Κοσμος

Γιατί η εμπορική συμφωνία μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ αποτελεί μια πολιτική αποτυχία για την Κομισιόν

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συμπεριφέρεται ως υπερδύναμη, καθώς δεν αντιλαμβάνεται ακόμα εαυτόν με τον συγκεκριμένο τρόπο

Άγης Παπαγεωργίου
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Πώς η Κομισιόν φοβήθηκε τον Ντόναλντ Τραμπ περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε

Χωρίς καμία υπερβολή, θα μπορούσε κανείς να πει πως οι τελευταίοι δώδεκα μήνες είναι φτιαγμένοι από τους εφιάλτες της Προέδρου της Κομισιόν, Ούρσουλα φορ ντερ Λάιεν. Σαν να μην έφτανε η επεισοδιακή επανεκλογή στο αξίωμά της, μετά και το ανησυχητικό αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών του 2024 –όπου οι υπέρ-συντηρητικές ευρώ-ομάδες των ID (Identity and Democracy) και ECR (European Conservatives and Reformists) κατέγραψαν τα εντυπωσιακότερα εκλογικά αποτελέσματα της ιστορίας τους, συγκεντρώνοντας μαζί περισσότερες από 160 έδρες στο Ευρωκοινοβούλιο–, η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο κλιμάκωσε ακόμα περισσότερο την πίεση προς την Κομισιόν. Η επονομαζόμενη VDL καλείται από τον Ιανουάριο να ανταπεξέλθει στη νέα διεθνή πραγματικότητα, αλλά και στο ενδεχόμενο μιας πολυδιάστατης διατλαντικής ρήξης.

Έξι μήνες μετά και την εκ νέου ανάληψη της αμερικανικής προεδρίας από τον Τραμπ, οι Βρυξέλλες απέφυγαν μεν μια ολομέτωπη σύγκρουση με την Ουάσινγκτον συνάπτοντας τη σχετική εμπορική συμφωνία με τις ΗΠΑ, ωστόσο το πολιτικό κόστος για την Κομισιόν είναι αξιοσημείωτο – και δυνητικά μη διαχειρίσιμο· θέτοντάς το απλά, η Κομισιόν έχει αποτύχει να συνδιαμορφώσει το γεωπολιτικό και εμπορικό πλαίσιο των διατλαντικών σχέσεων, έχοντας παράλληλα περιοριστεί σε έναν ρόλο παρατηρητή των εξελίξεων. Παρά τις εκάστοτε ρητορικές της δεσμεύεις πως προτίθεται να ασκήσει με τη σειρά της πίεση στην αμερικανική κυβέρνηση, το γεγονός πως η Κομισιόν επί της ουσίας αποδέχθηκε τους όρους τους οποίους της έθεσε ο Αμερικανός Πρόεδρος ώστε να αποφευχθεί ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο πλευρών αποδεικνύει πως οι Βρυξέλλες δεν είναι σε καμία περίπτωση έτοιμες να υιοθετήσουν μια προσέγγιση σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, η οποία να ανταποκρίνεται στο status το οποίο δικαίως αναλογεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση: μιας υπερδύναμης.

Η Κομισιόν απέτυχε να αποκωδικοποιήσει τις συμφωνίες του Τραμπ με την Κίνα και το Ηνωμένο Βασίλειο

Μετά και τον δεύτερο όρκο του Τραμπ στο Αμερικανικό Σύνταγμα –σε ένα αμιγώς σουρεαλιστικό στιγμιότυπο, με δεδομένη την εμπλοκή του Αμερικανού Προέδρου στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου του 2021– κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει πως η διαπραγματευτική στρατηγική του Λευκού Οίκου δεν είναι γνωστή, ή έστω αρκετά προβλέψιμη, τόσο σε εμπορικό, όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Ο Αμερικανός Πρόεδρος αρέσκεται στην εξαπόλυση απειλών απέναντι στον εκάστοτε αντίπαλο –ή και εταίρο– των ΗΠΑ, οι οποίες σε πρώτη φάση φαίνονται εκτός κάθε πραγματικότητας· έχοντας ωστόσο προσωποποιήσει σε απόλυτο βαθμό τη madman theory του Ρίτσαρντ Νίξον –αποδίδοντας της έναν σύγχρονο χαρακτήρα– ο Τραμπ έχει καταφέρει να πείσει τη διεθνή κοινότητα, συμπεριλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Κομισιόν, πως οι κατά τα άλλα υπερβολές στις οποίες απειλεί προς θα προχωρήσει –όπως στην επιβολή δυσθεώρητων δασμών, οι οποίοι εμφανώς και θα είχαν εξαιρετικά αρνητική επιρροή πρωτίστως στην αμερικανική οικονομία– συγκεντρώνουν κατά τα άλλα ρεαλιστικές πιθανότητες επιβολής. Ο Τραμπ αξιοποίησε ακριβώς αυτή τη διαπραγματευτική στρατηγική μετά και την ανάληψη των καθηκόντων του, τόσο απέναντι στην Κίνα και το Ηνωμένο Βασίλειο – απειλώντας το Πεκίνο με δασμολογικές επιβαρύνσεις της τάξεως του 145%, και το Λονδίνο με 25% στα βρετανικά αυτοκίνητα και τα βιομηχανικά μεταλλεύματα, και 100% στις βρετανικές ταινίες–, όσο και απέναντι στον Καναδά, όπου προσέφυγε στη δεύτερη αγαπημένη του τακτική, εμπλέκοντας το εμπορικό με το γεωπολιτικό σκέλος και απειλώντας την Οτάβα πως θα καταστήσει τον βόρειο γείτονα των ΗΠΑ 51η πολιτεία των ΗΠΑ· και στις δύο περιπτώσεις, η Ουάσιγκτον δεν προχώρησε στην εκπλήρωση των απειλών της, παρατείνοντας τις διμερείς διαπραγματεύσεις με τις εμπλεκόμενες πλευρές, συνάπτοντας συμφωνίες με Πεκίνο και Λονδίνο, και –σε κάθε περίπτωση– αποφεύγοντας μια μετωπική ρήξη.

Ο Τραμπ αποδεικνύει εαυτόν μέγα μάστορα στο να ρίχνει άδεια και να πιάνει γεμάτα

Θέτοντάς το διαφορετικά –και απλοϊκά– ο Τραμπ αποδεικνύει εαυτόν μέγα μάστορα στο να ρίχνει άδεια και να πιάνει γεμάτα. Δεδομένα, δεν υπήρχε ποτέ η παραμικρή περίπτωση οι ΗΠΑ να προχωρούσαν μονομερώς σε έναν εμπορικό πόλεμο με την –πανίσχυρη οικονομικά– Κίνα, με το Ηνωμένο Βασίλειο, ή με τον Καναδά –τον πλησιέστερο γεωπολιτικό και στενότερο οικονομικό εμπορικό τους εταίρο–, ωστόσο ο Τραμπ αντιλήφθηκε πως τα προσωπικά πολιτικά του χαρακτηριστικά του έδιναν πρωτοφανείς διαπραγματευτικούς βαθμούς ελευθερίας· κι αν δε μπλοφάρει; Ακριβώς αυτή η πιθανότητα μιας εμπορικής καταστροφής πυρηνικού επιπέδου σε περίπτωση που ο Τραμπ υιοθετούσε όντως μια απολύτως συγκρουσιακή νέο-απομονωτική πολιτική –συνδυαζόμενη με τις εκάστοτε γεωπολιτικές προεκτάσεις μιας εμπορικής ρήξης με την Ουάσιγκτον– οδήγησε τελικά στη σύναψη μιας αρχικής διμερούς συμφωνίας με το Πεκίνο, με τον Τραμπ να μην έχει φαινομενικά πετύχει τον αρχικό του στόχο, αλλά να μπορεί να υποστηρίξει απέναντι στο αμερικανικό εκλογικό σώμα πως τήρησε την υπόσχεσή του, επαναπροσδιορίζοντας την ισορροπία των εμπορικών δυνάμεων διεθνώς υπέρ των ΗΠΑ, έπειτα από δεκαετίες κατά τη διάρκεια των οποίων οι εταίροι της Ουάσιγκτον επωφελούνταν της αφελούς προσέγγισης των προκατόχων του στον Λευκό Οίκο, όπως υποστηρίζει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί. Ιδιαίτερα, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, τις απειλές των αμερικανικών δασμολογικών επιβαρύνσεων εναντίον των βρετανικών εξαγωγών –οι οποίες είχαν συνδυαστεί και με πολιτικές και προσωπικές προσβολές εναντίον του Βρετανού πρωθυπουργού, Κιρ Στάρμερ– διαδέχθηκε μια διμερής συμφωνία η οποία εξασφάλισε στο Λονδίνο προνομιακούς δασμούς της τάξεως του 10%.

Η μεγάλη χαμένη ευκαιρία της Κομισιόν

Επομένως, με δεδομένο πως οι διπλωματικές διεργασίες μεταξύ της αμερικανικής κυβέρνησης και της ευρωπαϊκής Κομισιόν ήταν πολύμηνες – μέχρι και τη σύναψη της διμερούς συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών, οι Βρυξέλλες δεν έχουν τη δικαιολογία πως δε γνώριζαν ότι ο Τραμπ πιθανότατα δεν θα προχωρούσε σε μια πλήρη σύγκρουση με την ΕΕ· ο χαρακτηρισμός TACO (Trump Always Chickens Out, δηλαδή ο Τραμπ κάνει πάντα πίσω στο τέλος) έχει πραγματική βάση, όσο κι αν τον απεχθάνεται ο Αμερικανός Πρόεδρος, καθώς όντως, καθ’ όλη τη διάρκεια των εκάστοτε διαπραγματεύσεων με τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, σε καμία περίπτωση δεν προχώρησε σε μια πραγματικά ριζοσπαστική κίνηση, η οποία θα μπορούσε να διαταράξει ανεπανόρθωτα τους εμπορικούς δεσμούς της Ουάσινγκτον εντός του διεθνούς συστήματος. Ωστόσο, μπροστά στην απειλή μιας επιβολής αμερικανικών δασμών της τάξεως του 30%, η Κομισιόν αποδέχτηκε τελικά την επιβολή νέων δασμών ύψους 15% –οι οποίοι είναι κατά 10% υψηλότεροι συγκριτικά με το προηγούμενο status quo– από τους οποίους, ωστόσο, εξαιρούνται τα ευρωπαϊκά βιομηχανικά μέταλλα, αλλά και τα ευρωπαϊκά φαρμακευτικά προϊόντα, που θα εξακολουθήσουν να φορολογούνται με δασμούς της τάξεως του 50%. Στην ουσία, δηλαδή, η Κομισιόν αποδέχτηκε ένα νέο –και τρισχειρότερο, στην κυριολεξία– εμπορικό πλαίσιο μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ, με το μοναδικό κέρδος το οποίο να μπορεί να επιδείξει προς τους Ευρωπαίους πολίτες να είναι η αποφυγή ενός εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ, ο οποίος ωστόσο –όπως δείχνουν οι περιπτώσεις της Κίνας και του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως όμως και του Καναδά και του Μεξικό, όπου παρότι οι διμερείς διαπραγματεύσεις έχουν αποδειχτεί δύσκολες, σε καμία περίπτωση δεν έχει προκύψει ακόμα μια διμερής ρήξη μεταξύ των δύο πλευρών– ενδεχομένως να μη συγκέντρωνε τόσες ρεαλιστικές πιθανότητες, όσο πιθανώς να περίμεναν οι Βρυξέλλες.

Ειρωνικά, η Κομισιόν είχε ανακοινώσει επανειλημμένα την πρόθεσή της να ασκήσει ασφυκτική πίεση απέναντι στις ΗΠΑ, έχοντας προετοιμάσει ένα αναλυτικό πακέτο εμπορικών αντιμέτρων, τα οποία μάλιστα αποσκοπούσαν κατά κύριο λόγο στο να πλήξουν τους εξαγωγικούς τομείς των αμερικανικών πολιτειών, το εκλογικό σώμα των οποίων στηρίζει αναφανδόν τον Αμερικανό Πρόεδρο ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Αποδεχόμενη ωστόσο την εμπορική συμφωνία την οποία της πρότεινε ο Τραμπ –ο οποίος πλέον μπορεί να υποστηρίξει στο εσωτερικό των ΗΠΑ πως αποτελεί τον Πρόεδρο ο οποίος διόρθωσε ακόμα μια αδικία εναντίον της αμερικανικής οικονομίας, επιβάλλοντας τριπλάσιους δασμούς εναντίον της ΕΕ– η Κομισιόν απέδειξε εκ νέου πως υποφέρει από δύο συστημικές αδυναμίες: πρώτον, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δεν έχει το απαραίτητο πολιτικό –και ενδεχομένως και το προσωπικό και ιδιοσυγκρασιακό– κεφάλαιο ώστε να διαπραγματευτεί ως επικεφαλής της ευρωπαϊκής εκτελεστικής εξουσίας με ίσους όρους απέναντι στον Αμερικανό ομόλογό της και, δεύτερον, πως οι επιμέρους διαφωνίες των κρατών-μελών της ΕΕ απέναντι στην προσέγγιση του Αμερικανού Προέδρου –καθώς οι αμερικανικοί δασμοί δεν θα έχουν ανάλογο αντίκτυπο στις εξαγωγές του εκάστοτε κράτους-μέλους προς τις ΗΠΑ– στην πράξη αποδυναμώνουν τη διαπραγματευτική ισχύ των Βρυξελλών, καθώς η υιοθέτηση μιας προσέγγισης η οποία ικανοποιεί και τις 27 κυβερνήσεις της Ένωσης είναι πρακτικά ανέφικτη. Εύλογα, ο Κινέζος Πρόεδρος, Σι Τζινπίνκ, την εξουσία του οποίου κανείς ποτέ δε θα μπορούσε να αμφισβητήσει στην Κίνα, λόγω του αυταρχικού χαρακτήρα της κινεζικής κυβέρνησης, απολαμβάνει σαφώς μεγαλύτερους διαπραγματευτικούς βαθμούς ελευθερίας συγκριτικά με τη VDL, για προφανείς λόγους.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συμπεριφέρεται ως υπερδύναμη, καθώς δεν αντιλαμβάνεται ακόμα εαυτόν με τον συγκεκριμένο τρόπο

Ωστόσο, το γεγονός παραμένει πως η Κομισιόν εξακολουθεί να αποτελεί τον αδύναμο κρίκο μεταξύ των ισχυρότερων οικονομιών παγκοσμίως και η εμπορική συμφωνία στην οποία προχώρησε με την αμερικανική κυβέρνηση αποδεικνύει το προφανές: η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συμπεριφέρεται ως υπερδύναμη, καθώς δεν αντιλαμβάνεται ακόμα εαυτόν με τον συγκεκριμένο τρόπο. Υπό αυτό το πρίσμα, το ζήτημα δεν αφορά τόσο το ακριβές ύψος των νέων αμερικανικών δασμών, ή το ποσό των –αφηρημένων, αλλά θεωρητικά εξασφαλισμένων– αμερικανικών επενδύσεων εντός της ΕΕ κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών, αλλά τον τρόπο με τον οποίο προέκυψε η νέα εμπορική πραγματικότητα στο πλαίσιο των διατλαντικών σχέσεων. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε η Κομισιόν τις σχετικές διαπραγματεύσεις με την αμερικανική κυβέρνηση έδωσε την εντύπωση πως χαρακτηρίστηκε από ένα πνεύμα υποτέλειας και ασαφούς στοχοπροσήλωσης, απέναντι σε έναν εταίρο ο οποίος είχε ήδη αποδείξει στις περιπτώσεις της Κίνας και του Ηνωμένου Βασιλείου πως δεν θεωρούσε τη ρήξη αυτοσκοπό· η αποστροφή του Γάλλου Πρωθυπουργού, Φρανσουά Μπαϊρού, πως η διμερής συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και των ΗΠΑ αποτελεί μια «σκοτεινή μέρα» για την Ένωση, και του Ούγγρου ομόλογού του –και ενθερμότερου Ευρωπαίου υποστηρική του Τραμπ– Βικτόρ Ορμπάν πως «ο Αμερικανός Πρόεδρος έφαγε τη Φον ντερ Λάιεν για πρωινό» είναι ενδεικτικές μιας εξαιρετικά άβολης, μα ταυτοχρόνως αδυσώπητα απτής πραγματικότητας για την Κομισιόν: η ΕΕ δεν έχει την απαιτούμενη συνοχή ώστε να εκμεταλλευτεί το δυσθεώρητο οικονομικό της μέγεθος απέναντι σε έναν αντίπαλο τον οποίο η Κίνα κατάφερε να στριμώξει. Θέτοντάς το διαφορετικά, αν η Κομισιόν είχε καταλήξει στην ίδια ακριβώς συμφωνία έχοντας αρχικά αμφισβητήσει τη διαπραγματευτική μπλόφα του Τραμπ και απαντήσει στις ρητορικές του επιθέσεις με αντίστοιχο τρόπο –όπως έκανε η κινεζική κυβέρνηση– οι Βρυξέλλες θα είχαν τουλάχιστον καταγράψει μια πολιτική νίκη, την οποία χρειάζονται όσο τίποτα σε έναν πολιτικό χρόνο όπου ο ευρωσκεπτικισμός φαίνεται πως επιστρέφει δριμύτερος για το rematch της προηγούμενης δεκαετίας.

Ο μεγάλος κίνδυνος που απεφεύχθη – και ο μεγαλύτερος που ελλοχεύει

Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει –κάτι που αποτελεί γεγονός, σε τελική ανάλυση– πως η επίτευξη έστω και μιας κακής εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ, αποτελεί ένα απείρως ευτυχέστερο σενάριο για την ΕΕ, από την αποτυχία σύναψης αυτής, η οποία θα μπορούσε με τη σειρά της να οδηγήσει σε έναν εμπορικό πόλεμο μεταξύ των δύο πλευρών. Πράγματι, με δεδομένη τη σχεδόν πλήρη έλλειψη συνοχής μεταξύ των κρατών-μελών αναφορικά με το ζήτημα των δασμών του Ντόναλντ Τραμπ, η θέση πως η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν φρόντισε ώστε η Κοινή Αγορά να αποφύγει τα χειρότερα δεν είναι εσφαλμένη· εξάλλου, σε έναν πολιτικό χρόνο όπου η Κομισιόν έχει θέσει την ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής και αμυντικής αυτονομίας ως τον πρωταρχικό υπαρξιακό της στόχο, η αποφυγή μιας πρωτοφανούς εμπορικής τρικυμίας με τις ΗΠΑ αποτελεί κατά κάποιον τρόπο προϋπόθεση αντί για πολυτέλεια. Με αυτά τα δεδομένα, μέσω της κατά τα άλλα κακής συμφωνίας την οποία εξασφάλισε η Κομισιόν, κατάφερε να αποφύγει τον μεγάλο κίνδυνο μιας διατλαντικής εμπορικής ρήξης, η οποία αυτομάτως θα εκτροχίαζε τη γεωπολιτική ενίσχυση της Ένωσης, αλλά και την ευρύτερη επαναπροσέγγισή της με το Ηνωμένο Βασίλειο.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Κομισιόν είναι πως πλέον δεν είναι ικανή να εμπνεύσει κανέναν, πλην ίσως ορισμένων επαγγελματιών διεθνοσχεσιτών

Ωστόσο, η ηττοπάθεια με την οποία η Κομισιόν χειρίστηκε τις σχετικές διαπραγματεύσεις με την Ουάσινγκτον, η συγκεχυμένη διπλωματική και διαπραγματευτική της στρατηγική, η αδυναμία της να συντάξει τα κράτη-μέλη της Ένωσης υπό μία κοινή –και ιδεολογικά συγκροτημένη– προσέγγιση, η άτακτη υποχώρησή της από το ενδεχόμενο επιβολής εμπορικών αντιμέτρων έναντι των ΗΠΑ, και η αντικειμενικά κακή συμφωνία την οποία εξασφάλισε, αποδυναμώνουν εντέλει το πολιτικό κεφάλαιο της Κομισιόν εντός της ΕΕ σε βάθος χρόνου, ακόμα κι αν το deal με τις ΗΠΑ ενισχύει τις διαχειριστικές της δυνατότητες στην τρέχουσα συγκυρία. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Κομισιόν –και της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν προσωπικά– είναι πως πλέον δεν είναι ικανή να εμπνεύσει κανέναν, πλην ίσως ορισμένων επαγγελματιών διεθνοσχεσιτών οι οποίοι μετακινούνται μεταξύ Βρυξελλών και Στρασβούργου, επιμένοντας πως η πραγματικότητα την οποία αντιλαμβάνεται πλέον η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων –δηλαδή πως η ΕΕ μένει πίσω στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των διεθνών οικονομικών υπερδυνάμεων σε κάθε επίπεδο– δεν υπάρχει. Η εμπορική συμφωνία μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ υποδεικνύει ακριβώς αυτόν τον –υπαρξιακού επιπέδου– κίνδυνο για την Κομισιόν, την εδραίωση δηλαδή της πεποίθησης εντός του ευρωπαϊκού εκλογικού Σώματος –και ιδιαίτερα του αμιγώς φιλοευρωπαϊκού του τμήματος– πως, ως θεσμός, είναι πλέον παρωχημένος, εθισμένος στις γραφειοκρατικές διατάξεις και δυστυχώς ανίσχυρος να προστατέψει τα συμφέροντα της Ευρώπης, όπως θα μπορούσε, για παράδειγμα, ένας συμπαγής γαλλο-γερμανο-βρετανικός άξονας, ο οποίος καθημερινά ισχυροποιείται περισσότερο. Ανάμεσα στις υπερδυνάμεις, ή προσαρμόζεσαι ή συνθλίβεσαι.