Κοσμος

Γιατί αποτυγxάνει n προεδρία του Εμανουέλ Μακρόν

Νέα κυβέρνηση Λεκορνύ, παλιά προβλήματα: διχασμός, αβεβαιότητα και ο Μακρόν σε αδιέξοδο — η Πέμπτη Δημοκρατία στο μεταίχμιο

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 974
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Πολιτική κρίση στη Γαλλία: Η νέα κυβέρνηση Λεκορνύ και ο Εμανουέλ Μακρόν παλεύουν να αποφύγουν την κατάρρευση της Πέμπτης Δημοκρατίας. Ανάλυση και ιστορική αναδρομή.

Ο Sebastian Lecornu διορίστηκε για δεύτερη φορά πρωθυπουργός της Γαλλίας —μετά την παραίτησή του στις 6 Οκτωβρίου— και σχημάτισε καινούργια κυβέρνηση με πρόσωπα του προεδρικού μπλοκ (Renaissance, MoDem, Horizons) και έξι στελέχη από το κόμμα της κεντροδεξιάς Les Républicains: από το υπουργικό συμβούλιο δεν λείπει ούτε αυτή τη φορά η Rachida Dati, αν και οι ικανότητες και τα προτερήματά της παραμένουν αμφίβολα· ίσως για την απαιτούμενη πολυμορφία εθνοτικής καταγωγής να έπρεπε να αναζητηθεί κάποιο άλλο άτομο από το Μαγκρέμπ.

Η δεύτερη κυβέρνηση Λεκορνύ στη Γαλλία και ο προϋπολογισμός του 2026

Στις 24 Οκτωβρίου, η κυβέρνηση Lecornu ΙΙ θα καταθέσει τον προϋπολογισμό του 2026 στην ολομέλεια της Εθνοσυνέλευσης· η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού έχει αναβληθεί μέχρι τις προεδρικές του 2027. Όμως ο προϋπολογισμός πρέπει να εγκριθεί οπωσδήποτε, και μάλιστα με ψηφοφορία — έχει συμφωνηθεί να μη γίνει προσφυγή στο άρθρο 49.3· η παραβίαση της συμφωνίας θα σημαίνει κατάρρευση της κυβέρνησης με τη μομφή τριών κομμάτων: της Εθνικής Συσπείρωσης, των Σοσιαλιστών και της Ανυπότακτης Γαλλίας. Σε περίπτωση που ο προϋπολογισμός δεν εγκριθεί, η κυβέρνηση Lecornu II θα οδηγηθεί σε παραίτηση και η Εθνοσυνέλευση προς διάλυση, με κίνδυνο ακόμα και την κατάρρευση της προεδρίας — πράγμα που μερικοί αναλυτές θεωρούν επερχόμενο τέλος της Πέμπτης Δημοκρατίας.

Πράγματι, γίνεται πολύς λόγος για τη χειρότερη κρίση της Πέμπτης Δημοκρατίας. Αλλά ίσως υπερβάλλουμε: εκτός του ότι η Πέμπτη Δημοκρατία γεννήθηκε από την εξάντληση της Τέταρτης, ο επονομαζόμενος Μάης του 1968 είχε παραλύσει ολόκληρη τη χώρα· και παρότι μετά τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και τις εκλογές του Ιουνίου 1968 οι γκωλικοί (UDR) απέσπασαν 293 από τις 487 έδρες και η αριστερά (ιδίως το Κομμουνιστικό Κόμμα) καταποντίστηκε, η Γαλλία είχε μεταμορφωθεί και είχε αλλάξει σελίδα. Η κρίση του 1968 ήταν η πιο ριζοσπαστική στην ιστορία του 20ού αιώνα, όχι μόνο στην ιστορία της Πέμπτης Δημοκρατίας: παρά την απάντηση της «σιωπηλής πλειοψηφίας» στους έξαλλους αγώνες του πεζοδρομίου, ο Ντε Γκωλ απομονώθηκε: ως άνθρωπος της προπολεμικής εποχής, αδυνατούσε να διαβάσει τις κοινωνικές μεταβολές. Το 1969, όταν επιχείρησε να αποκαταστήσει το κύρος του με δημοψήφισμα για τη Γερουσία και την περιφερειακή μεταρρύθμιση (με σκοπό την αποκέντρωση), το 52,4% των Γάλλων ψήφισαν «όχι» και ο στρατηγός παραιτήθηκε.

Η Πέμπτη Δημοκρατία στο μεταίχμιο. Μια ιστορική αναδρομή

Η κρίση του 1968 ήταν η θεαματική αμφισβήτηση της εξουσίας και της νομιμότητας της Πέμπτης Δημοκρατίας, η οποία αποκάλυψε τα όρια του προεδρικού συγκεντρωτισμού και προανήγγειλε το τέλος του γκωλισμού ως ιδεολογίας ενότητας κράτους και έθνους.

Δέκα χρόνια νωρίτερα, το 1958, είχε συμβεί μια ακόμα πολιτική κρίση στην οποία πρωταγωνιστούσε ο πρωθυπουργός Pierre Pflimlin, ένας χριστιανοδημοκράτης από την Αλσατία, μέλος του MRP (Mouvement Républicain Populaire). Επρόκειτο για το αντίστοιχο του Lecornu εκείνης της εποχής: μετριοπαθής και φιλοευρωπαίος, με τα γεγονότα να τον ξεπερνούν· τότε η Γαλλία δεν βρισκόταν μόνο σε θεσμικό αδιέξοδο αλλά και σε κατάσταση εξέγερσης του στρατού εξαιτίας του πολέμου της Αλγερίας που είχε ξεκινήσει το 1954. Ο γαλλικός στρατός και οι Ευρωπαίοι άποικοι της Αλγερίας (οι piedsnoirs) θεωρούσαν ότι το Παρίσι πρόδιδε την υπόθεση της «γαλλικής Αλγερίας»· οι κυβερνήσεις άλλαζαν διαρκώς — μέσα σε 12 χρόνια είχαν σχηματιστεί 21 κυβερνήσεις.

Τον Μάιο του 1958, όταν η Εθνοσυνέλευση έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στον Pflimlin ως νέο πρωθυπουργό, στο Αλγέρι ξέσπασε εξέγερση αξιωματικών και εποίκων —το λεγόμενο putsch d’Alger— με επικεφαλής τον στρατηγό Massu. Οι στασιαστές συγκρότησαν την Επιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας και απαίτησαν την επιστροφή του στρατηγού Ντε Γκωλ στην εξουσία. Αλλά, αν και ο Pflimlin δήλωσε ότι δεν θα υποκύψει σε στρατιωτικές πιέσεις, ο στρατός μπήκε στην Κορσική και απειλούσε να εισβάλει στη μητροπολιτική Γαλλία. Η κυβέρνηση Pflimlin είχε χάσει τον έλεγχο του στρατού· επενέβη ο Ντε Γκωλ, ο Pflimlin παραιτήθηκε και η Εθνοσυνέλευση ανέθεσε την πρωθυπουργία στον στρατηγό, με έκτακτες εξουσίες για έξι μήνες και εντολή σύνταξης νέου Συντάγματος — μέσω του οποίου προέκυψε η Πέμπτη Δημοκρατία. Με λίγα λόγια, η κρίση του Μαΐου του 1958 προκάλεσε μεταβίβαση εξουσίας υπό στρατιωτική πίεση.

Οι διαφορές του σήμερα από το 1958 είναι βεβαίως ριζικές: τότε η Γαλλία βρισκόταν σε φάση ανοικοδόμησης και εκσυγχρονισμού (σχέδιο Monnet, οι επονομαζόμενες Τρεις Ένδοξες Δεκαετίες 1945-75), ενώ ταυτοχρόνως έπρεπε να αντιμετωπίσει τον πόλεμο της Αλγερίας. Εξίσου ριζικές είναι οι διαφορές του σήμερα από το 1968 όταν η οικονομία βρισκόταν σε άνθηση και το αύριο έμοιαζε όλο και καλύτερο.

Σήμερα, το κλίμα είναι βαρύ μπροστά σε αληθινά και αντιληπτά προβλήματα: οι λαοί δεν έχουν ζήσει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έχουν κακομάθει· οι δυσκολίες τούς προξενούν συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους. Αλλά, είτε οι Γάλλοι, οι Ευρωπαίοι κι ο κόσμος πάσχουν από κατάθλιψη είτε όχι, χρειάζεται προϋπολογισμός και σταθερότητα. Η ανάγκη για ψήφιση του προϋπολογισμού είναι επιτακτική για συνταγματικούς, δημοσιονομικούς και χρηματοπιστωτικούς λόγους. Χωρίς προϋπολογισμό, το κράτος μπαίνει σε καθεστώς ελάχιστης λειτουργίας, οι επιχειρήσεις παγώνουν τις επενδύσεις τους εξαιτίας της αβεβαιότητας για τη χρηματοδότηση και τη φορολογία, και οι αγορές πιέζουν τα γαλλικά ομόλογα. Καθώς η Γαλλία τελεί υπό Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος με συστάσεις για συγκεκριμένη πορεία δαπανών έως το 2029, αν δεν ψηφιστεί προϋπολογισμός που να δείχνει συμμόρφωση, αυξάνεται ο κίνδυνος κυρώσεων και το ασφάλιστρο κινδύνου στα ομόλογα· οι επενδυτές απαιτούν σαφή φορολογικό ορίζοντα. Σε πολιτική αστάθεια, το spread OAT-Bund τείνει να μεγαλώνει, επιβαρύνοντας το κόστος δανεισμού του κράτους και των επιχειρήσεων.

Όμως όλα αυτά μπορούν να διορθωθούν: το πρόβλημα της Γαλλίας είναι ο διχασμός, το κοινωνικό μίσος και η τρομερή απόκλιση οραμάτων, το ότι οι μισοί Γάλλοι απορρίπτουν το παρόν σύστημα, ζητώντας οι μεν μια σοσιαλιστική Έκτη Δημοκρατία, οι δε, όσοι πρόσκεινται στη Λεπέν και στα συναφή κόμματα, ένα εναλλακτικό πρόγραμμα υποτιθέμενου εθνικού προστατευτισμού. Το πρόβλημα της Γαλλίας —και πολλών άλλων χωρών που παραπαίουν— είναι η έλλειψη συναίνεσης. Το πλεονέκτημα της Γαλλίας είναι ότι διαθέτει πολύ καλά πολιτικά στελέχη: ο Lecornu είναι έντιμος πολιτικός —ο ενήλικας στο δωμάτιο αυτές τις μέρες— κι από τον Μακρόν δεν λείπουν οι ικανότητες. Αν οι Γάλλοι τον μισούν, είναι επειδή δεν παίζει με την πολιτική όπως έχουν συνηθίσει· δεν είναι λαϊκιστής, ούτε κάνει πολιτικάντικους ελιγμούς· κι αν φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, φταίει πρωτίστως η άρνηση, η αδυναμία, των Γάλλων να αποδεχθούν την ίδια την εξουσία — πρόκειται για ένα είδος εφηβικής αντιδραστικότητας: réactance adolescente. Λιγότερο, πολύ λιγότερο, φταίει η πολιτική ή η προσωπικότητα του Εμανουέλ Μακρόν, η δημοτικότητα του οποίου έχει μειωθεί σήμερα στο 17%.

Αλλά δεν είναι κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά: το 2016 η δημοτικότητα του Φρανσουά Ολάντ έφτασε στο 4%· ο Νικολά Σαρκοζί (ο οποίος μπήκε στην μπουζού), ο Ζακ Σιράκ, ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Ζισκάρ Ντ’Εσταίν είχαν σημειώσει πολύ χαμηλά ποσοστά στη διάρκεια της θητείας τους. Οι Γάλλοι σιχαίνονται τους προέδρους που εκλέγουν. Και παρ’ όλ’ αυτά, δεν πρόκειται για τάση «ακυβερνησίας»· πρόκειται για την ακατανίκητη επιθυμία συγκυβέρνησης όλων των κομμάτων ταυτοχρόνως, μαζί με το συνδικαλιστικό κίνημα και τα πλήθη του δρόμου.

Με λίγα λόγια, η πλειοψηφία των Γάλλων δεν αναθέτει την εξουσία στην προεδρία, στην κυβέρνηση, στις ανεξάρτητες αρχές· επιζητεί διαρκή συμμετοχή. Αλλά, καθώς όλες οι παραλλαγές της άμεσης δημοκρατίας είναι εξαιρετικά δυσκίνητες —δεν μπορούμε να αποφασίζουμε όλοι για όλα, κάθε μέρα, όλη μέρα— και απαιτούν βαθιά γνώση των προς επίλυση ζητημάτων, πολλές γαλλικές προεδρίες και κυβερνήσεις δυσκολεύονται να διοικήσουν: οι εξισώσεις έχουν μεγάλο αριθμό αγνώστων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να επιλυθούν. Στην περίπτωση του Μακρόν, προστίθεται, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η διαλυτική πολιτική της ακροδεξιάς και της ακροαριστεράς, οι οποίες δεν αναγνωρίζουν την έννοια του κοινού συμφέροντος και πιέζουν στην κατεύθυνση του χάους — το οποίο υποτίθεται ότι θα ωφελήσει την παράταξή τους. Παρ’ όλ’ αυτά, στη Γαλλία δεν υπάρχει κίνδυνος χάους· υπάρχει κίνδυνος στασιμότητας και τεράστιων οικονομικών συνεπειών για τους ίδιους τους Γάλλους.

H προεδρία του Μακρόν έχει μπλοκαριστεί σε πρωτοφανή έκταση.

Αν και επί Τρίτης Δημοκρατίας σημειώθηκαν κυβερνητικά αδιέξοδα και παραιτήσεις προέδρων, έκτοτε, εκτός από την παραίτηση του Ντε Γκωλ το 1969, οι «συγκατοικήσεις» Σοσιαλιστών και κεντροδεξιών, η διάλυση της Εθνοσυνέλευσης επί Σιράκ, οι κυβερνητικές ανασυνθέσεις επί Φρανσουά Ολάντ, δεν επέφεραν «παράλυση»· απλώς, εμπόδισαν τις μεταρρυθμίσεις, διαιώνισαν το business as usual αλά γαλλικά. Σήμερα, η πλειοψηφία των Γάλλων θα επιθυμούσε να σηκωθεί να φύγει ο Μακρόν («στα τσακίδια!»), αν και μια τέτοια κίνηση πιθανώς θα έφερνε στην προεδρία τον Ζορντάν Μπαρντελά, ο οποίος δεν έχει ούτε την πείρα ούτε το ήθος, ούτε τις δεξιότητες να επωμιστεί τα καθήκοντα του αξιώματος. Μια ενδεχόμενη αποχώρηση του Μακρόν θα σήμαινε ακόμα χειρότερη αστάθεια, ακόμα πικρότερο διχασμό και κοινωνική αναταραχή: σε ενδεχόμενη προεδρία της Εθνικής Συσπείρωσης, η αριστερά, αν και ταυτίζεται με τη Λεπέν σε όλα εκτός από τη μετανάστευση και το Ισλάμ, θα ξεχυνόταν στους δρόμους — με μεγαλύτερη ορμή απ’ ό,τι μέχρι τώρα. Εξάλλου, ουδείς από τη λαϊκή δεξιά ή την άκρα αριστερά είναι σε θέση να διαχειριστεί την εξωτερική κατάσταση — ένα υπουργείο Εξωτερικών από την Εθνική Συσπείρωση ή τους Ανυπότακτους θα σήμαινε αληθινή συμφορά για τη Γαλλία και για την Ευρώπη.

Να πώς διαμορφώνεται η κατάσταση, ενώ φαίνεται να σταθεροποιείται, προς το παρόν, η δεύτερη κυβέρνηση του Σεμπαστιάν Λεκορνί: στην Εθνοσυνέλευση κανένα κομματικό μπλοκ δεν πλησιάζει την πλειοψηφία των 289 εδρών, με αποτέλεσμα κάθε πρόταση προϋπολογισμού και νόμου να γίνεται πεδίο μάχης· οι εκλεγμένοι προσκολλώνται σε ιδεολογίες και κομματικά συμφέροντα απορρίπτοντας τους συμβιβασμούς. Υπενθυμίζω ότι οι αφορμές για την πρόσφατη μάχη ήταν η αντίθεση στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος (κυρίως στη μετατόπιση του ηλικιακού ορίου από τα 62 στα 64 έτη) και η πρόταση προϋπολογισμού του 2026, ο οποίος περιλάμβανε μέτρα μείωσης των ελλειμμάτων (όχι «λιτότητας»: η «λιτότητα» ορίζεται εντελώς διαφορετικά).

Προπάντων, αφορμή ήταν η προσφυγή στο άρθρο 49.3 του Συντάγματος, που παρακάμπτει την ανάγκη της πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση προκειμένου να εφαρμοστεί επείγουσα πολιτική της προεδρίας. Αν και το 49.3 έχει χρησιμοποιηθεί πάνω από 100 φορές από το 1958 (ο Σοσιαλιστής Μισέλ Ροκάρ κατέφυγε σ’ αυτό 28 φορές, αλλά ήταν ελαφρώς αριστερός οπότε εντάξει…), επί Μακρόν-Μπορν προκάλεσε τρικυμία, με την αριστερά να επιμένει να μη γίνει καμία αλλαγή πέραν της αύξησης των φόρων για τους «πλούσιους» και να πιέζει την κυβέρνηση με πανεθνικές διαδηλώσεις και απεργίες. Όσο για την (ακρο)δεξιά, απλώς επαναλαμβάνει «στα τσακίδια!».

Τη σοβαρότερη ευθύνη για το μπλοκάρισμα έχει η κεντροδεξιά: οι Républicains αρνούνται να στηρίξουν τον προεδρικό χώρο (Renaissance-MoDem-Horizons) από τον οποίο η «αριστερότερη» πτέρυγα, οι Horizons, της οποίας ηγείται ο Édouard Philippe, τείνει να απομακρυνθεί. Οι Républicains, μετά την αποχώρηση του Éric Ciotti, o οποίος έστησε παραμάγαζο της Λεπέν με τίτλο Union des droites pour la République (UDR), έχουν απαλλαγεί από την επονομαζόμενη «σκληρή δεξιά» — γιατί λοιπόν αρνούνται να γίνουν «σωσίβιο» της εκτελεστικής εξουσίας; Το σωσίβιο θα ήταν η σοφότερη στάση.

Προφανώς, στο εσωτερικό τους υπάρχει ακόμα η τάση για συνεννόηση με τους Λεπέν-Μπαρντελά, οι οποίοι απαιτούν, ως συνήθως, παραιτήσεις όσων δεν τους αρέσουν, μαζί με διάλυση της Εθνοσυνέλευσης. Η Ανυπότακτη Γαλλία, ως συνήθως κι αυτή, είναι έτοιμη για μομφή, ζητώντας αποπομπή του προέδρου. Οι δε Σοσιαλιστές δηλώνουν ότι θα καταψηφίζουν οποιοδήποτε κυβερνητικό σχήμα, αν δεν σταματήσουν όλες οι, κατά τη γνώμη τους, «νεοφιλελεύθερες» μεταρρυθμίσεις κι αν δεν αυξηθούν οι φόροι στις μεγάλες περιουσίες και στα χρηματιστηριακά έσοδα (καμιά αντίρρηση, να γίνει κι αυτό, αλλά και πάλι δεν βγαίνει το άθροισμα…). Όσο για τους Πράσινους και το ΚΚ, συμπορεύονται με τον Μελανσόν· ο σχηματισμός LIOT (ανεξάρτητοι/υπερπόντιοι κ.ά.) κρατά διαπραγματευτική στάση· στην πραγματικότητα, τελεί σε αμηχανία.

Στη διάρκεια της προεδρίας του Μακρόν, από το πρωθυπουργικό αξίωμα πέρασαν επτά άτομα, όλα άξια, το καθένα με τον τρόπο του. Αλλά, εξαιτίας του μικροκομματισμού και του λαϊκισμού της αντιπολίτευσης, η Εθνοσυνέλευση τριχοτομήθηκε με τα ΜΜΕ λαύρα εναντίον μιας κατασκευασμένης οντότητας την οποία ονομάζουν «μακρονία»: προσπαθώ να καταλάβω γιατί κεντροδεξιά έντυπα επιτίθενται τόσο σφοδρά στην προεδρία και στην κυβέρνηση· δεν υπάρχει πολιτική αιτία· οι αιτίες είναι ψυχοκοινωνικές. Αυτό που θα βοηθούσε τη Γαλλία είναι η συνεργασία του προεδρικού μπλοκ μαζί με τους Horizons (162 βουλευτές), με τους Républicains (50 βουλευτές), με το κεντροδεξιό UDI και τους LIOT (22 βουλευτές), καθώς και με μερικούς σοσιαλιστές (Carole Delga, Nicolas Mayer-Rossignol, Hélène Geoffroy), οι οποίοι ζητούν να αποκτήσει το κόμμα τους σοσιαλδημοκρατική φυσιογνωμία. Μόνο έτσι θα μπορούσε να αρθεί η απειλή μομφής από την ακροδεξιά και την ακροαριστερά και να διασωθεί ο χώρος της λογικής, του «δημοκρατικού τόξου» κατά κάποιον τρόπο.

Σπεύδω ωστόσο να σημειώσω ότι, στη διάρκεια αυτής της τελευταίας κυβερνητικής κρίσης, σε συνάντησή του με εκπροσώπους των κομμάτων, ο Εμανουέλ Μακρόν δεν κάλεσε την (ακρο)δεξιά Εθνική Συσπείρωση και την ακροαριστερή Ανυπότακτη Γαλλία, ως κόμματα που δεν συμπεριλαμβάνονται στο «δημοκρατικό τόξο». Περιέργως, κάλεσε το Κομμουνιστικό Κόμμα· πιθανώς εξαιτίας της ήπιας προσωπικότητας του γενικού γραμματέα Φαμπιέν Ρουσέλ. Νομίζω ότι χρειάζεται περισσότερος σεβασμός στους ψηφοφόρους, ιδιαίτερα σ’ εκείνους της επονομαζόμενης «ακροδεξιάς»· πολλοί ψηφοφόροι της Λεπέν δεν είναι «ακροδεξιοί»· ένας τέτοιος χαρακτηρισμός μού φαίνεται σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Η εφημερίδα Guardian, η πιο αριστερή καθημερινή εφημερίδα στη Βρετανία, το αντίστοιχο της γαλλικής Libération, δεν περιγράφει το Reform UK ως ακροδεξιό αλλά ως αντιμεταναστευτικό κόμμα: ένας έξυπνος και ακριβής χαρακτηρισμός που δεν επιδεινώνει την κοινωνική πόλωση.