Κοσμος

Συνάντηση Τραμπ - Πούτιν: Αποκωδικοποιώντας τον Ρώσο πρόεδρο - Άμεση ανάλυση

Πώς ο Βλαντιμίρ Πούτιν ενδεχομένως να επικοινώνησε απείρως περισσότερα απ’ όσα είπε στη συνέντευξη τύπου

Άγης Παπαγεωργίου
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνάντηση Τραμπ - Πούτιν: Οι τοποθετήσεις των δύο ανδρών και τα κρυμμένα μηνύματα της τοποθέτησης του Ρώσου προέδρου

Η διμερής συνάντηση του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, με τον Ρώσο ομόλογό του, Βλαντιμίρ Πούτιν, στην Αλάσκα, η οποία ολοκληρώθηκε τα χαράματα του Σαββάτου, ώρα Ελλάδας, αποτέλεσε την πλέον αναμενόμενη οποιουδήποτε ζεύγους ηγετών των τελευταίων ετών. Με τον ρώσο-ουκρανικό πόλεμο να μαίνεται πλέον για δυόμισι χρόνια, η διεθνής κοινότητα έστρεψε την απόλυτη προσοχή της στο Άνκορατζ, περιμένοντας πως –ανεξαρτήτως λεπτομερειών– η συνέντευξη τύπου, η οποία ακολούθησε τη σχεδόν τρίωρη συνομιλία των δύο ομολόγων, θα έδινε έστω και ορισμένες πληροφορίες αναφορικά με τις προθέσεις τους για το άμεσο μέλλον.

Αντ’ αυτού, τόσο ο Ντόναλντ Τραμπ όσο και ο Πούτιν αρκέστηκαν απλώς σε μια τοποθέτηση έκαστος, χωρίς να εντρυφήσουν ούτε στο ελάχιστο αναφορικά με τα συγκεκριμένα θέματα τα οποία συζήτησαν, ούτε να δώσουν έστω μια μονολεκτική απάντηση στις δεκάδες ερωτήσεις στις οποίες προχώρησαν, μετά και το τέλος της τοποθέτησης του Αμερικανού προέδρου, οι δημοσιογράφοι. Όμως παρότι, τόσο ο Αμερικανός όσο και ο Ρώσος πρόεδρος, απέφυγαν σκοπίμως να παρουσιάσουν τις θέσεις τους, τονίζοντας που ακριβώς αυτές συγκλίνουν, αλλά και διευκρινίζοντας τα σημεία στα οποία αποκλίνουν. Εντούτοις, η τοποθέτηση του Βλαντιμίρ Πούτιν, αν και δεν εμπεριείχε κάποια ουσιαστική λεπτομέρεια αναφορικά με τον ρώσο-ουκρανικό πόλεμο, προσφέρεται, κατά τα άλλα, ως μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης και πιθανολόγησης των επόμενων κινήσεων του Κρεμλίνου.

Η τοποθέτηση του Βλαντιμίρ Πούτιν

Ξεκινώντας με το πρωτοφανές της συνέντευξης τύπου στο Άνκορατζ, ο Ρώσος πρόεδρος προχώρησε πρώτος στην τοποθέτησή του, παρότι αποτελούσε τον φιλοξενούμενο ηγέτη· είθισται την εκάστοτε συνέντευξη τύπου να την ανοίγει ο οικοδεσπότης, ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση η, κατά τα άλλα, πάγια διπλωματική τακτική δεν εφαρμόστηκε, με τη σημειολογία του στιγμιότυπου να είναι αξιοσημείωτη. Δευτερευόντως, αίσθηση έκανε το γεγονός πως ο Πούτιν εμφανίστηκε εντυπωσιακά χαλαρός, περιγράφοντας πώς αποκάλεσε τον Τραμπ «αγαπημένο γείτονα» άμα τη αφίξει του στην Αλάσκα, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός πως η Ρωσική Ομοσπονδία συνορεύει όντως με τις ΗΠΑ στις Διομήδειες Νήσους, στον Βερίγγειο Πορθμό στον Βόρειο Ειρηνικό. Δεν έχασε την ευκαιρία να αναφερθεί στο γεγονός πως η Αλάσκα αποτελεί πρώην έδαφος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, αφιερώνοντας αρκετό χρόνο στους τρόπους μέσω των οποίων η βορειότερη πολιτεία των ΗΠΑ αποτελεί έναν συνδετικό κρίκο μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Σημείωσε ότι όπως η Μόσχα και η Ουάσιγκτον συνεργάστηκαν ως εταίροι απέναντι σε κοινές απειλές στο παρελθόν –δηλαδή απέναντι στη ναζιστική Γερμανία–, έτσι ο ίδιος ελπίζει πως θα πράξουν και στη συνέχεια. Τελειώνοντας την ιστορική του αναδρομή, ο Πούτιν σημείωσε πως οι διμερείς σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας βρίσκονταν στη χειρότερή τους φάση στη μέτα-ψυχροπολεμική εποχή, προσθέτοντας ότι η συνάντηση μεταξύ των δύο ηγετών στο Άνκορατζ αποτελεί μια πρωτοφανή ευκαιρία επαναπροσέγγισης.

Οι δύο ηγέτες κατά την άφιξή τους στην Αλάσκα © Andrew Harnik/Getty Images

Στη συνέχεια, ο Ρώσος πρόεδρος προχώρησε σε μια κάπως άβολη αποθέωση του Αμερικανού ομόλογού του, εξαίροντας τόσο τις διπλωματικές του ικανότητες όσο και τις ιστορικές του γνώσεις· ως αυθεντικός πρώην πράκτορας της KGB, δεν άφησε να του ξεφύγει ούτε ένα μειδίαμα, όταν αναφέρθηκε συγκεκριμένα στο βάθος της «πολύτιμης» ιστορικής κατανόησης του Τραμπ επί των διμερών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας-Ουκρανίας. Ο Πούτιν αποκάλεσε την Ουκρανία ως ένα «αδελφό έθνος» της Ρωσίας, απολύτως κρίσιμο για τη ρωσική εθνική ασφάλεια, τονίζοντας πως οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί πολίτες έχουν τις ίδιες πολιτισμικές ρίζες και πως ο ρώσο-ουκρανικός πόλεμος αποτελεί μια «φρικτή τραγωδία», γεγονός που καθιστά τον τερματισμό της σύγκρουσης απόλυτη προτεραιότητα για τη Μόσχα. Σε εκείνο το σημείο, ο Ρώσος πρόεδρος προχώρησε και στην πλέον ουσιώδη αποστροφή της σύντομης τοποθέτησής του, σημειώνοντας πως, λόγω των παραπάνω συνθηκών, η ρωσική κυβέρνηση δεν έχει άλλη επιλογή από το να αντιμετωπίσει στον πυρήνα τους τις πρωταρχικές αιτίες που προκάλεσαν τον πόλεμο. Υπενθυμίζεται πως τον Φεβρουάριο του 2022, ο Πούτιν είχε ουσιαστικά παρουσιάσει τρεις δομικές αιτίες που καθιστούσαν την εισβολή των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων απαραίτητη:

α) την αποτροπή της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και της περαιτέρω αποδυνάμωσης της ρωσικής εθνικής ασφάλειας
β) την αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας –και την καθαίρεση του Ουκρανού προέδρου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι– αλλά και την αποκατάστασης των ρωσόφωνων Ουκρανών στις διοικητικές περιοχές του Ντονμπάς και
γ) της διόρθωσης –κατά τη Ρωσία– γεωπολιτικής παρανόησης πως οι Ουκρανοί και οι Ρώσοι δεν αποτελούν τμήματα του ίδιου έθνους.

O Πούτιν δήλωσε πως ο Τραμπ είχε δίκιο όταν υποστήριζε πως αν εκείνος είχε κερδίσει τις εκλογές του 2020, ο Ρώσο-ουκρανικός πόλεμος δεν θα ξεσπούσε ποτέ

Διευρύνοντας ακόμα περισσότερο το γεωπολιτικό υπόβαθρο της διμερούς συνάντησης στην Αλάσκα, ο Ρώσος πρόεδρος σημείωσε πως η διευθέτηση του Ρώσο-ουκρανικού πολέμου θα αποτελέσει την καταλυτική παράμετρο ώστε να σταθεροποιηθεί η ισορροπία των δυνάμεων στην Ανατολική Ευρώπη αλλά και ευρύτερα εντός του διεθνούς συστήματος, καλώντας παράλληλα, τόσο το Κίεβο όσο και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες –δηλαδή τον γαλλογερμανοβρετανικό άξονα–, να υιοθετήσουν μια παραγωγική στάση και να αποφύγουν τον «τορπιλισμό» της προόδου, η οποία σημειώθηκε στην Αλάσκα. Αξίζει να σημειωθεί πως στο τέλος της τοποθέτησης του, ο Πούτιν εξήρε τη συμβολή του Τραμπ στην επανεκκίνηση του διμερούς εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, επαναφέροντας τη σημασία του γεγονότος πως οι δύο χώρες αποτελούν γεωγραφικούς γείτονες και τονίζοντας πως ο Αμερικανός ομόλογός του αντιλαμβάνεται πως η Ρωσία έχει τα δικά της συμφέροντα και πως οι «συμφωνίες» μεταξύ των δύο ηγετών αποτελούν την ιδανική εκκίνηση για μια διμερή επαναπροσέγγιση, τόσο στο ζήτημα της Ουκρανίας όσο και ευρύτερα. Τερματίζοντας τη σημειολογία, ο Πούτιν έκλεισε λέγοντας πως ο Τραμπ είχε δίκιο όταν υποστήριζε πως αν εκείνος είχε κερδίσει τις εκλογές του 2020, ο Ρώσο-ουκρανικός πόλεμος δεν θα ξεσπούσε ποτέ.

Τα κρυμμένα μηνύματα της τοποθέτησης Πούτιν

Ξεκινώντας από το τέλος, η σημαντικότερη παραδοξότητα της τοποθέτησης του Ρώσου προέδρου είναι πως αναφέρθηκε στη σύναψη «συμφωνιών» με τον Αμερικανό ομόλογό του, τη στιγμή που ο Τραμπ σημείωσε πως «δεν υπάρχει συμφωνία, μέχρι να υπάρξει συμφωνία». Την ίδια στιγμή, η αποστροφή του Πούτιν σχετικά με την κατανόηση που δείχνει ο Τραμπ στο γεγονός πως η Ρωσία οφείλει να διαφυλάξει τα εθνικά της συμφέροντα, αποτελεί  μια προσπάθεια εκ μέρους του Ρώσου προέδρου να φέρει τον Αμερικανό ομόλογό του προ επικοινωνιακών τετελεσμένων· οι δύο συγκεκριμένες συνθήκες μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι ο Πούτιν πιθανότατα κατέστησε σαφές στον Τραμπ πως δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση η Μόσχα να αποδεχθεί την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Eίναι μάλλον απίθανο να πιστέψει κανείς πως o Πούτιν υποχώρησε σε ό,τι αφορά τις εδαφικές απαιτήσεις της Μόσχας ως καταλυτική παράμετρο για τον τερματισμό της σύγκρουσης. Παράλληλα, το γεγονός ότι ο Πούτιν αναφέρθηκε στην πρόοδο η οποία έχει σημειωθεί σε διπλωματικό επίπεδο αναφορικά με τον Ρώσο-ουκρανικό πόλεμο, τονίζοντας πως τα αίτια που τον προκάλεσαν δεν έχουν ακόμα αντιμετωπιστεί, προοικονομεί την παραμονή της ρωσικής κυβέρνησης σε μια αντιπαραγωγική θέση απέναντι στο Κίεβο και στους Ευρωπαίους εταίρους των ΗΠΑ, σχετικά με τις ρωσικές επιδιώξεις για το γεωπολιτικό μέλλον της Ουκρανίας.

Mπορεί ο Πούτιν να μην πήρε αυτό που ήθελε αναφορικά με την Ουκρανία, ωστόσο ενδεχομένως να έβαλε τις βάσεις μιας ουσιαστικής επαναπροσέγγισης μεταξύ της Ρωσίας και των ΗΠΑ, η οποία θα τον εξυπηρετήσει ποικιλοτρόπως σε βάθος χρόνου

Με άλλα λόγια, το μοναδικό σαφές συμπέρασμα στο οποίο μπορεί κανείς να καταλήξει είναι πως ο Πούτιν δεν φαίνεται πρόθυμος να υιοθετήσει μια λιγότερο συγκρουσιακή στάση, αλλά και ότι ο Τραμπ –παρότι στην τοποθέτηση του εμφανίστηκε μαεστρικά προσεκτικός– δείχνει να αντιλαμβάνεται πως δύσκολα μπορεί να υπολογίσει στο συγκεκριμένο ενδεχόμενο. Εξάλλου, ο Αμερικανός πρόεδρος δεσμεύτηκε να ενημερώσει τους Ευρωπαίους εταίρους των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, όπου φαίνεται πως θα κριθεί και η επόμενη φάση του Ρώσο-ουκρανικού πολέμου· μια πιθανή αποδοχή εκ μέρους της Ευρώπης πως, όντως, ο κατευνασμός του Πούτιν αποτελεί τη μοναδική συνθήκη που θα μπορούσε να οδηγήσει στον τερματισμό της σύγκρουσης, αυτομάτως θα άλλαζε άρδην τις ισορροπίες. Αξίζει να σημειωθεί πως αμέσως μετά τη συγκεκριμένη του αποστροφή (πως θα ενημερώσει τους Ευρωπαίους ομόλογούς του αναφορικά με την «πρόοδο η οποία σημειώθηκε» στην Αλάσκα), ο Αμερικανός πρόεδρος τόνισε πως έχει μια «σπουδαία σχέση» με τον Ρώσο ομόλογό του, ο οποίος όμως αποτελεί την πλέον προβεβλημένη και μισητή persona non-grata στους ευρωπαϊκούς κύκλους, με την εξαίρεση φυσικά της Βουδαπέστης. Αποφεύγοντας είτε να σχολιάσει είτε να διορθώσει την τοποθέτηση του Πούτιν, ο Τραμπ κατέστησε σαφή την προτεραιότητα που δίνει στον τερματισμό της σύγκρουσης έναντι του σεβασμού της ουκρανικής εδαφικής ακεραιότητας στην προπολεμική της μορφή, μια θέση όμως που δεν έχουν δείξει να μοιράζονται οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

© Contributor/Getty Images

Ωστόσο, το κρισιμότερο ποιοτικό στοιχείο της τοποθέτησης του Βλαντιμίρ Πούτιν ήταν πως επιχείρησε να παρουσιάσει εαυτόν ως ίσο συνομιλητή του Ντόναλντ Τραμπ, παρουσιάζοντας τη σύγκλιση μεταξύ των δύο χωρών στο πλαίσιο της δεύτερης συνύπαρξής τους ως μια πρωτοφανή ευκαιρία για σταθεροποίηση του διεθνούς συστήματος. Οι επαναλαμβανόμενες επικλήσεις στο κοινό παρελθόν των δύο χωρών, στις προοπτικές οι οποίες υφίστανται στις εμπορικές τους σχέσεις, αλλά φυσικά και στην τομή την οποία θα επιτύχουν εφόσον τερματίσουν από κοινού τον Ρώσο-ουκρανικό πόλεμο, συμπεριλαμβανόμενες από τις προσωπικές εκθειάσεις προς το πρόσωπο του Τραμπ, αποτέλεσαν την προσπάθεια του Πούτιν να φωτογραφίσει ένα μέλλον στο οποίο η Ουάσινγκτον και η Μόσχα θα αποτελούν σταθεροποιητικές δυνάμεις εντός του διεθνούς συστήματος, ακριβώς επειδή η μία θα σέβεται τη σφαίρα επιρροής της άλλης· ως ο πλέον αυθεντικός απολογητής της ΕΣΣΔ, ο Πούτιν δεν θα μπορούσε να φανταστεί ένα ευτυχέστερα σενάριο από ένα διμερές μέλλον που θα φέρνει στις μέρες της détente τη δεκαετία 1969-1979. Θέτοντάς το διαφορετικά, μπορεί ο Πούτιν να μην πήρε αυτό που ήθελε αναφορικά με την Ουκρανία, ωστόσο ενδεχομένως να έβαλε τις βάσεις μιας ουσιαστικής επαναπροσέγγισης μεταξύ της Ρωσίας και των ΗΠΑ, η οποία θα τον εξυπηρετήσει ποικιλοτρόπως σε βάθος χρόνου.

Αυτός είναι ο κόσμος του Ντόναλντ Τραμπ

Σε κάθε περίπτωση, όσο καλόκεφος, πρόσχαρος, κατευναστικός, καθησυχαστικός και αισιόδοξος και να προσπάθησε να εμφανιστεί ο Ρώσος πρόεδρος, η πραγματικότητα είναι πως όλος ο κόσμος γυρίζει γύρω από τον Ντόναλντ Τραμπ. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι ακριβώς συζήτησαν οι δύο ηγέτες στο Άνκορατζ, εντούτοις είναι δεδομένο πως η πορεία των εξελίξεων, τόσο στο πλαίσιο του Ρώσο-ουκρανικού πολέμου όσο και ευρύτερα στο επίπεδο των διμερών σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας, θα εξαρτηθούν απολύτως από τις κινήσεις και τις στρατηγικές πρωτοβουλίες στις οποίες θα προχωρήσει ο Αμερικανός πρόεδρος, καθώς πέραν της ισχυρότερης στρατιωτικής και οικονομικής υπερδύναμης παγκοσμίως, ηγείται και η κίνηση με τη συντριπτικότερη ήπια ισχύ στην καταγεγραμμένη ιστορία. Ακόμα και σήμερα, η ισχύς των ΗΠΑ είναι τέτοια που δίνει στον Τραμπ σχεδόν απόλυτη ελευθερία κινήσεων ώστε να επιβάλλει τη βούλησή του· τη συγκεκριμένη συνθήκη –η οποία εξάλλου αποτελεί και τη βασικότερη θεώρηση του ρεαλισμού, του οποίου αποτελεί ένθερμο θιασώτη– αντιλαμβάνεται ίσως καλύτερα απ’ όλους ο Βλαντιμίρ Πούτιν, και γι' αυτόν τον λόγο φαίνεται πως αξιοποίησε στο έπακρο την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε στο Άνκορατζ να επαναπροσεγγίσει τον Αμερικανό πρόεδρο και να πάρει από αυτόν το μάξιμουμ, δίνοντας του και αυτό που θέλει περισσότερο: να τελειώσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Μένει να φανεί αν η Ευρώπη μπορεί να αποδείξει στον Τραμπ πως μπορεί και εκείνη να φερθεί ως γεωπολιτική υπερδύναμη, μπροστά στην οποία η Ρωσία ωχριά, τουλάχιστον σε οικονομικό επίπεδο, ή αν θα μείνει ξανά θεατής –όπως στην περίπτωση του Άνκορατζ–, αφήνοντας τον μεγαλύτερό της γεωπολιτικό εχθρό να παίζει μπάλα μόνος του.