Ελλαδα

Συνεχίζεται το «σίριαλ» με την αντικαρκινική θεραπεία του CERN: Δεν συμφέρει, λέει ο Κώστας Φούντας

Οι δηλώσεις του ερευνητικού εκπρόσωπου της Ελλάδας στο CERN

Newsroom
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Θέμα οικονομικής βιωσιμότητάς του τίθεται, σε περίπτωση που δημιουργηθεί κέντρο πρωτονικής αντικαρκινικής θεραπείας στην Ελλάδα, με τεχνογνωσία του CERN, ανaφέρει ο καθηγητής Φυσικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και ερευνητικός εκπρόσωπος της Ελλάδας στο CERN Κώστας Φουντάς σε γραπτές δηλώσεις του.

Απαντώντας στα δημοσιεύματα που βασίσθηκαν σε δηλώσεις του καθηγητή Σωματιδιακής Φυσικής του ΕΜΠ Ευάγγελου Γαζή, ο κ. Φουντάς σημειώνει: «είναι αφάνταστα καταστρεπτικό για την Ελλάδα, όταν η ερευνητική πολιτική της χώρας αποφασίζεται στα κανάλια και γίνεται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης, όπως φαίνεται να επιχειρείται στην συγκεκριμένη περίπτωση».

Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι «τα λεγόμενα του καθηγητή Ε. Γαζή σε πολλά σημεία δεν συνάδουν με την πραγματικότητα».

Αναφερόμενος στην πρόταση για την ίδρυση κέντρου θεραπείας καρκίνου με δέσμες σωματιδίων, επισημαίνει ότι «ερευνήθηκε η βιωσιμότητα των υπαρχόντων κέντρων στην Ευρώπη και διαπιστώσαμε ότι κανένα από αυτά τα κέντρα δεν κατάφερε να επιβιώσει αυτόνομα, μετά την αρχική επένδυση, η οποία δεν ήταν 100 εκατομμύρια ευρώ όπως αναφέρει ο Καθ. Ε. Γαζής αλλά ήταν στην περιοχή των 140-170 εκατομμυρίων ευρώ. Με λίγα λόγια, τα έσοδα από τους ασθενείς όχι μόνον δεν ήταν αρκετά για να αποσβέσουν την αρχική επένδυση, όπως ισχυρίζεται ο Καθ. Ε. Γαζής, αλλά οι κυβερνήσεις των χωρών τους χρειάζεται συνεχώς να τα ενισχύουν με χρηματικά ποσά για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Αυτό το αναγνωρίζουν τώρα οι περισσότερες χώρες, οι οποίες με αρκετό αρχικό ενθουσιασμό έλαβαν αποφάσεις για την κατασκευή τέτοιων κέντρων».

Ακόμη αναφέρει ότι «η τεχνολογία στην οποία αναφέρεται ο Καθ. Ε. Γαζής, είναι τεχνολογία ευρέως διαδεδομένη (όπως παραδέχεται και ο ίδιος όταν αναφέρει το μεγάλο αριθμό χωρών οι οποίες έχουν κατασκευάσει τέτοιου είδους κέντρα), συνεπώς η Ελλάδα δεν αποκτά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων χωρών. Αντιθέτως, αν αυτό γινόταν δεκτό, θα κάναμε μία αφάνταστα ακριβή επένδυση σε ένα τομέα όπου υπάρχει ήδη ισχυρός ανταγωνισμός από μεγάλο αριθμό χωρών, χωρίς καμία ελπίδα απόσβεσης της αρχικής επένδυσης. Επί πλέον, να τέτοιο κέντρο θα αιμορραγούσε οικονομικά συνεχώς μετά την αρχική επένδυση».

Προσθέτει ότι «η Ελλάδα θα πρέπει να επενδύει σε ερευνητικούς τομείς, στους οποίους είμαστε ανταγωνιστικοί διεθνώς. Η ελληνική κοινότητα Υψηλών Ενεργειών στα Ελληνικά παν/μια και ερευνητικά κέντρα, έχει αποδείξει πολλές φορές όχι μόνο ότι είναι απλά ανταγωνιστική αλλά έχει και ομάδες, οι οποίες διαπρέπουν με την αριστεία της έρευνας τους στα πειράματα του CERN. Δεν μπορούμε όμως να πούμε το ίδιο για τον τομέα φυσικής επιταχυντών, ο οποίος ούτε κρίσιμη μάζα έχει ούτε έχει να επιδείξει για την ώρα την αριστεία των πειραματικών ομάδων του CERN».

Τέλος, αναφέρει ότι «πέρα όμως από το καθαρά οικονομικό θέμα βιωσιμότητας υπάρχει και το καθαρά ακαδημαϊκό. Ο Καθ. Ε. Γαζής θα έπρεπε να γνωρίζει καλά ότι θέματα ερευνητικής πολιτικής και επενδύσεων θα πρέπει να εξετάζονται ψύχραιμα και με καθαρά επιστημονικά κριτήρια από επιτροπές ειδικών, αφού ο ενδιαφερόμενος υποβάλει την σχετική έκθεση στην Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ). Η ΓΓΕΤ έχει αξιολογήσει μεγάλο αριθμό προγραμμάτων τα τελευταία χρόνια βασισμένη σε επιτροπές ειδικών, οι οποίοι αξιολογούν τις προτάσεις με κριτήρια την αριστεία της επιστημονικής ομάδας καθώς και το ανταγωνιστικό όφελος για την Ελλάδα. Αν όντως ο καθ. Ε. Γαζής πιστεύει ειλικρινά ότι η Ελλάδα θα ωφεληθεί από το συγκεκριμένο πρόγραμμα/κέντρο, θα μπορούσε κάλλιστα να υποβάλει ερευνητική πρόταση, συμπεριλαμβανομένης και μελέτης οικονομικής βιωσιμότητας στην Επιτροπή CERN της ΓΓΕΤ για να λάβει το θέμα την σωστή πορεία όπως και όλες οι άλλες προτάσεις. Τέτοια πρόταση όμως ποτέ δεν υποβλήθηκε από τον καθ. Ε. Γαζή μέχρι σήμερα».