Κοσμος

Το «it gets better» του Ομπάμα και οι ελληνικές «ταμπέλες»

Ο Θάνος Δημάδης για τις μειονότητες σε ΗΠΑ και Ελλάδα

Θάνος Δημάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Tα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης το τελευταίο διάστημα έφεραν στο φως της δημοσιότητας περιπτώσεις εφήβων και νέων που οδηγήθηκαν στο δρόμο της αυτοκτονίας.Χρησιμοποιώ το ρήμα «οδηγήθηκαν» και όχι «επέλεξαν» γιατί αιτία για την τραγική τους κατάληξη ήταν η ίδια η κοινωνία, που τους ώθησε στο περιθώριο αφού πρώτα τους χρέωσε την «ταμπέλα» της ομοφυλοφιλίας ως στίγμα κοινωνικής προκατάληψης και απόρριψης. Τα μέσα ενημέρωσης προσεγγίζοντας το δράμα κάθε μίας από τις οικογένειες που έχασε ένα δικό της παιδί, σκιαγραφούν όλες αυτές τις μέρες αντίστοιχα σχετικά περιστατικά που λαμβάνουν χώρα ως επί το πλείστον σε κλειστές κοινωνίες επαρχιακών πόλεων της Αμερικής. Κοινωνίες στις οποίες παραμένει εδραιωμένη η αντίληψη ότι τα άτομα με ομοφυλοφιλικές τάσεις ενέχουν συμπτώματα κάποιας αρρώστιας και άρα πρέπει να μένουν στο περιθώριο. Συγκλονιστικότερη όλων η ιστορία ενός έφηβου αγοριού που λόγω της θηλυπρέπειας του και της εν δυνάμει καλλιτεχνική φύσης του, βρέθηκε δακτυλοδεικτούμενο όχι τόσο από τους συμμαθητές του, όσο από τους γονείς τους. Σύμφωνα με το εκτενές ρεπορτάζ του CNN το παιδάκι δεν άντεξε το ψυχολογικό στρες που του προκαλούσε η υπενθύμιση της διαφορετικότητάς του και πήρε την απόφαση να κόψει το νήμα της ζωής του. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, εξίσου σοκαριστική είναι η  ανοχή που φέρεται να επέδειξε η οικογένειά του στον εφιάλτη που το παιδί ζούσε καθημερινά στο σχολείο. Πολλά είναι στη χώρα αντίστοιχα περιστατικά νέων εφήβων- ομοφυλόφιλων ή με ομοφυλοφιλικές τάσεις- που είχαν την ίδια κατάληξη. Το σίγουρο είναι ότι αυτά δεν είναι ούτε μεμονωμένα ούτε τυχαία. Είναι μάλλον η απόρροια μίας γενικότερης εμπεδωμένης συνείδησης περί του «στίγματος» της ομοφυλοφιλίας που δεν αποτελεί προφανώς το γενικό κανόνα στον ανεπτυγμένο κόσμο της Αμερικής, παραμένει όμως κυρίαρχη σε περιοχές με κλειστές κοινωνίες και ως επί το πλείστον χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Μπορεί να αποτελούν εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα σεβασμού των ατομικών ελευθεριών στη χώρα, είναι όμως επαρκείς για προβληματίσουν με σοβαρότητα την αμερικανική κοινή γνώμη. Και αυτό είναι τουλάχιστον ενθαρρυντικό.

Την ήδη υπάρχουσα πληγή στην Αμερική «έξυσε» κι ένα άλλο σχετικό θέμα, αυτή τη φορά γύρω από την όχι μόνο κοινωνική αλλά εν προκειμένω επαγγελματική θέση των ομοφυλόφιλων και το δικαίωμά τους στην στρατολόγηση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων. Το στρατιωτικό δόγμα «don't ask, don't tell» (δε ρωτάμε- δεν απαντάς) θα έπρεπε να είχε καταργηθεί βάσει δικαστικής απόφασης, η εφαρμογή όμως της οποία τελεί προς το παρόν υπό αναβολή. Έτσι ακόμα και σήμερα οι υπηρετούντες στον αμερικανικό στρατό υποχρεώνονται να μην εκδηλώνουν τον ομοφυλοφιλικό τους προσανατολισμό σε μία περίεργη ισορροπία «ομερτά» κατά την οποία και οι ίδιοι οι επικεφαλείς του στρατεύματος απαγορεύεται να ανοίγουν οποιοδήποτε σχετικό θέμα συζήτησης. Στην περίπτωση που ένας στρατεύσιμος είχε τύχει κατά το παρελθόν να γνωστοποιήσει τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, πολύ απλά δεν έχει το δικαίωμα να στρατολογηθεί στις ένοπλες δυνάμεις ή ακόμα χειρότερα απολύεται εάν εντοπιστεί η σεξουαλική του «απόκλιση» ενώ υπηρετεί στο στράτευμα. Το "don't ask, don't tell" είναι ακόμα ένα δείγμα του τρόπου με τον οποίο το ίδιο το κράτος γαλουχεί την κοινωνία του σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα που δεν περιορίζεται στον τρόπο μεταχείρισης μίας κοινωνικής μειοψηφίας, αλλά ανάγεται σε πρόβλημα ευρύτερων δημοκρατικών ελευθεριών. Στη χώρα που έχει σαν σύμβολο το άγαλμα της ελευθερίας, οι δυνάμεις της συντήρησης είναι ακόμα τόσο βαθιές που επιμένουν να θάβουν ανοιχτά ζητήματα δημοκρατίας κάτω από το χαλί.

Όλα τα παραπάνω συνιστούν τη μία όψη του αμερικανικού νομίσματος στο ζήτημα της ομοφυλοφιλίας και κατ' επέκταση της ενσωμάτωσης αυτής της μειοψηφίας εντός των κοινωνικών δομών με όρους δημοκρατίας και αλληλοσεβασμού. Η άλλη όψη- που είναι και η πιο ελπιδοφόρα- αντικατοπτρίζεται στην πρωτοβουλία του Μπάρακ Ομπάμα να απευθυνθεί με διάγγελμά τους στη μεγάλη μερίδα των gay αμερικανών, και ειδικότερα της νεολαίας. Η κίνηση αυτή θεωρείται από σχολιαστές, αναλυτές και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης πρωτοποριακή. Ουδέποτε άλλοτε Αμερικανός Πρόεδρος με τόσο άμεσο και κάθετο τρόπο στήριξε το δικαίωμα των ομοφυλόφιλων της χώρας του στο «δικαίωμα της αλήθειας με το εαυτό τους και με τους γύρω τους», όπως χαρακτηριστικά δήλωσε. Ο Μπάρακ Ομπάμα ενσάρκωσε το χρέος της πολιτείας για ισότιμη μεταχείριση στους πολίτες της, σε μία στιγμή μάλιστα που άρχισε να σβήνει το όνειρο φιλελευθεροποίησης που ο ίδιος είχε απλόχερα υποσχεθεί πριν από τις περασμένες εκλογές. Την ίδια ελπίδα επαναφέρει και σήμερα με αφορμή τη θέση των ομοφυλόφιλων στην κοινωνία. Τρεις μόνο λέξεις του («it gets better») από το διάγγελμά του έδωσαν ξανά την ελπίδα στην καταπιεσμένη μερίδα της αμερικανικής νεολαίας να πιστέψει στο όραμα μίας ποιο δημοκρατικής και ανοιχτής Αμερικής, ανεκτικής στη διαφορετικότητα. Σημειωτέον ότι στο βίντεο του διαγγέλματος του Αμερικανού Προέδρου υπολογίζεται πως έγιναν μέσα σε λίγες ώρες μερικές εκατοντάδες χιλιάδες «like» κλικαρίσματα από ομοφυλόφιλους- και όχι μόνο- χρήστες ανά τον κόσμο.

Την ίδια ώρα στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, και πιο συγκεκριμένα στην αυστραλιανή πολιτεία της Βικτόρια δημιουργήθηκε ένας συνασπισμός κάποιων δεκάδων σχολείων με σκοπό να προφυλάξουν τους ομοφυλόφιλους μαθητές τους από κρούσματα ομοφυλοφοβία μέσα στις σχολικές κοινότητες. Με ονομασία «Συνασπισμός Ασφαλών Σχολείων» το εκπαιδευτικό σύστημα φιλοδοξεί μέσω ειδικής εκπαίδευσης να καλλιεργήσει καλές και πολιτισμένες σχέσεις μεταξύ ομοφυλόφιλων και μη μαθητών. Η πρωτοβουλία αυτή, μάλιστα, τελεί υπό την ενεργή στήριξη και καθοδήγηση του Υπουργείου Παιδείας της χώρας. Αν μας λένε κάτι όλα τα παραπάνω είναι ότι σε όλες τις κοινωνίες τα βήματα προόδου δε γίνονται ανώδυνα. Και σίγουρα δεν γίνονται ούτε με την ταχύτητα ούτε με το βηματισμό που θα έπρεπε ή θα προσδοκούσαν κάποιοι. Σημασία, όμως, έχει ότι γίνονται. Το ζήτημα της ομοφυλοφοβίας είναι ένα μόνο από τα μεγάλα ζητήματα που σε όλες σχεδόν τις ανεπτυγμένες κοινωνίες έχει τεθεί προ πολλού στο τραπέζι του δημόσιου διαλόγου. Προφανώς δεν είναι το μοναδικό, καθώς προηγούνται και έπονται πολλά άλλα εξίσου σημαντικά- ενδεχομένως και ακόμα σημαντικότερα- θέματα στην ατζέντα μίας χώρας που επιθυμεί να διευρύνει τους ορίζοντες φιλελευθεροποίησής και προόδου της.  

Με αφορμή όλα τα παραπάνω ίσως είναι η ώρα να σκεφτούμε κι εμείς ως κοινωνία ποιες επιλογές έχουμε. Οι προκλήσεις που μέχρι σήμερα αντιμετωπίζουμε, παραμένουν μετέωρες. Και καλούμαστε να πάρουμε θέση είτε αυτές αφορούν το σεβασμό στη διαφορετικότητα, την προστασία της πολυπολιτισμικότητας, τη διαφύλαξη των ίσων ευκαιριών για όλους ανεξαρτήτως εθνικής ταυτότητας. Ακόμα και το δικαίωμα ενός λαθρομετανάστη να του εξασφαλίζει η πολιτεία στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης μέχρι την απέλαση του εφόσον δεν πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις παραμονής. Έτσι θα έπρεπε να ήταν τα πράγματα. Δυστυχώς δεν είναι. Και δεν είναι διότι σε κάθε ένα από όλα αυτά τα ζητήματα, εμείς ως κοινωνία απαντάμε είτε με την λογική του «don's ask, don't tell» είτε όταν αποφασίσουμε να πάρουμε ξεκάθαρη θέση, δυστυχώς το κάνουμε με πολύ καθυστέρηση και συνήθως όχι ολοκληρωμένα. Χαρακτηριστικά επισημαίνω την τοποθέτηση ενός από τους υποψήφιους περιφερειάρχες της Αττικής που υποστήριζε το δικαίωμα της μουσουλμανικής μειονότητας να έχει το δικό της θρησκευτικό χώρο λατρείας, αλλά δεν θεωρεί ότι έχουν δικαίωμα να. ασκήσουν το παραπάνω δικαίωμά τους εντός της «αστικού ιστού της πόλης». Οι λόγοι είναι ευνόητοι. Στο δημόσιο διάλογο της χώρας που ο ένας δίνει με περισσή ευκολία στον άλλο ταμπέλες όπως αυτή του gay, του μετανάστη, του μουσουλμάνου κ.α. είναι προφανές ότι κανείς δεν ριψοκινδυνεύει- ακόμα και εν έτη 2010- να ανοίξει με σοβαρότητα ζητήματα, όπως αυτά. Ούτε καν η πολιτική και πνευματική ελίτ αυτού του τόπου. Και το χειρότερο όλων; Ότι όσο συζητάμε με τέτοιους όρους, ουδείς- νομίζω- μπορεί να πει ότι όσο περνούν τα χρόνια. «it gets better».