- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Ντόναλντ Τραμπ και οι Δημοκρατικοί που δεν χωράνε στον κόσμο του
Από το 2012 κι έπειτα ο έτερος πόλος του αμερικανικού πολιτικού συστήματος δεν έχει απάντηση
Ντόναλντ Τραμπ: Γιατί οι Δημοκρατικοί έχουν συρρικνωθεί απέναντι στον πιο διχαστικό πρόεδρο της σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας
Πίσω στον Ιούλιο του 2024, όταν ο τότε πρόεδρος Tζο Μπάιντεν υπέκυψε στις ασφυκτικές εσωκομματικές πιέσεις ώστε να παραιτηθεί από μια δεύτερη διεκδίκηση της προεδρίας – μετά και την καταστροφική του επίδοση στην πρώτη τηλεμαχία εναντίον του μαινόμενου Ντόναλντ Τραμπ –, η αντικατάσταση του από την Αντιπρόεδρο του, Κάμαλα Χάρις αναπτέρωσε προς στιγμήν τις ελπίδες στις τάξεις των Δημοκρατικών πως το κόμμα θα μπορούσε να κρατήσει τόσο τον Λευκό Οίκο, παίρνοντας παράλληλα τα σώματα του Κογκρέσου – δηλαδή τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία – υπό τον έλεγχό του. Εξάλλου, η πιθανότητα ενός εκλογικού θριάμβου των Ρεπουμπλικανών με επικεφαλής έναν πρώην Πρόεδρο, ο οποίος προσπάθησε με κάθε τρόπο να ακυρώσει το αποτέλεσμα της ήττας του το 2020, είχε εξαρχής κάτι το δυστοπικά σουρεαλιστικό, με τη χαρισματικά συγκρουσιακή Χάρις να μοιάζει – έστω και για λίγο – αρκετή ώστε να ανακόψει την επιστροφή του στην Ουάσιγκτον.
Κάτι λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η διεθνής κοινότητα ακροβατούν στις μετέωρες ισορροπίες του κόσμου που χτίζει γύρω από τον εαυτό του ο Ντόναλντ Τραμπ, ως ο 47ος – μετά από 45ος – Πρόεδρος, τη στιγμή που η Χάρις φαίνεται πως δύσκολα θα επικρατούσε στις τοπικές εκλογές της πολιτείας της για την ανάδειξη του νέου κυβερνήτη της Καλιφόρνια, πάντα επέλεγε να θέσει υποψηφιότητα. Δεδομένα, το ζήτημα δεν αφορά την προσωπική μονομαχία μεταξύ των δύο τελευταίων διεκδικητών της αμερικανικής προεδρίας, αλλά το γεγονός πως ο Τραμπ όχι απλώς επικράτησε άνετα έναντι της αντιπάλου του στις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου, αλλά επίσης πως πέντε σχεδόν μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, στο διάστημα των οποίων ο κόσμος έχει γυρίσει ανάποδα και στριφογυρνάει βιαίως, οι Δημοκρατικοί εξακολουθούν να είναι απόντες και τίποτα δεν υποδεικνύει πως η συγκεκριμένη συνθήκη θα αλλάξει σύντομα.
Πώς οι Δημοκρατικοί βυθίστηκαν στην παρακμή
Όταν στις προεδρικές εκλογές του 2012 ο Μπαράκ Ομπάμα επικρατούσε του – πολιτικά μετριοπαθούς και ιδιοσυγκρασιακά μετρημένου – Μιτ Ρόμνεϊ, ανοίγοντας τον χώρο για τη στροφή των Ρεπουμπλικανών προς την αμιγώς συγκρουσιακή και καταγγελτική ρητορική του Ντόναλντ Τραμπ, το μέλλον για τους Δημοκρατικούς φαινόταν βέβαιο. Με τους παραδοσιακούς αντιπάλους να γλιστρούν προς τον υπερσυντηρητισμό του κινήματος του Tea Party, αδυνατώντας να βρουν κάποιο νέο ικανό στέλεχος ώστε να αντιπαρατεθεί εναντίον της – από καιρό δεδομένης – διαδόχου του Ομπάμα, Χίλαρι Κλίντον – της οποίας τόσο το βιογραφικό, όσο και οι πάσης φύσεως διασυνδέσεις, προκαλούσαν δέος –, η παραμονή των Δημοκρατικών στη διακυβέρνηση και η διατήρηση της κυβερνητικής trifecta για ακόμα τέσσερα χρόνια, αν όχι στο διηνεκές, θεωρούταν κλειδωμένη. Μόνο όποιος ξενύχτησε εκείνο το Νοέμβριο του 2016, παρατηρώντας τη μία πολιτεία μετά την άλλη να φέρνει τον Τραμπ όλο και πιο κοντά στον Λευκό Οίκο μπορεί να ισχυριστεί πως έχει βιώσει ως αυτόπτης μάρτυρας την ατόφια έννοια του πολιτικού σοκ. Οι επινίκιες αναλύσεις σχετικά με τον θρίαμβο της Κλίντον, οι ειρωνικές τοποθετήσεις αναφορικά με τις αξιακές ακροβασίες του Τραμπ και οι ντετερμινιστικές τοποθετήσεις σχετικά με το μέλλον της αμερικανικής πολιτικής ιστορίας, αλλά και της θέσεις των ΗΠΑ εντός του διεθνούς συστήματος ήταν όλες γραμμένες ήδη από μέρες πριν. Ο Τραμπ όχι μόνο διέψευσε τους πάντες το 2016, αλλά και το 2024, όταν η – πλέον κάπως περισσότερο υποψιασμένη – διεθνής κοινότητα συνειδητοποιούσε όσο πλησίαζαν οι εκλογές πως το μομέντουμ της Χάρις είχε ξεφτίσει.
Στο ενδιάμεσο όμως, από το 2020 μέχρι και το 2024, οι Δημοκρατικοί κυβέρνησαν και αυτό είναι το στοιχείο που έχει πραγματική σημασία ώστε να κατανοήσουμε πού οφείλεται η τρέχουσα ανυπαρξία του κόμματος. Πράγματι, το βράδυ που ο Μπάιντεν επικράτησε του Τραμπ – εν μέσω της πανδημίας του Covid-19 – επικρατούσε μια αίσθηση διόρθωσης της κοσμικής ισορροπίας. Όσο ο πρώην Αντιπρόεδρος του Ομπάμα έκανε ένα χαριτωμένο σπριντ προς το πόντιουμ ώστε να απευθυνθεί στο πλήθος το οποίο είχε συγκεντρωθεί πάνω σε εκατοντάδες αυτοκίνητα στο Ντέλαγουερ, ο διχαστικός παροξυσμός της εποχής Τραμπ έμοιαζε με ένα ατελείωτο κακό όνειρο από το οποίο τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η διεθνής κοινότητα επιτέλους είχαν ξυπνήσει. Σε διεθνές επίπεδο, αρκεί κανείς να μελετήσει τα σχετικά ποιοτικά στοιχεία τα οποία αναδεικνύουν την ανακούφιση των εταίρων των ΗΠΑ – και ιδιαίτερα των Ευρωπαίων – την οποία αισθάνθηκαν άμα της επιστροφής του Λευκού Οίκου στα χέρια των Δημοκρατικών, τη στιγμή που τα εξέχοντα στελέχη των Ρεπουμπλικάνων – μεταξύ αυτών και του Αντιπροέδρού Μάικ Πενς – πήραν σαφείς αποστάσεις από τον πρώην τότε Πρόεδρο τους και το πρωτοφανές φαινόμενο – για τα αμερικανικά πάντα δεδομένα – της δημοκρατικής οπισθοδρόμησης (democratic backsliding) με το οποίο ταυτίστηκε η προεδρία του, κυρίως στο τέλος της.
Όμως, η επιστροφή στην κανονικότητα – όπως θα μπορούσε κανείς να την ορίσει μέχρι και τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας – αποδείχθηκε πρόσκαιρη. Ένας συνδυασμός παραγόντων αποδυνάμωσε συντριπτικά τόσο τον Τζο Μπάιντεν προσωπικά, όσο και το κόμμα του σε ευρύτερο επίπεδο, επιτρέποντας στον Τραμπ – ο οποίος στο μεταξύ εδραίωσε πέραν πάσης αμφιβολίας την κυριαρχία του στις τάξεις των Ρεπουμπλικανών, σε βαθμό που αγνόησε τα εσωκομματικά της ανάδειξης του επόμενου Ρεπουμπλικάνου υποψήφιου για την αμερικανική προεδρία του 2024 – να ισχυριστεί εκείνος πως η επιστροφή του στον Λευκό Οίκο αποτελεί την πραγματική κανονικότητα και αποδίδοντας στο φαινόμενο του τραμπισμού ένα πολιτκά λυτρωτικό αφήγημα. Συγκεκριμένα, η μονοδιάστατη και σε έναν βαθμό εμμονική στροφή των Δημοκρατικών στις πάσης φύσεως πολιτικές παρεμβάσεις στο πνεύμα της πολιτικής ορθότητας – οι οποίες εξόργισαν άνευ προηγουμένου ένα σημαντικό τμήμα του αμερικανικού εκλογικού σώματος – σε συνδυασμό με την αδυναμία της κυβέρνησης Μπάιντεν ώστε να ανταποκριθεί στις πληθωριστικές πιέσεις της διετίας 2021-2023, τα αίτια των οποίων ήταν προφανώς εξωγενή και εντοπίζονται στα τελειώματα της πανδημίας, αλλά και στο ξέσπασμά του ρώσο-ουκρανικού πολέμου, δημιούργησαν τις συνθήκες μιας τέλειας καταιγίδας, την οποία φυσικά ο Τραμπ εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο. Παράλληλα, το γεγονός πως ο – εμφανώς καταβεβλημένος – Μπάιντεν εξακολουθούσε να αποτελεί το πρόσωπο του κόμματος αποτέλεσε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία προς τον πολιτικό όλεθρο. Στην πραγματικότητα, από το 2012 μέχρι και σήμερα, οι Δημοκρατικοί δεν κατάφεραν ποτέ να βρουν την απάντηση απέναντι στο φαινόμενο Τραμπ, ενώ αν το δει κανείς αντικειμενικά, ο Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος πιθανότητα θα είχε επικρατήσει και στις εκλογές του χιλιάδες 2020, αν αυτές είχαν διεξαχθεί υπό κανονικές συνθήκες.
Γιατί οι Δημοκρατικοί παραμένουν στο περιθώριο
Μια πρώτη – και επιδερμική – ανάλυση θα μπορούσε να υποστηρίξει πως η αρχή της πτώσης για τους Δημοκρατικούς ξεκίνησε μέσω της προτεραιοποίησης των συμπεριληπτικών πολιτικών, με την οποία ταυτίστηκε σταδιακά το τελευταίο διάστημα της δεύτερης θητείας του Ομπάμα. Ενδεικτικά, στο διάστημα 2014-2016, ένα εκ των σημαντικότερων θεμάτων με τα οποία ασχολούνταν η τότε αμερικανική κυβέρνηση αφορούσε το δικαίωμα της τρανς κοινότητας να επιλέξει τις τουαλέτες στις οποίες θα ήθελε να χρησιμοποιεί· σημειολογικά, πίσω στο 2008, όταν οι Δημοκρατικοί διεκδικούσαν την επιστροφή τους στον Λευκό Οίκο μετά την οκταετία του Τζορτζ Μπους, τόσο ο Ομπάμα. όσο και ο Μπάιντεν – ως ιδεολογικοί διαμορφωτές του κόμματος – τάσσονταν εναντίον του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών, γεγονός το οποίο αποδεικνύει την ταχύτατη μετάλλαξη των Δημοκρατικών στο συγκεκριμένο επίπεδο και δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως η υιοθέτηση της ατζέντας της συμπεριληπτικότητας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αποξένωση ενός κρίσιμου τμήματος του αμερικανικού εκλογικού σώματος, κυρίως λόγω του επιθετικού και άκομψα δεικτικού τρόπου με τον οποίο αυτή πραγματοποιήθηκε. Αν ανατρέξει κανείς στις εκλογές του 2000, θα συνειδητοποιήσει πως το συγκεκριμένο ζήτημα, σε καθαρά τεχνοκρατικό επίπεδο, δεν ήταν ποτέ πολιτικό dealbraker, καθώς ο συνδυασμός των Τζορτζ Μπους και Ντικ Τσέινι – ένας εκ των κατά τα άλλα συντηρητικότερων τους οποίους έχουν κατεβάσει ποτέ οι Ρεπουμπλικανοί σε εκλογές – είχε υιοθετήσει μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη στάση επί του θέματος.
Φυσικά, η στροφή των Δημοκρατικών προς τη συμπεριληπτικότητα ταυτίστηκε και με ορισμένες παράδοξες πολιτικές επιλογές, με την πλέον σημειολογική να αποτελεί η επιλογή της Χάρις ως υποψηφίας Αντιπροέδρου, καθώς ο Μπάιντεν είχε δεσμευτεί να επιλέξει μια γυναίκα και μέλος εθνικής μειονότητας ως συνυποψήφιας του· η επίδοση ενός περισσότερου τυπικού Αντιπροέδρου ως Αντικαταστάτη του Μπάιντεν στις εκλογές του 2024, όπως για παράδειγμα του Γκάβιν Νιούσομ, ή του Μπέτο Ο’ Ρουρκ ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας. Το βασικότερο πρόβλημα όμως των Δημοκρατικών είναι πως απομακρύνθηκαν από της κοινωνικές και οικονομικές ανησυχίες της αμερικανικής μεσαίας τάξης, η οποία υπερεκπροσωπείται τόσο στα αστικά, όσο – κυρίως – στα προάστια των αμφίρροπων πολιτειών και η οποία κατά το διάστημα της θητείας του Τζο Μπάιντεν είδε το διαθέσιμο εισόδημά της να μειώνεται, αλλά και τα όποια κοινωνικά και οικονομικά προνόμια που απολάμβανε κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα να συρρικνώνονται σημαντικά. Θέτοντας το διαφορετικά, το ολέθριο σφάλμα των Δημοκρατικών ήταν πως σε καμία στιγμή δεν αντιλήφθηκαν πως το γεγονός ότι η αγοραστική ισχύς, αλλά και η προσωπική προοπτική των Αμερικανών, η οποία επλήγη σε πρωτοφανές βαθμό κατά τη διάρκεια της θητείας του Μπάιντεν, στην πράξη θα εξαΰλωνε την ταύτιση τους με τους Δημοκρατικούς, η οποία είχε ή ταραχθεί σε πρωτοφανές επίπεδο ακριβώς λόγω της επικοινωνιακής μανίας μέσω της οποίας το κόμμα υιοθέτησε και προτεραιοποίησε τις πολιτκές και το αφήγημα της συμπεριλιπτικότητας. Αυτό που δεν κατάλαβε ποτέ το Δημοκρατικό κόμμα, είναι πως στα λεγόμενα culture wars δεν θα μπορούσε ποτέ να επικρατήσει έναντι των Ρεπουμπλικανών – λόγω της ευρύτερης ιδιοσυγκρασίας της πλειοψηφίας του αμερικανικού εκλογικού σώματος – παρά μόνο να επιβιώσει αυτών, μέσω της εφαρμογής ενός οικονομικού προγράμματος το οποίο εξυπηρετούσε τις ανάγκες των μέσων Αμερικανών.
Το ειρωνικότερο – και συνάμα τραγικότερο, για τους Δημοκρατικούς – στοιχείο είναι πως, σε μακροοικονομικό επίπεδο, η οικονομική διαχείριση της κυβέρνησης Μπάιντεν σε καμία περίπτωση δεν ήταν καταστροφική, καθώς ειδικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών προστέθηκαν εκατομμύρια θέσεις εργασίας στην αμερικανική οικονομία, ενώ σημειώθηκε και μια σημαντική αύξηση των μέσων εισοδημάτων. Ωστόσο, οι Δημοκρατικοί είχαν ηττηθεί εκ προοιμίου σε επικοινωνιακό επίπεδο ακριβώς γιατί δεν έχουν αποφασίσει τι κόμμα επιθυμούν να είναι: απέναντι στον ιδεολογικά πανίσχυρο – ασχέτως αν πολιτικά παραμένει ασαφής και απρόβλεπτος – τραμπισμό του σύγχρονου Ρεπουμπλικανικού κόμματος, οι Δημοκρατικοί ταλαντεύονται ανάμεσα στις κοινωνικές ανησυχίες της σύγχρονης ελίτ των Ανατολικών και Δυτικών ακτών, με τις οποίες η μέσοι ψηφοφόροι της αμερικανικής ενδοχώρας δεν πατάνε σχεδόν πουθενά. Οι τρέχουσες εξέχουσες προσωπικότητες εντός του δημοκρατικού κόμματος μοιάζουν περισσότερο με χρεοκοπημένους και ταλαίπωρους προφήτες, με τους οποίους ο μέσος Αμερικανός δεν μπορεί να ταυτιστεί· αν το δει κανείς αλλιώς, αν ο Τραμπ είχε αποφύγει τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου, ενδεχομένως να είχε καταγράψει έναν θρίαμβο ρηγκανικού και νιξονικού επιπέδου έναντι των Δημοκρατικών το 2024. Ακόμα και σήμερα, με τη δεύτερη θητεία του Τραμπ να έχει ήδη ταυτιστεί με το χάος και την αβεβαιότητα, τόσο σε πραγματικό όσο και σε φιλοσοφικό επίπεδο, οι Δημοκρατικοί αδυνατούν να βρουν ένα πρόσωπο το οποίο θα μπορούσε να εμπνεύσει τα εκατομμύρια δυνητικών ψηφοφόρων του κόμματος.
Το μετέωρο βήμα προς το μέλλον
«Μα καλά, ολόκληρη Αμερική, δε βρίσκουν ένα στέλεχος να τα βάλει με τον Τραμπ;». Όχι, δε βρίσκουν, είναι η απάντηση, καθώς παρότι οτιδήποτε αμερικάνικο ενέχει την έννοια του τεράστιου, σε κάθε επίπεδο, το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ παραμένει αμιγώς προσωποκεντρικό – όπως εξάλλου κάθε προεδρικό σύστημα – σε υπέρμετρο βαθμό. Απέναντι στο φαινόμενο του Τραμπ, τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν υπάρχει κανένα στέλεχος το οποίο θα μπορούσε να σταθεί με αξιώσεις, αλλά και να στρέψει τους Δημοκρατικούς προς το κέντρο, προτεραιοποιώντας παράλληλα την οικονομική – αντί της κοινωνικής – πολιτική. Στην πράξη, ο μόνος τρόπος ώστε οι Δημοκρατικοί να επιστρέψουν είναι να καταφέρουν να συνδεθούν με τον μέσο Αμερικανό σε ένα συναισθηματικό επίπεδο, κάτι το οποίο κατάφερε τελευταίος ο Μπιλ Κλίντον πίσω στο μακρινό 1992, σε μεγαλύτερο βαθμό απ' όσο το πέτυχε ο Ομπάμα το 2008. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως ο τρόπος άσκησης εξουσίας του Αμερικανού προέδρου μπορεί να δώσει στους Δημοκρατικούς την ευκαιρία να οικοδομήσουν ένα νέο οικονομικό αφήγημα, ειδικά από τη στιγμή που οι επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου τον οποίο έχει κηρύξει απέναντι στους πάντες θα αρχίσουν να μεταφράζονται σε επίπεδο καθημερινότητας. Το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου όμως είναι αν οι Δημοκρατικοί έχουν συνειδητοποιήσει πως μόνο μέσω μιας στροφής προς το κέντρο μπορούν να επιστρέψουν εν τέλει στον Λευκό Οίκο. Προς το παρόν η απάντηση είναι αρνητική, όπως παραμένει από το 2016 μέχρι και σήμερα και ίσως αυτή να είναι η νέα πραγματική πραγματικότητα στις ΗΠΑ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο για το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, όσο και για τη διεθνή κοινότητα.