Κοσμος

Τι θέλει η ηγεσία του Ισραήλ;

Με ποια μέσα κινείται για την επίτευξη στόχων που συνδέονται με την επιβίωση του εβραϊκού κράτους και την πορεία της πολύπαθης Μέσης Ανατολής;

Γιάννης Στεφανίδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το νέο «παράδειγμα» ασφάλειας του Ισραήλ προτάσσει την ισχύ, την πρόληψη και την περιφερειακή αναδιάταξη έναντι του συμβιβασμού και της αποτροπής

Η πρώτη λέξη που εμπέδωσα κατά τη σύντομη παραμονή μου ως επισκέπτης καθηγητής στο Hebrew University της Ιερουσαλήμ πριν από αρκετά χρόνια ήταν «νέσεκ» (όπλα). Μου την απηύθυναν ως ερώτηση κάθε φορά που έμπαινα στο ξενοδοχείο, αλλά και στο πανεπιστήμιο, όπου περνούσα από δύο ανιχνευτές μετάλλων (όπλων και εκρηκτικών). Η ένοπλη βία ως ενδεχόμενο ήταν και παραμένει κομμάτι της καθημερινότητας, όπως επιβεβαίωνε και η παρουσία ένοπλων φρουρών στις αστικές συγκοινωνίες, στα σουπερμάρκετ και στα νυχτερινά κλαμπ. Το κράτος του Ισραήλ βρέθηκε να πολεμά από γεννησιμιού του και επιβιώνει μέχρι σήμερα κυρίως χάρη στην αποφασιστικότητα των Εβραίων κατοίκων του να καταβάλουν κάθε προσπάθεια και να πληρώσουν κάθε τίμημα για να ριζώσουν σε ένα, σχεδόν από κάθε άποψη, αφιλόξενο περιβάλλον. Σχηματοποιώντας, η θετική όψη αυτού του αγώνα είναι η έρημος που μεταβάλλεται σε περιβόλι· η αρνητική είναι το παλαιστινιακό χωριό που ισοπεδώνεται για να παραχωρήσει τη θέση του σε εβραϊκό οικισμό.

Σήμερα, σχεδόν δύο χρόνια μετά την αποκρουστική, πολυαίμακτη επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023, η ανθρωπότητα παρακολουθεί αμήχανη την εξέλιξη μιας στρατιωτικής επιχείρησης που δεν έχει προηγούμενο στα 77 χρόνια ύπαρξης του Ισραήλ· διότι κανείς άλλος πόλεμος, από τους πολλούς που έχει διεξαγάγει αυτό το κράτος, δεν είχε τόσο μεγάλη διάρκεια και τόσα πολλά θύματα, και μάλιστα από τον άμαχο πληθυσμό. Δεν είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς με τα δικά μας μέτρα πώς η κοινωνία μιας πολιτείας με θεσμούς δυτικού τύπου και ελεύθερο πολιτικό βίο μπορεί να επωμιστεί το βάρος μιας τόσο σκληρής επιλογής που, επιπλέον, προκαλεί αποτροπιασμό σε παγκόσμιο επίπεδο. Διότι, αν το Ισραήλ επιβίωσε κυρίως χάρη στις δικές του δυνάμεις απέναντι σε ασύγκριτα πιο πολυάριθμους εχθρούς, η γέννησή του οφείλει πολλά στο ηθικό πλεονέκτημα που αναγνώρισε ο υπόλοιπος κόσμος στους ιδρυτές του στον απόηχο του Ολοκαυτώματος.

Πριν από λίγες μέρες διάβασα ένα άρθρο στο περιοδικό Foreign Affairs. Το υπογράφουν δύο πρώην στελέχη των υπηρεσιών άμυνας και ασφάλειας του Ισραήλ και τιτλοφορείται λακωνικά «Τι θέλει το Ισραήλ». Οι συγγραφείς παρουσιάζουν τη νέα στρατηγική ασφάλειας του ισραηλινού κράτους, μένοντας αποκλειστικά στην εξωτερική της πτυχή. Δεν εξετάζουν, δηλαδή, καθόλου τις εσωτερικές δυναμικές που συνδιαμορφώνουν τις επιλογές της κυβέρνησης Νετανιάχου. Παρά την έλλειψη αυτή, η ανάλυσή τους είναι διαφωτιστική για τον τρόπο σκέψης των κυβερνώντων στην Ιερουσαλήμ. Με λίγα λόγια:

Η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου έπεισε την ισραηλινή ηγεσία να εγκαταλείψει κάθε ιδέα ότι είναι εφικτή η συνδιαλλαγή και η συνύπαρξη με οργανώσεις τύπου Χαμάς στα σύνορα του Ισραήλ. Έτσι, εγκαταλείφθηκε η προηγούμενη πολιτική της ανάσχεσης (containment) και της επιτήρησης υπέρ μιας επιθετικής δράσης με στόχο την ήττα των εχθρών (οργανώσεων αλλά και κρατών) και τη αναδιάταξη της ευρύτερης περιοχής.

Στο πλαίσιο αυτής της νέας πολιτικής, το Ισραήλ ισοπεδώνει τη Γάζα, διεξάγει επιχειρήσεις στη Δυτική Όχθη, εισβάλλει και πλήττει στόχους στον Λίβανο και στη Συρία, επιτίθεται σε εγκαταστάσεις στο Ιράν και, ταυτόχρονα, εξοντώνει ηγετικά στελέχη των αντιπάλων του οπουδήποτε μπορεί να τα εντοπίσει. Το νέο στοιχείο είναι ότι, σε αντίθεση με το παρελθόν, σήμερα το Ισραήλ δεν «κρύβεται», αλλά παραδέχεται ανοιχτά τις ενέργειές του, θέλοντας να στείλει το μήνυμα ότι κανένα πρόσωπο και κανένα κράτος δεν απολαμβάνουν ασυλίας. Η πολιτική αυτή δεν υποκρύπτει διάθεση του Ισραήλ να αναδειχτεί σε ηγεμονική δύναμη στη Μέση Ανατολή. Κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς άτοπο μέσα σε μια θάλασσα μουσουλμανικών κρατών και λαών. Ο στόχος της ηγεσίας του είναι η επιβίωση, μέσω της αποτροπής, της πρόληψης και ισχυρών, κατά το δυνατόν, συμμαχιών.

Πρώτος στόχος είναι η εξάλειψη της Χαμάς ως στρατιωτικού και πολιτικού παράγοντα στη Γάζα. Γι’ αυτό η κυβέρνησή του απορρίπτει συστηματικά κάθε πρόταση που επιφυλάσσει κάποιον ρόλο στην οργάνωση αυτή, συμπεριλαμβανομένης της διανομής ανθρωπιστικής βοήθειας. Μάλιστα, κερδίζει έδαφος μεταξύ των κυβερνώντων η ιδέα της «εθελούσιας» μετανάστευσης των κατοίκων του παλαιστινιακού θύλακα προκειμένου να διευκολυνθεί η επίτευξη τριών βασικών στόχων: πλήρης αποστρατιωτικοποίηση, μακροπρόθεσμος έλεγχος σε ορισμένες περιοχές-κλειδιά και άμεση εποπτεία του επισιτισμού στη Γάζα. (Δεν γίνεται καμιά αναφορά στη διακυβέρνηση και τη διαβίωση όσων κατοίκων επιλέξουν να μην εγκαταλείψουν τον θύλακα.)

Η ίδια στρατηγική ισχύει και για τη Δυτική Όχθη, καθώς το Ισραήλ δεν εμπιστεύεται την Παλαιστινιακή Αρχή. Έτσι, εντείνει τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις και εξετάζει το ενδεχόμενο να επεκτείνει την εφαρμογή της δικής του νομοθεσίας στην κοιλάδα του Ιορδάνη. Η ισραηλινή ηγεσία απορρίπτει πλέον τη λύση των δύο κρατών, επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, την αμφισβήτηση από παλαιστινιακές οργανώσεις του δικαιώματος ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ και την από μέρους τους συνεχή υποστήριξη στον ένοπλο αγώνα.

Ως προς την ιεράρχηση των απειλών, το Ιράν θεωρείται ως ο υπ’ αριθμόν ένα υπαρξιακός κίνδυνος. Αυτό σχετίζεται με το πυρηνικό του πρόγραμμα και τη μαζική παραγωγή βαλλιστικών όπλων, ικανών να πλήττουν το ισραηλινό έδαφος από μεγάλη απόσταση. Για τους λόγους αυτούς, το Ισραήλ εξαπέλυσε τον «Πόλεμο των δώδεκα ημερών» και επιμένει στην ανάγκη να ληφθούν αυστηρότερα μέτρα επιτήρησης και να επιβληθούν πιο οδυνηρές κυρώσεις, ώσπου η Τεχεράνη να εγκαταλείψει τα επιθετικά της σχέδια. Απέδειξε δε η ισραηλινή κυβέρνηση ότι, προκειμένου να πετύχει τους στόχους της, αψηφά τον κίνδυνο οι εχθροπραξίες που ξεκίνησαν στη Γάζα να επεκταθούν σε περιφερειακή κλίμακα.

Παράλληλα, το Ισραήλ εξακολουθεί να επιδιώκει εξομάλυνση ή και συνεργασία με αραβικά κράτη, με τα οποία είτε διατηρεί διπλωματικές σχέσεις από παλαιότερα (Αίγυπτος, Ιορδανία), είτε τις σύναψε το 2020 στο πλαίσιο των λεγόμενων «Συμφωνιών του Αβραάμ», (Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Μπαχρέιν, Σουδάν, Μαρόκο). Σ’ αυτή τη διαδικασία εξομάλυνσης βρισκόταν με το πλουσιότερο κράτος της περιοχής, τη Σαουδική Αραβία, όταν σημειώθηκε η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023. Σε διεθνές επίπεδο, παρά τον καθοριστικό ρόλο της στενής σχέσης του με τις Ηνωμένες Πολιτείες (που εξελίχτηκε σε ακόμα στενότερη επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ), η ισραηλινή ηγεσία αντιλαμβάνεται ότι η μακροπρόθεσμη ασφάλεια του κράτους σημαίνει όχι μόνο ήττα των σημερινών εχθρών του αλλά και διαφοροποίηση συμμαχιών και επένδυση στην αμυντική αυτάρκεια ώστε το Ισραήλ να μπορεί να δρα αυτόνομα απέναντι σε νέες κρίσεις.

Συνοψίζοντας, σύμφωνα με τη γνώμη των δύο αναλυτών, το νέο «παράδειγμα» ασφάλειας του Ισραήλ προτάσσει την ισχύ, την πρόληψη και την περιφερειακή αναδιάταξη έναντι του συμβιβασμού και της αποτροπής. Οι σημερινοί του ηγέτες πιστεύουν ότι μόνο αποφασιστική στρατιωτική δράση (με όποιο κόστος) και στρατηγική αυτονομία μπορούν να εγγυηθούν την επιβίωση του Ισραήλ και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για μια σταθερότερη περιφερειακή τάξη. Πατώντας επί πτωμάτων, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς.