Ελλαδα

Αθηναϊκές ιστορίες #4

Η καλοσύνη των ξένων

Κωνσταντίνος Τζήκας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ποτέ δεν πίστεψα στη διάσημη φράση της Μπλανς Ντυμπουά που κλείνει το έργο «Λεωφορείον ο Πόθος». Ποτέ δεν πίστεψα στην καλοσύνη των ξένων. Όμως καμιά φορά η πραγματικότητα σε διαψεύδει. Με μία από αυτές τις τυπικά αθηναϊκές και άρα αναπόφευκτα σουρεαλιστικές μεταμεσονύκτιες ιστορίες.

Νύχτα, πολύ αργά (περίπου 3 π.μ.), παίρνω ταξί από τη Γλυφάδα για τα Κάτω Πατήσια. Λίγο πριν φτάσω στον προορισμό μου, διαπιστώνω πως δεν έχω να πληρώσω το απαιτούμενο αντίτιμο: κουβαλώ πολύ λιγότερα πάνω μου.

Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο συγκεκριμένος ταξιτζής - εκ πρώτης όψεως, ένας τυπικός, μεσόκοπος κύριος - αποδεικνύεται ανέλπιστα cool: «Μου φαίνεσαι εντάξει παιδί. Δώσε μου όσα έχεις και θα μου χρωστάς τα υπόλοιπα».

Πράγματι, του δίνω όσα έχω πάνω μου, αλλά εξακολουθώ να του χρωστάω 14 (!) ευρώ. Ψύχραιμος, ο ταξιτζής μου δίνει ένα χαρτάκι με τον αριθμό  του τηλεφώνου του: «Αν καμιά φορά αργά το βράδυ είσαι εδώ στα Πατήσια και έχεις να μου δώσεις τα λεφτά, πάρε με. Συνήθως είμαι στην πιάτσα των ταξί δίπλα στον σταθμό».

Κι αν δεν είναι εκεί γύρω όταν τον πάρω τηλέφωνο; «Είναι ένα μπαράκι εδώ δίπλα, λέγεται "Κ......". Δώσε τα λεφτά σε μια μπαργούμαν που λέγεται Άννα. Πες της πως είναι για τον κύριο Χρήστο. Θα συνεννοηθώ μαζί της για να ξέρει. Μη βιαστείς πάντως – έλα όποτε έχεις λεφτά, παιδί μου».

Τρεις μέρες αργότερα, ξανά γύρω στις 3 το πρωί, παίρνω τηλέφωνο τον κύριο Χρήστο. Δεν είναι εκεί γύρω, άρα plan B: πηγαίνω στο μπαρ, ομολογουμένως με κάποια επιφύλαξη. Είναι αργά, το γεωγραφικό σημείο - η Αχαρνών - προδιαθέτει για παρακμιακό καταγώγι και αναρωτιέμαι, με κάποια αφέλεια βεβαίως, μήπως πηγαίνω κατευθείαν, συστημένος, για μπελάδες.

Εκ πρώτης όψεως, το εσωτερικό του μπαρ δικαιώνει τις υποψίες μου πως πρόκειται για cult στέκι: ξανθιές bartender με στενά ρούχα, κουρασμένοι ταξιτζήδες, νυσταγμένοι φορτηγατζήδες και άλλοι νυκτόβιοι, οι περισσότεροι μόνοι τους, πίνουν και συλλογίζονται. Υπό αυτήν την έννοια, όμως, είναι και τυπικό των μπαρ που στοιβάζονται κατά μήκος της Αχαρνών.

Η ντεκαντάνς του είναι αυθεντική και όχι ψιμύθιο: ανάμεσα σε τολύπες καπνού, ελαφρώς - πολύ ελαφρώς - μπουρδελέ φωτισμό και σωσίες του Μπουκόφσκι, νιώθω μια παράξενη στοργή για αυτά τα μέρη, που ξεχνιούνται οι άνθρωποι, αυτές τις μικρές γωνίτσες που συνιστούν έναν αυτόνομο κόσμο, πιο ασφαλής για τους θαμώνες του από τον έξω. Όσο μυστηριώδες κι αν είναι το μπαρ, ποτέ δεν θα είναι τόσο μυστήριο όσο ο κόσμος "έξω".

Κάπως συνεσταλμένος, πλησιάζω την μπάρα. Η μπαργούμαν με κοιτάει, συνοφρυωμένη. Τη ρωτάω για την Άννα: ευτυχώς είναι εδώ, έχει βάρδια απόψε. Είναι ψηλή, βαμμένη - φυσικά - ξανθιά, με μίνι. Της δίνω τα λεφτά: «Για τον κύριο Χρήστο». "Ναι, ξέρω, ξέρω," μου λέει, κάπως ανυπόμονα. "Δεν έχω ακριβώς, έχεις ρέστα;" Δαγκώνομαι, σκεπτόμενος το θράσος μου. Μορφάζει, αλλά παίρνει το εικοσάευρο και μπαίνει στα ενδότερα του μπαρ. Κοιτάζω γύρω μου μέχρι να γυρίσει. Όλοι οι θαμώνες φαίνονται απορροφημένοι στα φαντάσματά τους, οι περισσότεροι άνω των 40 ετών, οι περισσότεροι μόνοι και άντρες, αν και διακρίνω και μία μεσόκοπη γυναίκα μαζί με έναν άνδρα στο βάθος. Κάπως έτσι, σε ένα μέρος σαν αυτό, θα επινοήθηκαν κλισέ εκφράσεις, όπως "το μπαρ των χαμένων ονείρων".

Η Άννα γυρίζει με τα ρέστα. Τέλος καλό, όλα καλά. Χωρίς εξάρσεις και κλιμακώσεις. Για μια στιγμή, μου μπαίνει μια τρελή ιδέα να τη ρωτήσω αν είναι απλά φίλη του κ. Χρήστου και του κάνει συχνά αυτή την εξυπηρέτηση, ή αν παίρνει μία μικρή "μίζα". Ή μήπως είναι δικό του το μπαρ; Συγκρατούμαι όμως, δεν υπάρχει λόγος να ρωτήσω κάτι τέτοιο.

Ένας άνθρωπος που δεν ήξερε αν θα με ξαναδεί στη ζωή του, προτίμησε να με εμπιστευτεί. Ακόμα και σήμερα, καμιά φορά μπορείς να βασίζεσαι στην καλοσύνη των ξένων. (Όχι πάντα όμως: η Μπλανς υπερέβαλε) Ακόμα και σήμερα, καμιά φορά εκπλήσσεσαι θετικά από τους ανθρώπους. Με μία από αυτές τις καταστάσεις που μπορεί να συμβούν μόνο μετά τα μεσάνυχτα,  στην Αθήνα.