Κοσμος

Ποιος είναι ο μέσος μισθός στη Γαλλία το 2025;

Όλο και καλύτεροι μισθοί με μικρά βήματα

A.V. Team
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γαλλία: Τα ποσοτικά και γεωγραφικά στοιχεία για τη μισθολογική πραγματικότητα στη χώρα

Το 2025, οι μισθοί στη Γαλλία αντανακλούν τις οικονομικές αλλαγές και τις εντάσεις στην αγορά εργασίας. Ορισμένοι τομείς επωφελούνται από την ευνοϊκή δυναμική, ενώ άλλοι δυσκολεύονται να συμβαδίσουν. Πίσω από τα στοιχεία, αναδύεται μια ολόκληρη κοινωνική πραγματικότητα με μισθολογικές αυξήσεις, στασιμότητα και επίμονα χάσματα συγκριτικά με τα διεθνή επίπεδα.

Ποιος είναι ένας «καλός» μισθός το 2025; Το ερώτημα που επανέρχεται ξανά και ξανά, ειδικά σε ένα πλαίσιο όπου ο πληθωρισμός εξακολουθεί να επηρεάζει αρνητικά την αγοραστική δύναμη: το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής απαντά ότι το μέσο εισόδημα είναι φέτος 2.735 ευρώ καθαρά μηνιαίως ή 3.613 ευρώ ακαθάριστα μηνιαίως και περίπου 43.356 ευρώ ακαθάριστα ετησίως. Το INSEE υπολογίζει αυτό το ποσό διαιρώντας το συνολικό μισθολογικό κόστος με τον αριθμό των απασχολούμενων εργαζομένων. Ωστόσο, αυτή η εκτίμηση βασίζεται σε ένα ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης (ΙΠΑ), πράγμα που σημαίνει ότι δεν αντικατοπτρίζει το πραγματικό εισόδημα των πολλών εργαζομένων μερικής απασχόλησης. Ο μέσος μισθός είναι επομένως ατελής δείκτης, που επηρεάζεται από πολλαπλές παραμέτρους: τομέα δραστηριότητας, επίπεδο προσόντων, περιοχή, επαγγελματική κατάσταση κ.λπ. Έτσι, οι μισθολογικές διαφορές είναι μερικές φορές τεράστιες παρότι η Γαλλία έχει και φιλοδοξία ισότητας και δικαιοσύνης και πολιτική πρακτική. Το πρόβλημα είναι ότι οι μισθοί έχουν αυξηθεί αλλά η αύξηση δεν ήταν ομοιόμορφη σε όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες.

Μεταξύ 1996 και 2022, ο μέσος καθαρός μισθός σε ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης αυξήθηκε κατά 14,1% σε σταθερά ευρώ, δηλαδή περίπου 0,5% ετησίως, αν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός. Οι χειρώνακτες εργαζόμενοι και οι υπάλληλοι επωφελήθηκαν από τις μεγαλύτερες αυξήσεις, 16,3% και 11,2% αντιστοίχως κατά την εν λόγω περίοδο. Μέσα σε έξι χρόνια έγιναν διαδοχικές ανατιμήσεις του κατώτατου μισθού (SMIC) για να αντισταθμιστεί η άνοδος των τιμών: σήμερα ο «πρώτος» μισθός ενός νέου πλήρους απασχόλησης είναι 1.801,80 ευρώ ακαθάριστα (1.426,30 ευρώ καθαρά) την 1η Ιανουαρίου 2025. Για τους λιγότερο νέους εργαζομένους και τα στελέχη επιχειρήσεων, η μισθολογική αύξηση δεν ξεπέρασε. Το 3,4% σε διάστημα 26 ετών. Οι αμοιβές τους, που συχνά συνοδεύονται από ένα μεταβλητό μέρος που συνδέεται με την απόδοσή τους, εξαρτώνται περισσότερο από τη γενική οικονομική κατάσταση και από τα κέρδη της εταιρείας τους. Όσον αφορά τα ενδιάμεσα επαγγέλματα, κατέγραψαν ακόμη μικρότερη αύξηση, 2,4% κατά την ίδια περίοδο.

Όσο για τη δημόσια διοίκηση, η μισθολογική κλίμακα ακολουθεί πολύ διαφορετική λογική από ό,τι στον ιδιωτικό τομέα. Το 2022, οι υπάλληλοι του δημόσιου τομέα - είτε μόνιμοι, είτε συμβασιούχοι - είχαν μέσο καθαρό μισθό 2.530 ευρώ το μήνα σε ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης. Ωστόσο, αυτός ο μέσος όρος κρύβει σημαντικά κενά μεταξύ των ιεραρχικών επιπέδων. Οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι προστατεύονται καλύτερα, έχουν μέσο μισθό 2.600 ευρώ, ενώ οι υπόλοιποι δημόσιοι υπάλληλοι (εξαιρουμένου του ιατρικού προσωπικού) λαμβάνουν μέσο μισθό 2.340 ευρώ. Η αύξηση των μισθών στη δημόσια διοίκηση ήταν μικρότερη από ό,τι στον ιδιωτικό τομέα τα τελευταία χρόνια. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και η πανδημία του 2021 είχαν ως αποτέλεσμα οι καθαρές αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων να αυξηθούν μόνο κατά 1,6% σε σταθερά ευρώ, ένα πενιχρό +0,1% ετησίως κατά μέσον όρο. Συγκριτικά, ο ιδιωτικός τομέας σημείωσε αύξηση 5,8% την ίδια περίοδο, με ετήσια αύξηση 0,5%.

© Mathias Reding / Unsplash

Οι μισθολογικές διαφορές παραμένουν έντονες μεταξύ των διαφόρων κοινωνικοεπαγγελματικών κατηγοριών. Οι διευθυντές, με μέσο καθαρό μισθό 4.570 ευρώ μηνιαίως, κυριαρχούν στην κατάταξη, πολύ μπροστά από τα ενδιάμεσα επαγγέλματα, τα οποία κερδίζουν κατά μέσο όρο 2.660 ευρώ. Οι εργαζόμενοι και οι χειρώνακτες εργαζόμενοι βρίσκονται στην ίδια κατηγορία, με καθαρούς μηνιαίους μισθούς 1.960 ευρώ και 2.030 ευρώ αντιστοίχως. Η μεταποίηση εμφανίζει μέσο καθαρό μισθό 3.014 ευρώ, ακολουθούμενο από τον τομέα των υπηρεσιών με 2.706 ευρώ και τις κατασκευές στα 2.439 ευρώ. Αλλά πίσω από αυτά τα στοιχεία, είναι κυρίως η κατανομή των προσόντων που εξηγεί τα κενά. Όσο περισσότερους διευθυντές έχει ένας τομέας, τόσο υψηλότεροι είναι οι μισθοί. Στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, για παράδειγμα, ο μέσος μισθός φτάνει τα 4.173 ευρώ (καθαρά), ενώ η εστίαση, όπου η πλειονότητα των θέσεων εργασίας καλύπτεται από εργαζομένους, δεν υπερβαίνει τα 1.980 ευρώ.

Το γεωγραφικό χάσμα μισθών είναι εντυπωσιακό. Η περιφέρεια γύρω από το Παρίσι κυριαρχεί με διαφορά, με μέσο μηνιαίο καθαρό μισθό 3.218 ευρώ, 29% υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο. Στο Hauts-de-Seine, που είναι εύπορη προαστιακή περιοχή, αυτό το χάσμα φτάνει στο 58%. Στο άλλο άκρο του φάσματος, ορισμένες περιφέρειες όπως η Βρετάνη, η Βουργουνδία-Φρανς-Κοντέ και η Κορσική, ο μέσος μισθός είναι περίπου 2.160 ευρώ. Αυτά τα κενά εξηγούνται σε μεγάλο βαθμό από τη συγκέντρωση εξειδικευμένων θέσεων εργασίας και μεγάλων εταιρειών στις μητροπολιτικές περιοχές. Το Παρίσι και οι γύρω περιοχές έχουν υψηλό ποσοστό στελεχών, γεγονός που ωθεί τον μέσο καθαρό μισθό στα 3.730 ευρώ στην πρωτεύουσα. Αντιθέτως, περισσότερες αγροτικές περιοχές όπως η Κρεζ φτάνουν στο μέγιστο των 2.050 ευρώ. Οι τομείς δραστηριότητας επηρεάζουν επίσης αυτές τις ανισότητες. Οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και οι βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας, οι οποίες είναι πολύ παρούσες στην ευρύτερη περιοεχή της πρωτεύουσας, σημαίνουν υψηλούς μισθούς, ενώ οι περιοχές όπου κυριαρχούν η γεωργία, το εμπόριο και η εστίαση παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα μισθών.

Για να βελτιώσει περαιτέρω την ανάλυση, το INSEE αναλύει τους μισθούς σε διάφορες κατηγορίες: το ένα τέταρτο των εργαζομένων κερδίζει λιγότερα από 1.512 ευρώ καθαρά ανά μήνα, ενώ το 10% με τις υψηλότερες αποδοχές λαμβάνει περισσότερα από 4.302 ευρώ. Στο άκρο της κλίμακας, το πλουσιότερο 1% κερδίζει περισσότερα από 10.222 ευρώ καθαρά μηνιαίως. Μια απόκλιση που παρατηρείται είναι μεταξύ των φύλων: αν και μειώνεται παραμένει εμφανής και η αποκαλούμενη «γυάλινη οροφή» παραμένει σταθερή. Οι γυναίκες αποτελούν μόνο το ένα τέταρτο των εργαζομένων στο κορυφαίο 10% των αμειβόμενων. Αυτή η ανισορροπία δεν οφείλεται μόνο στις αποδοχές, αλλά και στην ίδια τη δομή της αγοράς εργασίας. Η μερική απασχόληση, για παράδειγμα, αφορά τις γυναίκες συχνότερα από ό,τι τους άνδρες, διαστρεβλώνοντας τις συγκρίσεις μισθών. Γενικά πάντως, σύμφωνα με την έκθεση του INSEE για το 2025, η μισθολογική διαφορά μεταξύ των φύλων μειώνεται σταθερά κάθε χρόνο χωρίς καμιά οπισθοδρόμηση.