ειλικρίνεια που σχεδόν σε αφοπλίζει.

© Άλι

Τον ρώτησα πόσοι είναι στην τάξη του στα μαθήματα φωτογραφίας. «Στην αρχή ήμασταν 6. Μετά άρχισαν να φεύγουν για άλλες χώρες, τη Γαλλία, τη Γερμανία» μου εξήγησε. Στον Αλί αρέσει το ασπρόμαυρο. Στο Μαχντί αρέσει το street photography. Αυτά είναι τα σκονάκια που πήρα από το δάσκαλό τους ο οποίος μου εξήγησε ότι όλο αυτό «Ξεκίνησε από την αγάπη όλων μας για τη φωτογραφία. Έχουμε παιδιά από 12 χρονών μέχρι 18».

Ο Μαχντί

Ο Μαχντί θέλησε να μου δείξει τις φωτογραφίες που έχει τραβήξει στο κινητό του.

Ο Άλι

Ο Άλι άρχισε να ψάχνει και αυτός κρατώντας πάντα το κεφάλι του σκυμμένο προς το έδαφος. Μένουν στο Μεταξουργείο και «μας αρέσει γιατί έχουν πολλά πράγματα να φωτογραφίσουμε» όπως μου εξήγησαν.

© Κωνσταντίνος Σοφικίτης

Η γιορτή ήταν προγραμματισμένη να τελειώσει στις 23.00. Κράτησε όμως τον κόσμο της μέχρι το τέλος.

© Κωνσταντίνος Σοφικίτης

Και τώρα, μία ιστορία.

Ένας κύριος γύρω στα 70 με πλησίασε. «Ξέρεις ποιος τα πληρώνει αυτά;» με ρώτησε με το νευριασμένο ύφος του Γκρινιάρη από τους 7 Νάνους. Προφανώς και δεν περίμενε απάντηση. Ήθελε να μιλήσει. Ήθελε να φωνάξει. Ήθελε να γκρινιάξει. Ήθελε να «τα χώσει». «Και εμείς δεν είχαμε σπίτι, δεν μας έκαναν γιορτές». Ήταν μία από τις πολλές ατάκες που είπε. «Άσε που πρόσφυγες, είναι μόνο τα γυναικόπαιδα». Ήταν μία ακόμα. 

© Κωνσταντίνος Σοφικίτης

Έπειτα, μπήκαμε στη ζώνη του λυκόφωτος και στο «αυτά τα φώτα που βλέπεις εκεί, εγώ τα έχω πληρώσει. Εσύ και εγώ. Την Ευρώπη εγώ την πληρώνω». Και ύστερα, ήρθαν οι μέλισσες της ψήφου και μας μοίρασαν απλόχερα το κεντρί τους. «Εσείς την καταστρέψατε τη χώρα, με αυτά τα μυαλά». Η περίπτωση να μας την παρέδωσαν κατεστραμμένη δεν του πέρασε από το μυαλό. Γιατί ξέρει. Γιατί ανήκει στην κατηγορία του «ξέρω» που λέγαμε παραπάνω. Του ξέρω ποιος είναι ο εχθρός. Ξέρω ποιος θέλει να μας βλάψει. Ξέρω ποιος πληρώνει. Ξέρω τι σημαίνει είσαι πρόσφυγας. Ξέρω τι σημαίνει είσαι ομοφυλόφιλος. Ξέρω τι σημαίνει είσαι ΑΜΕΑ. Ξέρω τι σημαίνει βία. Ξέρω τι σημαίνει σεβασμός. Ξέρω. Ξέρω. Ξέρω.

© Κωνσταντίνος Σοφικίτης

Να με συγχωρείτε αλλά ξεράδια ξέρουμε όλοι. Αν δεν τα βιώσουμε δεν τα ξέρουμε αλλά ακόμα και αν τα βιώσουμε όπως ο κύριος παραπάνω, όχι απλώς δεν τα ξέρουμε, όχι απλώς θέλουμε να τα ξεχάσουμε αλλά θέλουμε με μία βαθιά μύχια επιθυμία ο άλλος που τώρα τα βιώνει να περάσει πολύ χειρότερα, πολύ πιο δύσκολα ή λιγότερο εύκολα και ευτυχισμένα (αναλόγως την περίσταση) από ό,τι ζήσαμε εμείς. Και ναι, σε αυτό το σημείο θα χρησιμοποιήσω ένα δικό μου «ξέρω». Ξέρω ότι έτσι, δεν πάμε πουθενά.