Ελλαδα

Γιατί τηρούν τα έθιμα του Πάσχα ακόμα κι όσοι δεν πιστεύουν;

Τι μας συνδέει με τη μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας;

Φιλίππα Δημητριάδη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι λόγοι που τηρούν τα έθιμα του Πάσχα ακόμα και όσοι δεν πιστεύουν

Πριν από περίπου μία πενταετία, μία καλή μου παρέα με μύησε σε μία ιδιαίτερη παράδοση τη Μεγάλη Παρασκευή, την οποία τηρώ κάθε χρόνο. Δίνουμε ραντεβού στου Μακρυγιάννη για να ακολουθήσουμε έναν από τους πιο μυσταγωγικούς επιταφίους της πόλης, αυτούς της Πλάκας. Τη μία χρονιά θα είναι της Αγίας Σοφίας, την άλλη της Αγίας Αικατερίνης, την επόμενη του Λουμπαρδιάρη. Αφού περπατήσουμε αρκετά την περιφορά, ξεμακραίνουμε από το πλήθος και κατευθυνόμαστε στο αγαπημένο μας ταβερνάκι στο Κουκάκι για να φάμε ψαράκι και θαλασσινά.

Τη Μεγάλη Εβδομάδα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου βάφω αυγά με τη μητέρα μου και συμμετέχω στην παρασκευή πασχαλινών κουλουριών και τσουρεκιών. Ως παιδί και περισσότερο όσο ζούσαν οι γονείς της, με πήγαιναν στην εκκλησία να κοινωνήσω τη Μεγάλη Πέμπτη και να προσκυνήσω τον επιτάφιο τη Μεγάλη Παρασκευή. Μεγαλώνοντας αποκήρυξα συνειδητά την ορθόδοξη χριστιανική πίστη και την πίστη σε οποιοδήποτε θρησκευτικό δόγμα. Παρόλα αυτά εξακολουθώ να βάφω αυγά και να πλάθω πασχαλινά κουλουράκια, να συνοδεύω τη μητέρα μου που θέλει να προσκυνήσει τον επιτάφιο στην εκκλησία. Σέβομαι την ανάγκη της μητέρας μου και παρατηρώ από μία άκρη της αίθουσας την κατανυκτική ατμόσφαιρα, τους πιστούς, τον περίτεχνο στολισμό του επιταφίου και το πώς τιμάται ο θάνατος και αφήνομαι στις μυρωδιές των λουλουδιών και των μύρων.

Όλα τα παραπάνω με κάνουν να σκέφτομαι ότι ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων που δεν πιστεύουν, ακριβώς όπως κι εγώ, τηρούν πολλά από τα έθιμα του Πάσχα. Πρόκειται για μία γιορτή που κρατά τον έντονο εθιμοτυπικό χαρακτήρα της, ο οποίος τηρείται ακόμα και από τις νεότερες γενιές που ενδεχομένως στην πλειονότητά τους να μην πιστεύουν. Ακόμη και οι πιστοί, πλειοψηφικά, προσέρχονται πολύ περισσότερο στην εκκλησία το Πάσχα, απ’ ό,τι σε άλλες αντίστοιχα μεγάλες χριστιανικές γιορτές. Τι μας συνδέει τόσο με το Πάσχα; Είναι η συναισθηματική κλιμάκωση, από το βαρύ και πένθιμο κλίμα της Μεγάλης Εβδομάδας στο λυτρωτικό της Ανάστασης; Το γεγονός ότι είναι συνυφασμένο με το φαγητό;

Ο Στέλιος (28) είναι από την Κέρκυρα, έναν τόπο άρρηκτα συνδεμένο με γνωστά πασχαλινά έθιμα, όπως το σπάσιμο των μπότιδων (στάμνες με νερό), αλλά και ένα σορό ακόμη που ξεκινούν από το Σάββατο του Λαζάρου. «Καθότι Κερκυραίος, αλλά άθεος ταυτόχρονα, τη Μεγάλη Παρασκευή πηγαίνω στην ακολουθία των επιταφίων η όποια περιλαμβάνει φιλαρμονικές, χορωδίες, σχολεία κ.λπ., όποτε είναι ένα μουσικό δρώμενο κυρίως για μένα και όχι τόσο θρησκευτικού χαρακτήρα» αναφέρει, ενώ ρόλο για τον ίδιο παίζει η διάρκεια της ημέρας και ο καιρός που ευνοούν την ενασχόληση με θρησκευτικές πρακτικές, πόσο μάλλον όταν είναι υπαίθριες, το γεγονός ότι το Πάσχα έχει πληθώρα εθίμων που ποικίλλουν ανά γεωγραφική περιοχή και φυσικά το φαγητό. Για τον Στέλιο το Πάσχα είναι μία αφορμή για να συγκεντρωθούν οι άνθρωποι, πιο πολύ με αυτό έχει να κάνει και όχι με το τι πρεσβεύει στ’ αλήθεια στη θρησκευτική του διάσταση.

Τη σύνδεση της γιορτής του Πάσχα με το φαγητό και τη συνεύρεση των ανθρώπων γύρω από το τραπέζι επιβεβαιώνει ο αναπληρωτής καθηγητής της Ψυχολογίας της Θρησκείας του ΕΚΠΑ, Σπύρος Τσιτσίγκος. «Το φαγητό πάντα ήταν συνδεδεμένο με τη θρησκεία, από τον πρωτάνθρωπο ακόμη, γιατί το συντρώγειν δημιουργεί στενούς δεσμούς, πολύ έντονους, είτε με συγγενείς, είτε με φίλους, λέμε άλλωστε τη γνωστή πράξη “φάγαμε μαζί ψωμί κι αλάτι”».

«Μεγάλη Παρασκευή ψέλνω σ’ ένα μοναστήρι χρόνια. Δεν μου το ’χες ε;» λέει η Ηρώ (27) από την Πάτρα, που από την ηλικία των 6-7 ετών επισκέπτεται το Πάσχα ένα μοναστήρι στο οποίο μπήκε καλόγρια μία φίλη της μητέρας της. Στόλιζε τον επιτάφιο από το πρωί, έπλεκε τις γιρλάντες με τα λουλούδια, το απόγευμα πήγαινε παρέα με τις καλόγριες στα ζώα που έχει το μοναστήρι να τα ταΐσουν, συνήθειες που ως παιδί την έκαναν χαρούμενη. «Στον επιτάφιο ειδικά είναι πολύ μυσταγωγικά. Είναι μες στη φύση το μοναστήρι. Βγαίνουμε πομπή με τις καλόγριες να πάμε σ’ ένα άλλο εκκλησάκι μες στο βουνό ψηλά και στην περιφορά εγώ με τη μαμά και κάποιες άλλες ψέλνουμε τις τρεις στάσεις των εγκωμίων ενώ ανεβαίνουμε το λόφο». Παραδέχεται πως δεν πιστεύει σε «εκκλησίες, ανάσταση νεκρών και τέτοια πράγματα», αλλά θεωρεί τον εαυτό της Χριστιανή με μία φιλοσοφική έννοια του χριστιανισμού. «Από τη στιγμή που κάποτε ένας τύπος είπε να συγχωρείς, να αγαπάς και να μην κανείς αυτό που δε θες να σου κάνουν κι εγώ μοιράζομαι αυτή την άποψη, μπορείς να πεις πως είμαι χριστιανή», ωστόσο τη συμμετοχή της στην παραπάνω τελετουργία δεν τη βλέπει ως εξάσκηση χριστιανικών καθηκόντων. «Όταν ήμουν μικρή το έβλεπα ως ότι “τραγουδάω”, τώρα πια εξακολουθώ να το κάνω γιατί με ηρεμεί», αναφέρει. «Παρόλο που κάθε χρόνο πλέον το βαριέμαι, τελικά πάω και περνάω ωραία, με συγκινεί η διαδικασία. Όσο μεγαλώνω κάθε Πάσχα που είμαστε με τη μαμά, τη νονά, τη γιαγιά και τον παππού συγκινούμαι άπειρα στην εκκλησία, όταν πέφτει το Χριστός Ανέστη, γιατί μετράω ένα Πάσχα ακόμα με τους παππούδες. Ο παππούς μου, που πέθανε πρόσφατα, ήταν τρομερά θρήσκος και είμαι της άποψης ότι δεν πειράζει να συμμετέχω σε κάτι που κάνει χαρούμενους δυο ανθρώπους 95 χρόνων, κι ας το βαριέμαι».

Η Λαμπρινή (30) επίσης εντοπίζει τη σύνδεση με την οικογένεια μέσα στα έθιμα του Πάσχα. «Πέρυσι, τη μέρα του επιταφίου είπα στον πατέρα μου ότι δεν θα πάω μαζί του. Μετά μ’ έπιασαν ενοχές. Ένιωσα ότι τον άφησα μόνο του σ’ αυτό το πένθος. Κι εκεί κατάλαβα ότι όλη αυτή η τελετουργία μας συνδέει όλους θέλοντας και μη, γιατί μας θυμίζει το τέλος, το τίποτα, κι αυτό είναι βαθιά αισιόδοξο».

Σύμφωνα με τον κ. Τσιτσίγκο, το Πάσχα ο κάθε πιστός ταυτίζεται με τον σταυρό του, που στη χριστιανική θρησκεία ερμηνεύεται ως ο πάσης φύσεως πόνος. Περνώντας από αυτό τον σταυρό, καθώς Πάσχα σημαίνει πέρασμα, μεταβαίνει σε μία κατάσταση μακαριότητας, ευδαιμονίας. Αυτή είναι η εσωτερική διαδικασία που βιώνει ασυνείδητα ακόμη και κάποιος που δεν πιστεύει, αναφέρει ο καθηγητής: «Η πρώτη αναγωγή άλλωστε κατά τον Φρόιντ είναι η έλλειψη ή ο θάνατος του πατέρα και η επανεύρεση του πατέρα μαζί με τον οποίο βρίσκεις ξανά την προστασία, τη λύτρωση». Σημειώνει επίσης πως οι περισσότεροι συμμετέχουν στα έθιμα του Πάσχα φολκλορικά, ακολουθώντας το πολιτιστικό πνεύμα, χωρίς να γνωρίζουν σημασία συμβόλων και τελούμενων. «Οι άθεοι ίσως το ερμηνεύουν όπως στην αρχαία Ελλάδα, ως μία αναγέννηση της ανοίξεως κάθε φορά που ο κύκλος της φύσεως θνήσκει και ανίσταται», καταλήγει.

Ο κ. Σπύρος Τσιτσίγκος, αναπληρωτής καθηγητής της Ψυχολογίας της Θρησκείας του ΕΚΠΑ

Η Λαμπρινή που, όπως λέει, συνδέεται με το Πάσχα λόγω του ονόματός της, θεωρεί ότι οι περισσότεροι βιώνουμε την περίοδο της Μεγάλης Εβδομάδας ως συλλογικό πένθος γιατί ταυτιζόμαστε συνειδητά ή ασυνείδητα με τον θάνατο, με την ίδια μας την ύπαρξη. «Ο άλλος λόγος είναι η έννοια της αμαρτίας και της συγχώρεσης που διαπνέουν ολόκληρη τη χριστιανική πίστη. Η αμαρτία όχι με τη χριστιανική της έννοια, που σε παραπέμπει σε εξομολογήσεις στον παπά της ενορίας, αλλά ως έννοια φιλοσοφική που σε συνδέει με τον χαμό της παιδικής ηλικίας, καθώς όσο μεγαλώνεις γεμίζεις γνώση και εμπειρία, και χάνεις την αθωότητα. Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη αμαρτία μας, όπως λέει κι ο Κίρκεγκωρ», συμπληρώνει επιβεβαιώνοντας όσα λέει ο καθηγητής αναφορικά με το πώς βιώνει ένας άθεος την κλιμάκωση της γιορτής.

Συνεπώς, εφόσον οι νεότερες γενιές δεν φαίνεται να αντιστέκονται στα χριστιανικά έθιμα, αντίθετα τα οικειοποιούνται και τους δίνουν δικούς τους συμβολισμούς, συμβάλλουν ενδεχομένως στη διαιώνισή τους; Ο κ. Τσιτσίγκος εξηγεί: «Τα έθιμα αλλάζουν, όμως η διαδικασία αυτή του ψυχοπενυματικού περάσματος δεν θα αλλάξει. Μπορεί να αντικατασταθούν τα σύμβολα, να παραμείνουν, αλλά με άλλη μορφή. Όπως λέει και ο Γιούνγκ “μπορεί να εξοβελίζουμε τα σύμβολα από την κύρια είσοδο, αλλά αυτά θα μπουν από το παράθυρο”».