Ελλαδα

Η θηλυκότητα που τρομάζει

Επανεξετάζοντας τη βία κατά των γυναικών

A.V. Guest
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η θηλυκότητα που τρομάζει

Σε μια μυθική εποχή, ονειρευτήκαμε ότι είχαμε μια Μητέρα-Θεά που θα μας προστάτευε, θα μας αγαπούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, άνευ όρων. Και ήρθε μια στιγμή, όχι μυθική αυτή τη φορά, αληθινή, επώδυνη, που νιώσαμε ότι είχε κι άλλα πράγματα στο μυαλό της, που έμοιαζαν να της δίνουν μεγαλύτερη ικανοποίηση: έναν άνδρα; Την αδερφή ή τον αδερφό μας; Ήταν αυτή η πρώτη μεγάλη θεμελιώδης απογοήτευση της ύπαρξής μας. Η προδοσία. Μήπως για να πάρει ο άνθρωπος εκδίκηση γι’ αυτή την πρωταρχική προδοσία, σε κάθε γυναίκα αξίζει μια τιμωρία; Κάτι που συνεχίζεται στους αιώνες των αιώνων: οι γυναίκες υποτιμούνται, ταπεινώνονται, καταδικάζονται σε ψυχικό θάνατο.

Όμως, επίσης στους αιώνες των αιώνων, η γυναίκα πρωτοστατεί στις μεταμορφώσεις: Μάγισσα, Πυθία, Μαμή, Μυθικό τέρας ή νέα κοπέλα-παρθένα δαιμονισμένη. Στοίχειωνε και στοιχειώνει πάντα τη φαντασία μας με τη σκιά της δαιμονικής δύναμης που της αποδίδεται. Η απειλή που αφήνει να πλανιέται γύρω της, πραγματική ή φανταστική, ήταν και είναι για την ανθρώπινη κοινότητα μια περιοχή εμμονής.

Milt Kobayashi

Η γυναίκα που θυσιάζεται

Τη γυναίκα που θυσιάζεται, δεν την συναντάμε μόνο στους μύθους, ή ως χαρακτήρα /πρόσωπο που διαρκώς επανέρχεται στους ερωτικούς θρύλους, στα θρησκευτικά κείμενα, στα θεμελιώδη κείμενα του πολιτισμού μας. Είναι και η γυναίκα της διπλανής πόρτας, αυτή που συναντάμε κάθε μέρα, της απευθύνουμε τον λόγο, την προσπερνάμε, την υποτιμάμε. Κατοικεί στα θεμέλια πολλών οικογενειακών ιστοριών, άλλοτε τυλιγμένη από μυστικά και άλλοτε από ντροπή, άλλοτε από σιωπηλό κουράγιο και άλλοτε από όλες τις μορφές άρνησης.

Η γυναίκα που θυσιάζεται, είναι μια γυναίκα που αντικαθιστά μια πράξη, ένα γεγονός, που οργανώνεται γύρω από ένα τραύμα που υπέστη και απώθησε, ξέχασε. Η θηλυκότητά της συμπίπτει με την πράξη του «θυσιάζω». Αλλά τι θυσιάζει και σε ποιον; Μια γυναίκα που θυσιάζει τη ζωή της, χρησιμοποιώντας όλους τους τρόπους με τους οποίους κάποιος μπορεί να τελειώσει με τη ζωή του, παραμένοντας μέσα σ’ αυτήν, παραμένοντας ζωντανή νεκρή (αυτό που στις μέρες μας αποκαλούμε «κατάθλιψη») είναι μια γυναίκα την οποία πιθανότατα θυσίασαν στην παιδική της ηλικία.

Η θηλυκότητα φέρει εν δυνάμει τη μητρότητα. Αυτό της δίνει ένα τεράστιο βάρος, σχεδόν θεϊκό. Μέσα στη μητρότητα υπάρχει μια δύναμη πολύ τρομακτική. Μια δύναμη που οι άνδρες έχουν προσπαθήσει και προσπαθούν με κάθε μέσον, να ελέγξουν, να κατακτήσουν, να κατέχουν: μέσω της αγάπης, της επιστήμης, της άγνοιας ή της βίας! Γι’ αυτό σχεδόν πάντα η θυσία στη γυναίκα σχετίζεται με τη μητρική διάσταση. Αυτό που της ζητείται να βάλει σε υποθήκη, είναι αυτή τη δυνατότητα: της μητρότητας. Η νέα γυναίκα που θυσιάζεται, θυσιάζει εντός της τη μέλλουσα μητέρα. Θα ήθελε να είναι μια ηρωίδα, ένα σώμα χωρίς μήτρα που θα περιέξει κάποτε μια ζωή, ένα σώμα που δεν θα μολυνθεί από τη μητρότητα. Θα παραμείνει πιστή και αφοσιωμένη στην πράξη της, στην πίστη της, διαπράττοντας με τη θυσία της κάτι θεμελιώδες και ταυτοχρόνως τρομακτικό. Εδώ αναφέρομαι σε όλες αυτές τις υπογόνιμες γυναίκες που βλέπω στην κλινική μου πρακτική, που ζουν στη σκιά της μελαγχολικής μητέρας τους, και έχουν διανύσει όλη τους την παιδική και εφηβική ηλικία, ακούγοντας από αυτήν αδιαλείπτως τη φράση «Θυσίασα τα πάντα για εσάς». Αυτές οι γυναίκες δίνουν μια μάχη χαμένη εξ αρχής (εκτός κι αν επιχειρήσουν το διάβημα μιας Αναλυτικής εργασίας), διότι δεν τις διαπερνά ποτέ μια πραγματική επιθυμία αγάπης: μόλις τη νιώσουν, ευθύς αμέσως την καταστρέφουν. Και αυτές που θυσιάζονται σε μια περιοχή ηδονής; Τότε η διαστροφή τους συνίσταται στο ότι θυσιάζονται για να συλλάβουν τον άλλον στα γρανάζια της επιθυμίας τους και να τον υποτάξουν ολοκληρωτικά.

Αντιγόνη, Ιφιγένεια, Ελένη, Μήδεια, Μαρία, Μαρία Μαγδαληνή, Ιωάννα της Λορένης, Άννα Καρένινα. Αγία ή πόρνη, μητροκτόνος ή μάρτυρας, εξόριστη, παθιασμένα ερωτευμένη, η γυναίκα που θυσιάζεται βρίσκεται στο όριο. Απέναντι στα γεγονότα που διατρέχουν την ζωή της, είναι το θύμα ή αυτή που σιωπηλά, μυστικά, ενορχηστρώνει το έγκλημα;

František Kupka, Gallien's Girl, 1909–10, oil on canvas

Θυσιάζεται ή θυσιάζει;

Η θυσιαστική γυναίκα έχει αναπόδραστα κάτι διπλό: θυσιάζει και θυσιάζεται, κατά περίσταση. Υποτάσσεται αυτή και υποτάσσει το σώμα της σε μία πράξη, η οποία την καταργεί, την ακρωτηριάζει, αλλά της χαρίζει μια άλλη θέση, μια δόξα.

Εκτός από τις ηρωίδες που αναφέρθηκαν, είναι και η γυναίκα της διπλανής πόρτας, η γειτόνισσα μας, αλλά και η καμικάζι σε αποστολή – σφαγή αυτοκτονίας, που οι γείτονές της αγνοούσαν και δεν φανταζόντουσαν ικανή να διαπράξει ένα τέτοιο αποτρόπαιο έγκλημα. Ποια είναι η κοινή στόφα όλων αυτών των γυναικών; Επώνυμων, ηρωίδων ή εντελώς ανώνυμων; Σε ποιον απευθύνει η γυναίκα τη θυσία της; Η θυσιαζόμενη γυναίκα σκηνοθετεί τη θυσία της. Συντελείται η πράξη της προκειμένου να υπάρξει στα μάτια κάποιου, για να συμβεί κάτι, ένα άνοιγμα στη ζωή, έστω κι αν γίνεται με κίνδυνο το θάνατό της. Προκειμένου να ακουστεί επιτέλους η φωνή της, για να βάλει ένα τέλος σε αιώνες σιωπής και σε όλα τα χτυπήματα που έχει δεχθεί χωρίς να πει λέξη, ελπίζει σε μια απάντηση, στην τελευταία της έκκληση. Είτε πραγματοποιείται για λόγους τιμής, από εκδίκηση, από οίκτο, από παθιασμένο έρωτα, η θυσία απομονώνει το άτομο σε μία απέλπιδα παράκληση προς κάποιον Άλλον, που δεν απάντησε μέχρι τότε στην παράκληση του.

Η θυσία όμως δεν έχει πάντα κάτι το θεαματικό, το τραγικό, το ηρωικό. Είναι οι Θυσίες χωρίς ηχώ. Θυσίες που γίνονται σε ζωές που έχουν σβήσει, είναι άσπρες. Τι είναι μια άσπρη ζωή; Ποιος δεν έχει διασταυρωθεί στο δρόμο, στο λεωφορείο, στο μετρό, με αυτές τις γυναίκες με το άδειο βλέμμα; Περπατούν σαν φαντάσματα, η περπατησιά τους δεν έχει πυκνότητα. Αν τις προσέξουμε, νιώθουμε να μας διαπερνά η ευθραυστότητά τους, θέλουμε να τις πλησιάσουμε και να τις παρηγορήσουμε. Αλλά κάτι στη θωριά τους μας κάνει να νιώθουμε ανήμποροι να τις παρηγορήσουμε. Σαν να μας ζητούν να τις εκπροσωπήσουμε στα πάντα, να μιλήσουμε εμείς στη θέση τους… Τι τις εμποδίζει/εμπόδισε να κατοικήσουν τη ζωή τους; Σαν μια κατάρα που έρχεται από όλη την οικογενειακή τους γραμμή. Πένθη απαρηγόρητα, για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, έναν άνδρα που τις πρόδωσε, ένα παιδί που δεν γεννήθηκε από έναν ένοχο έρωτα, μια συνάντηση που δεν έγινε, ένα όνειρο που δεν αρθρώθηκε με λόγια, μια ντροπή για έναν πατέρα. Αλλά στη βάση, στην αρχή, υπάρχει συνήθως μια μητέρα φυσικά παρούσα αλλά ψυχικά απούσα, μια πρώιμα εγκατεστημένη απογοήτευση που κατέλαβε όλο το κάδρο και δεν άφησε χώρο για άλλες πινελιές από χρώμα.

Δεν υπάρχουν για τον εαυτό τους, δεν ζητάνε τίποτε, κυρίως δεν περιμένουν τίποτε, διατηρούν μια θέση ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και αυτόν των νεκρών, εξασφαλίζοντας έτσι το πέρασμα από τον ένα κόσμο στον άλλο. Κι όμως επιβιώνουν. Με οδύνη, αλλά επιβιώνουν.

Αυτές οι γυναίκες υπάρχουν παντού, στις οικογένειες μας, αλλά ντρεπόμαστε γι’ αυτές. Θέλουμε να τις σβήσουμε κι εμείς από τη μνήμη μας, όπως έσβησαν αυτές την ύπαρξή τους. Αν τις γνωρίσουμε καλύτερα, φοβόμαστε ότι θα μολυνθούμε κι εμείς από αυτή την αγιάτρευτη αρρώστια τους: τη λευκή μελαγχολία τους. Το «θυσίασα τα πάντα για σένα», έδιωξε τα παιδιά τους μακριά τους, έχοντάς τα πριν κλειδαμπαρώσει σε μια ατέρμονη ενοχή ότι δεν κατάφεραν να γιατρέψουν τη μάνα τους. Η «θυσία» κληρονομείται, πάει από γενιά σε γενιά. Ακούμε τον ανεπαίσθητο ψίθυρό της, σε ζωές που είναι ποτισμένες σαν από δηλητήριο. Πίσω από τη γεύση δηλητήριου που αναδίδουν οι ζωές ασθενών μας σε ανάλυση, κυρίως γυναικών, ακούγεται ο ανεπαίσθητος ήχος, σαν να έρχεται μέσα από σπηλιά, της μητέρας, της γιαγιάς, που θυσιάστηκαν. Πώς να απαλλαγείς όμως από τη μη-ζωή, την όχι-ζωή αυτηνής που σου έδωσε τη ζωή; Φόνος της δικής της ζωής, φθόνος για εσένα που θέλεις να ζήσεις, χωρίς να κουβαλάς τη θυσία της, την ακόρεστη πείνα και δίψα της, γιατί εκείνης, η ζωή της είναι απαγορευμένη. Χρέος που δεν εξοφλείται ποτέ, όχι ευγνωμοσύνη. Γιατί, η ακόρεστη πείνα της μάνας, αυτό το πηγάδι χωρίς πάτο που δεν γεμίζει ποτέ, πλήττει την ικανότητα της κόρης να επιθυμεί και στη συνέχεια να αγαπά.

Pablo Picasso, La soupe

Η θεραπεία ή πώς επανέρχεται η επιθυμία στη θέση της θυσίας

Η θυσία είναι μια πράξη χωρίς γυρισμό προς τα πίσω. Σήμερα, δεν θέλουμε πλέον γυναίκες να θυσιάζονται. Δεν αποδίδει ούτε στις ίδιες ούτε στην κοινωνία όπου ζουν. Πάρα πολλά θύματα γύρω μας, πίσω μας, ανώνυμα, σε έναν αιώνα που θέτει ως στόχο την πρόοδο στις επιστήμες και τις ανθρωπιστικές αξίες. Μια κοινωνία χωρίς κάποιους ανθρώπους να είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν κάτι δικό τους για το κοινό καλό, είναι μια κοινωνία χαμένη. Αλλά και μια κοινωνία αφιερωμένη μόνο στη θυσία των πολιτών της είναι ολοκληρωτικά, για πάντα χαμένη, γιατί οι μόνο θυσιαζόμενοι απουσιάζουν από την ίδια τους την ζωή.

Η θυσία χρειάζεται να αντικατασταθεί: από τη δυνατότητα να επιθυμείς, να ονειροπολείς και να δημιουργείς. Πώς γίνεται όμως το ταξίδι προς τα πίσω, προς τις ρίζες της επιθυμίας; Επιθυμίας για έναν άνδρα, για την μητρότητα, για την δημιουργικότητα, την ψευδαίσθηση της επανένωσης; Το ταξίδι για να βρούμε και να ξαναβρούμε μέσα μας αυτή την αγάπη, την επιθυμία που κινητοποιεί προς τα εμπρός, είναι μακρύ και έχει πολλά στάδια. Είναι αυτή η αέναη αναζήτηση των λέξεων, των παιχνιδιών, των έργων που δημιουργούμε ως γυναίκες και συνθέτουν μέσα μας το αίσθημα ότι κάπου ανήκουμε, κάτι κατέχουμε, με κάποιους είμαστε συνδεδεμένοι, και έχουμε αποδεχθεί ότι το ιδεώδες της εφηβείας, όπου όλα ήταν ακόμη ανοιχτά και πιθανά, δεν μας ησυχάζει πλέον. Ανακαλύπτουμε πλέον με τρυφερότητα την θνητότητά μας, τότε ανοίγει μια χαραμάδα προς την δημιουργικότητα.

Τότε μπορούμε να αφήσουμε πίσω μας ό,τι νομίζαμε ότι κατείχαμε.

Η Μερόπη Μιχαλέλη, PhD, είναι ψυχαναλύτρια IPA, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας για την Ψυχική Υγεία των Βρεφών (WAIMH Greece)

info@waihmgreece.org.gr