- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Κερδισμένοι και χαμένοι του υπερτουρισμού
Ποιοι βιώνουν τις ελλείψεις, ανεπάρκειες και συνέπειες του φαινομένου
Υπερτουρισμός: Υπάρχει οργάνωση και σχέδιο διαχείρισης της μαζικής άφιξης τουριστών στους διάφορους προορισμούς;
Η υπέρβαση του μέγιστου ορίου τουριστικής ανάπτυξης και του απόλυτου αριθμού επισκεπτών που μπορεί αντικειμενικά να αντέξει μία περιοχή, αυτό δηλαδή που εν συντομία ονομάζουμε «υπερτουρισμός», είναι μία πραγματικότητα που βιώνουν εδώ και αρκετά χρόνια πολλοί, εξαιρετικά δημοφιλείς ταξιδιωτικοί προορισμοί παγκοσμίως (μεγάλα αστικά κέντρα, καθώς επίσης ηπειρωτικοί, παραθαλάσσιοι και νησιωτικοί οικισμοί).
Το φαινόμενο του υπερτουρισμού «απλώνει τα πλοκάμια του» σε ολοένα περισσότερα μέρη του κόσμου, τα οποία, αλλάζοντας άρδην το τοπικό παραγωγικό τους μοντέλο από την αγροτική και βιομηχανική οικονομία προς το εμπόριο και την παροχή υπηρεσιών, διεκδικούν μερίδιο από τη δελεαστική πίτα της τουριστικής επιχειρηματικότητας που υπόσχεται ευημερία. Ωστόσο, αυτή η μετάβαση γίνεται σε κάποιες περιπτώσεις με μια κάπως κοντόφθαλμη αντίληψη, αφού συχνά απουσιάζει ή υποβαθμίζεται η συνειδητοποίηση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων, οι οποίες δεν είναι πάντα, όπως εξαρχής φαντάζουν, κατ' ανάγκη θετικές για όλους.
Οι συνέπειες του φαινομένου, ιδίως σε περιόδους που λόγω εποχικότητας κορυφώνεται σε ανησυχητικά επίπεδα, δεν είναι μονοσήμαντες, αλλά κυμαίνονται από ευχάριστες έως δυσάρεστες, αναλόγως της οπτικής γωνίας των άμεσα εμπλεκομένων, οι οποίοι διασπείρονται σε τέσσερις βασικούς πόλους:
-Τον ντόπιο πληθυσμό, που διακρίνεται στους μόνιμους κατοίκους και σε εκείνους ανάμεσά τους που απασχολούνται σε επαγγέλματα που έχουν άμεση ή έμμεση σύνδεση με τον τουριστικό κλάδο.
-Τους επισκέπτες-τουρίστες.
-Τους μεγάλους - εγχώριους και διεθνείς - τουριστικούς ομίλους, οι οποίοι με τη συστημική τους οργάνωση και τις εμπορικές πρακτικές τους καλλιεργούν και διοχετεύον την τουριστική ζήτηση (ξενοδοχειακές αλυσίδες, πλατφόρμες διαχείρισης κρατήσεων, ταξιδιωτικοί πράκτορες, επιχειρήσεις εκμίσθωσης οχημάτων, πάροχοι υπηρεσιών κρουαζιέρας, εταιρείες οδικών, θαλάσσιων και αεροπορικών μεταφορών, ναυλομεσιτικά γραφεία, κ.ά.).
-Καθώς επίσης και το κράτος υπό την ιδιότητα είτε του εισπράκτορα φορολογίας είτε, κατά περίπτωση, του διαχειριστή ή του εκμισθωτή εγκαταστάσεων ειδικής τουριστικής υποδομής (λιμένων, αεροδρομίων, αυτοκινητοδρόμων).
Όλο αυτό το σύμπλεγμα αλληλο-αναπτυσσόμενων σχέσεων καταλήγει ωφέλιμο - με όρους κερδοφορίας - για κάποιους και βασανιστικό - με βιωματικούς όρους - για τους υπόλοιπους, ενώ την ίδια στιγμή δίνει αφορμή για κριτική θεώρηση και γόνιμο προβληματισμό επί του θέματος.
Η ανάδειξη της πλήρους έλλειψης ή της αναποτελεσματικότητας ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού ορθής διαχείρισης του οργανωμένου μαζικού (υπερ)τουρισμού και των πιέσεων που προκαλεί, ώστε να μην υποφέρουν οι κατά τόπους περιοχές-δέκτες, αλλά και η απογύμνωση της ανεπάρκειας ή της υπολειτουργίας δημόσιων υποδομών μπροστά στη μεγεθυμένη απαίτηση ικανοποίησης σημαντικών βιοτικών αναγκών που κανονικά βρίσκονται υπό την ευθύνη του κράτους ή των προστηθέντων του (διαθεσιμότητα νερού και ηλεκτρικής ενέργειας, καθαριότητα και διαχείριση απορριμμάτων, υγεία και περίθαλψη, αστυνόμευση και ασφάλεια, ικανότητα αντιμετώπισης έκτακτων καταστάσεων), προκαλούν την εύλογη αγανάκτηση κατοίκων και τουριστών και δημιουργούν αλγεινές εντυπώσεις, οι οποίες αντισταθμίζουν την ωφέλεια από τα τεράστια έσοδα που καταλήγουν στα δημόσια ταμεία χάρη στην, όντως, καταλυτική επίδραση της τουριστικής βιομηχανίας στην εθνική οικονομία. Κάπως έτσι, το κράτος «πατάει και στις δύο βάρκες» τόσο των κερδισμένων - λόγω οικονομικής ανάπτυξης - όσο και των χαμένων - λόγω κοινωνικών αντιδράσεων και πολιτικού κόστους - της υπόθεσης.
Βέβαια, τις παραπάνω ελλείψεις και ανεπάρκειες βιώνουν πρωτίστως οι μόνιμοι κάτοικοι, παρόλο που ως φορολογούμενοι δικαιούνται ποιοτικές δημόσιες αντιπαροχές, οι οποίες πρέπει με κάποιον τρόπο να μη φθίνουν ούτε να υποβαθμίζονται επειδή έχουν την «ατυχία» να ζουν σε περιοχές με μεγάλη τουριστική ζήτηση και εντατική επισκεψιμότητα. Εξάλλου, έχουν να αντιμετωπίσουν και το γεγονός ότι ο τόπος τους κατακλύζεται για μεγάλα χρονικά διαστήματα από ατελείωτα κύματα τουριστών, το ένα κυριολεκτικά πίσω από τ’ άλλο, σε τέτοιο βαθμό, που αδυνατούν να βρουν ήσυχα μέρη για να τους αποφύγουν· να βγουν στο μπαλκόνι ή στην αυλή χωρίς να νιώθουν την ασφυξία της πολυκοσμίας· γενικώς, να αισθανθούν άνετα στον χώρο τους, εντός και εκτός σπιτιού.
Στην πραγματικότητα, ζουν σε ένα ιδιότυπο περιθώριο, αόρατες φιγούρες που προσπαθούν με διαρκείς ελιγμούς να διάγουν τη συνήθη καθημερινότητά τους· ενοχλημένες υπάρξεις που καλούνται να προσαρμοστούν σε έναν ταραχώδη και αγχώδη - για τα δικά τους δεδομένα - τρόπο ζωής που τους επιβάλλει μία αλλότρια κατάσταση, αλλά και να υπομένουν τουριστικές συμπεριφορές που δεν είναι πάντα πρόσχαρες και ευγενικές· παρατηρητές της ξέφρενης κατανάλωσης του τουριστικού προϊόντος από χιλιάδες αγνώστους που - καλά να είναι οι άνθρωποι - πάνε και έρχονται σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο χωρίς διάλειμμα, χωρίς σταματημό, γεμίζοντας ασφυκτικά - πολλές φορές πάνω από τα όριά του - τον δημόσιο χώρο. Δείτε τι συμβαίνει, για παράδειγμα, στα σοκάκια της Βενετίας και της Σαντορίνης…
Το πιο άβολο, όμως, είναι η διάσταση απόψεων, η σύγκρουση συμφερόντων ανάμεσα στους κατοίκους και εκείνους τους συμπολίτες τους που, αντιθέτως, ζουν από αυτή την έντονη τουριστικοποίηση, η οποία είναι αλήθεια ότι στην υπερβολική της όψη -με την εντατική οικοδόμηση καταλυμάτων για τους επισκέπτες και τον καταιγισμό εμπορικών καταστημάτων πώλησης τουριστικών ειδών και επιχειρήσεων εστίασης- καταλήγει να αλλοιώνει την αισθητική και να πληγώνει τη γραφικότητα μίας περιοχής. Ωστόσο, οι πάσης φύσης ντόπιοι μικρο-επιχειρηματίες επιδεικνύουν, αναμενόμενα, μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα και ανοχή στο φαινόμενο του υπερτουρισμού, αφού αυτή η στάση τους επιβραβεύεται με το γέμισμα των τραπεζικών τους λογαριασμών. Το οικονομικό κέρδος είναι, σε αυτή την περίπτωση, βάλσαμο σε όλα τα άλλα προβλήματα που συνοδεύουν τον υπερτουρισμό, τα οποία και εκείνοι βλέπουν και ζουν, όμως τα αντιμετωπίζουν με υπομονετικότερη διάθεση από τη σκοπιά της πιεστικής ανάγκης του βιοπορισμού.
Θα περίμενε κανείς ότι οι τουρίστες, αυτοί που πληρώνουν αδρά για το τουριστικό προϊόν που καταναλώνουν, συγκαταλέγονται αναφανδόν στους κερδισμένους. Ναι, σίγουρα, εάν αναφερόμαστε στον επισκέπτη της περιοχής που με την ήπια και λελογισμένη τουριστική της ανάπτυξη προσφέρει την επιδιωκόμενη ανάπαυλα των διακοπών με όρους πληρωμένης, αλλά ειλικρινούς φιλοξενίας σε ένα χαλαρό περιβάλλον. Εδώ όμως μιλούμε για τον υπερτουρισμό, την άγρια όψη του μοντέλου του οργανωμένου (και μη) μαζικού τουρισμού, που επιδρά εξίσου αρνητικά όχι μόνο στην ποιότητα της ζωής των κατοίκων, αλλά, υπό άλλο πρίσμα, και στην ποιότητα των εμπειριών των επισκεπτών.
Ο υπερβολικός συνωστισμός - σχεδόν «σαρδελοποίηση» - σε δρόμους και σοκάκια, που μακράν απέχει από το να σου χαρίσει την αίσθηση ενός απολαυστικού περίπατου· οι πολύωρες αναμονές σε μνημεία και μουσεία υπό ορθοστασία και, συνήθως, κάτω από τον αδυσώπητο ήλιο· η υπερπληρότητα παροχών, που σε υποχρεώνει να κάνεις κράτηση για το οτιδήποτε, από θέση σε εστιατόριο-καφετέρια μέχρι σε ξαπλώστρα στην παραλία, ακόμα και εβδομάδες νωρίτερα· οι πανύψηλες τιμές, που σου θυμίζουν ότι πρώτα απ’ όλα είσαι ένα πορτοφόλι που διαρκώς πρέπει να ανοίγει (και να αδειάζει με αστραπιαία ταχύτητα)· η δυσκολία να τραβήξεις έστω μία αναμνηστική φωτογραφία ανενόχλητος, χωρίς να σου κάνουν άθελά τους συνεχές photo-bombing οι εκατοντάδες διερχόμενοι· ο κίνδυνος να πέσεις ανά πάσα στιγμή θύμα εγκληματικής ενέργειας (ληστείας ή απρόκλητης επίθεσης)· η ελλιπής καθαριότητα στους δημόσιους χώρους και, γενικώς, οι υποδομές που δεν έχουν σχεδιαστεί για την κάλυψη τόσο μαζικών αναγκών και αποδεικνύονται ανεπαρκείς· το άγχος να ακολουθείς με ακρίβεια ένα συνεχές πρόγραμμα και να σε καθοδηγούν σαν χαμένο, εάν είσαι σε οργανωμένο γκρουπ - μικρή αγέλη ανάμεσα σε δεκάδες άλλες περίκλειστες αγέλες γύρω σου μέσα σε μία Βαβέλ -, που σε γεμίζει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον τόπο που επισκέπτεσαι, αλλά αποστερεί την ταξιδιωτική σου εμπειρία από τον αυθορμητισμό της ελεύθερης αναζήτησης· η υποβάθμιση του περιβάλλοντος εξαιτίας της αλόγιστης τουριστικής ανάπτυξης και της υπερβολικής προσέλευσης τουριστών, που σκοτώνει την αυθεντικότητα μίας περιοχής και σε φέρνει αντιμέτωπο με μία ταξιδιωτική πραγματικότητα που συχνά απέχει πολύ από την τέλεια εικόνα που περίμενες (ή που σου υποσχέθηκαν).
Μόνοι αληθινά κερδισμένοι του υπερτουρισμού φαίνεται τελικά να είναι οι μεγάλοι επιχειρηματικοί παίκτες που τον υποδαυλίζουν, αφού η αυξημένη τουριστική κίνηση συνοδεύεται παγίως από αντίστοιχη σημαντική άνοδο των εσόδων τους, την ίδια στιγμή που ο διεθνής χαρακτήρας αυτών των εταιρειών τούς επιτρέπει να διατηρούν απόσταση από τα τοπικά προβλήματα που αποτελούν απειλή για την ποιότητα ζωής των κατοίκων και της ταξιδιωτικής εμπειρίας των επισκεπτών μίας ταλαιπωρημένης από τον υπερτουρισμό περιοχής.
Το ενδιαφέρον των ανθρώπων για ξεκούραση και διακοπές, που παραμένει αμείωτο ή και αυξανόμενο ακόμα και εν μέσω παραγόντων που κανονικά θα λειτουργούσαν ανασχετικά (π.χ. περιφερειακές συρράξεις, κλιματική αλλαγή, οικονομική ανασφάλεια), το hype και το trend που περιβάλουν κάποιους προορισμούς (π.χ. λόγω επίδρασης του λεγόμενου «κινηματογραφικού» ή του «αθλητικού» τουρισμού), η μοναδικότητα των μνημείων και των φυσικών αξιοθέατων ορισμένων περιοχών, η εύκολη προσβασιμότητα σε προορισμούς και το πυκνό δίκτυο διεθνών μετακινήσεων με χαμηλό κόστος, η οργάνωση των τουριστών σε μεγάλα γκρουπ, η καθιέρωση νέων ταξιδιωτικών συνηθειών, όπως το city-hopping, η διαρκής εμπορευματοποίηση-εκμετάλλευση της τουριστικής κίνησης, αναδυόμενοι ευέλικτοι τύποι τουριστικών καταλυμάτων, όπως οι βραχυχρόνιες μισθώσεις, καθώς και άλλοι συναφείς παράγοντες, δημιουργούν τις προϋποθέσεις περαιτέρω διόγκωσης του φαινομένου του υπερτουρισμού, άρα και της αρνητικής όψης των συνεπειών του, κάνοντας τον τουρισμό να λειτουργεί εν τέλει επιθετικά απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, την ποιότητα του τουριστικού προϊόντος.
Και όχι μόνο αυτό. Διάφορες χώρες αρχίζουν να εφαρμόζουν μέτρα καταπολέμησης του υπερτουρισμού σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, ενώ πληθαίνουν παράλληλα φαινόμενα κοινωνικού αυτοματισμού, όπου κάτοικοι των περιοχών που αντιμετωπίζουν έντονο το πρόβλημα καταφέρονται απεγνωσμένα με αντιδραστικές ενέργειες κατά των επισκεπτών, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να θεωρείται σοβαρή και αποδεκτή λύση.
Μακροπρόθεσμα, η υιοθέτηση προληπτικών μέτρων όχι με στόχο την καταπολέμηση, αλλά την αποφυγή του υπερτουρισμού (π.χ. περιορισμός της ανεξέλεγκτης δόμησης για την ανέγερση τουριστικών καταλυμάτων, ιδίως σε περιοχές που είναι ήδη επιβαρυμένες), ο προσανατολισμός των ταξιδιωτικών μας επιλογών σε λιγότερο πολυσύχναστες και δημοφιλείς τοποθεσίες, η αποφυγή του συνωστισμού των σχολικών διακοπών και, γενικότερα, η μετατόπιση του τουριστικού ενδιαφέροντος προς περιόδους χαμηλότερης έντασης (π.χ. Άνοιξη, Φθινόπωρο), όπου είναι δυνατόν (π.χ. συνταξιούχοι, φοιτητές, ζευγάρια χωρίς παιδιά), ίσως είναι σε θέση να δώσουν μία κάπως ικανοποιητική διέξοδο προς μία νέα -καλύτερη και βιώσιμη- τουριστική πραγματικότητα τα επόμενα χρόνια.