Ελλαδα

Αθηναϊκές ιστορίες #5

Από το Εθνικό θέατρο στο νοσοκομείο

Δημήτρης Μαστρογιαννίτης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Παρασκευή βράδυ πάω στο Εθνικό Θέατρο για να δω την «Οδύσσεια» δια χειρός Μπομπ Γουίλσον. Το πρώτο μέρος κύλησε ομαλά. Μπροστά στα μάτια μας οι περιπέτειες του Οδυσσέα περνούσαν σαν ζωντανά ταμπλό βιβάντ – στη λογική κλασικών εικονογραφημένων– μέσα από «αψεγάδιαστες» εικόνες. Μετά το διάλειμμα, την ώρα που ο Οδυσσέας και η Κίρκη ξυπνούσαν στο κρεβάτι του έρωτα, ακούω τη δόνηση του τηλεφώνου. Το σήκωσα γιατί με καλούσε η ηλικιωμένη θεία μου, κάτι που δεν συνηθίζει. Ήταν χάλια και έπρεπε επειγόντως να πάμε στο νοσοκομείο. Εγκαταλείπω την παράσταση και σε μισή ώρα μπαίνουμε στο νοσοκομείο Γ. Γεννηματά. Σε μισή ώρα βρέθηκα από το ψέμα στην αληθινή ζωή…

Στην είσοδο λέμε σ’ ένα σεκιουριτά πως πρόκειται για αλλεργικό σοκ και μας οδηγεί αμέσως στο παθολογικό. Στους διαδρόμους περίμενε κόσμος και κοσμάκης. Στην αίθουσα τέσσερις γιατροί και δύο νοσοκόμες προσπαθούν να φέρουν βόλτα: μια γαστρορραγία, τρία αλλεργικά σοκ – ο ένας επέμενε πως τον τσίμπησε η «περιβόητη» μαύρη αράχνη, που μπορεί να μην την έπιασε γιατί τη ρούφηξε η ηλεκτρική σκούπα, αλλά δεν άφηνε κανένα περιθώριο για παρεξηγήσεις, αφού κουβαλούσε μαζί του έγγραφα κατεβασμένα από τον εγγονό του από σάιτ: «Έχει ακριβώς το ίδιο τσίμπημα με αυτό που δείχνει στη φωτογραφία. Δείτε τα», προκαλούσε τους γιατρούς η γυναίκα του, που επίσης το έπαιζε ασθενής για να μη δώσει την καρέκλα που καθόταν στην 87χρονη θεία μου. Μετά από ώρα επέμενε πως κι αυτή την τσίμπησε ένα πολύ περίεργο έντομο, που η περιγραφή του έκανε τους γιατρούς να μετρούν ανάποδα την κλίμακα της υπομονής, χωρίς ποτέ να την υπερβούν, καθώς την ίδια στιγμή φορεία έφερναν ασθενείς με αιμοπτύσεις, εμετούς και άλλες εκκρίσεις. Προσθέστε σε όλο αυτό το σκηνικό και δύο μεθυσμένες ρομ σε βαθμό αφασίας, ακολουθούμενες από μια ολόκληρη παρέα, που δεν την έλεγες επίσης νηφάλια, ασθενείς και συγγενείς να χτυπούν ανά δύο λεπτά την πόρτα για το πότε θα πάρουν σειρά και έχετε ένα σκηνικό, τελείως διαφορετικό από αυτό του Γκρέις Ανάτομι.

Η σκέψη πως αυτό το ζουν κάθε φορά που έχουν εφημερία με έκανε να κοκκινίσω από ντροπή, ενθυμούμενος πόσες φορές έχω πει πως με ξεπερνά το άγχος της δουλειάς μου. Σε συνθήκες που πόρρω απέχουν από αυτό που ζούμε οι περισσότεροι, πόσο μάλλον από αυτό που ζούσα/ έβλεπα πριν από λίγη ώρα, δεν μπορώ να μη δηλώσω το θαυμασμό μου για το πώς δούλευαν. Δεν ξέρω με τι μισθούς μπορεί να ξεπληρωθεί μια εφημερία, όπως δεν ξέρω προς τα που θα γείρει η πλάστιγγα όταν θα ζυγίσω αυτές τις εικόνες με απέναντι τα φακελάκια και την εμπορευματοποίηση του επαγγέλματός τους. Ξέρω πάντως πως σε συνθήκες πλήρους χάους –«στην Ουγκάντα καλύτερα είναι», ψέλλιζε η νοσοκόμα καθώς προσπαθούσε με μια πατέντα να στερεώσει το κοντάρι που θα κρατούσε τον ορό στο καροτσάκι της θείας μου. Διαφώνησα, αλλά τέτοιες ώρες τέτοια λόγια–, η αυταπάρνησή τους έσωζε ζωές.

Η αλήθεια είναι πως την επόμενη ημέρα, όταν το επεισόδιο ήταν ήδη ανάμνηση χωρίς κατάλοιπα, ακουσίως μπήκα και σε διαδικασία να κρίνω το πρώτο μέρος της παράστασης βάση του δικού μου δεύτερου μέρους. Ξέρω, πως θα φανώ άδικος –δεν έχω ολοκληρωμένη εικόνα–, αλλά στο συμπέρασμά μου η σύγκρουση της καλλιέπειας με τη σκληρή πραγματικότητα φέρνει τη δεύτερη νικήτρια αφήνοντας στην πρώτη τον ρόλο που παίζει το μακιγιάζ σε μια ετοιμοθάνατη. Και ίσως είμαι άδικος και για έναν επιπλέον λόγο. Η, ας πούμε, αρχηγός των γιατρών (νομίζω είναι επιμελήτρια) είχε σετάρει γυαλιά και νύχια με το στηθοσκόπειο. Ήταν όλα κόκκινα. Αν και παραξενεύτηκα που επέλεξε ένα τέτοιο χρώμα, με τόσο αίμα δίπλα της, δεν μπορούσα να μη σκεφτώ πως ο Μπομπ Γουίλσον θα ενέκρινε σίγουρα τη φιλάρεσκη πινελιά της κι ας έχει πει ο Όσκαρ Ουάιλντ «δεν υπάρχει τίποτα το υγιές γύρω από τη λατρεία της ομορφιάς». Μόνο, που δεν ξέρω αν θα έγραφε το ίδιο μετά την επίσκεψη σε μια εφημερία.