Κοσμος

Κολμπέρ, Στιούαρτ και Λέτερμαν καταγγέλλουν «λογοκρισία» μετά την αναστολή της εκπομπής του Τζίμι Κίμελ

Πιο αιχμηρός όλων ο βετεράνος Λέτερμαν

Newsroom
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κολμπέρ, Στιούαρτ και Λέτερμαν καταγγέλλουν «λογοκρισία» μετά την αναστολή της εκπομπής του Τζίμι Κίμελ

Η απόφαση του τηλεοπτικού δικτύου ABC να αναστείλει επ’ αόριστον την εκπομπή του Τζίμι Κίμελ, έπειτα από πιέσεις της κυβέρνησης Τραμπ, προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις στον χώρο των late-night shows. Οι Στίβεν Κολμπέρ, Τζον Στιούαρτ και Ντέιβιντ Λέτερμαν προειδοποίησαν ανοιχτά ότι η χώρα κινδυνεύει να γλιστρήσει σε αυταρχικά μονοπάτια.

Ο Στίβεν Κολμπέρ αφιέρωσε ολόκληρη την εκπομπή του στην υπόθεση, χαρακτηρίζοντας την κίνηση του ABC «κατάφωρη λογοκρισία». «Σήμερα όλοι είμαστε Τζίμι Κίμελ», δήλωσε, προσθέτοντας ότι η υποχώρηση σε έναν «αυταρχικό» δεν οδηγεί σε λύση αλλά σε περισσότερες απαιτήσεις.

Με αιχμηρή σάτιρα, ο Τζον Στιούαρτ άνοιξε το επεισόδιο του «Daily Show» από ένα χρυσό σκηνικό, αυτοπαρουσιαζόμενος ως «κυβερνητικά εγκεκριμένος παρουσιαστής». Παράλληλα, ο Ντέιβιντ Λέτερμαν, μιλώντας στο Atlantic Festival στη Νέα Υόρκη, υπογράμμισε: «Δεν μπορείς να απολύεις κάποιον επειδή θέλεις να καλοπιάσεις μια αυταρχική και εγκληματική διοίκηση στον Λευκό Οίκο».

Η απόφαση του ABC ακολούθησε τις δηλώσεις του προέδρου της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών, Μπρένταν Καρ, ο οποίος απείλησε με ενέργειες εναντίον του δικτύου μετά από σχόλια του Τζίμι Κίμελ για τη δολοφονία του συντηρητικού ακτιβιστή Τσάρλι Κερκ. Οι Ρεπουμπλικανοί κατηγόρησαν τον Κίμελ ότι παραποίησε τις πολιτικές πεποιθήσεις του δράστη, Τάιλερ Ρόμπινσον.

Στο πλευρό του Κίμελ στάθηκε και ο Τζίμι Φάλον, που δήλωσε στον αέρα ότι ο συνάδελφός του είναι «ένας αξιοπρεπής, αστείος και αγαπητός άνθρωπος» και εξέφρασε την ελπίδα να επιστρέψει σύντομα. Αντίθετα, ο Γκρεγκ Γκάτφιλντ του Fox News υποστήριξε ότι η υπόθεση δεν αποτελεί λογοκρισία, αλλά μάλλον μια αφορμή απαλλαγής από έναν παρουσιαστή με χαμηλές τηλεθεάσεις και υψηλό κόστος παραγωγής.

Η υπόθεση αναδεικνύει πόσο ευάλωτο είναι το τηλεοπτικό τοπίο στις ΗΠΑ, όπου η πολιτική πίεση διαπλέκεται με τα οικονομικά συμφέροντα των δικτύων, μετατρέποντας την ψυχαγωγία σε αρένα για τη δημοκρατία και την ελευθερία του λόγου.

Πηγή: The New York Times