Κοσμος

Τι είναι το «σύνδρομο του κακού κόσμου»;

Μέσω της εμπειρίας τους στα social media, oι περισσότεροι άνθρωποι έχουν φτάσει να πιστεύουν ότι ο σημερινός κόσμος είναι βιαιότερος από εκείνον πριν από μερικές δεκαετίες

A.V. Team
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το «σύνδρομο του κακού κόσμου», τα προσωπικά ψυχολογικά προβλήματα, οι κακές ειδήσεις και τα social media

Ποτέ δεν ήμασταν ευχαριστημένοι από τον κόσμο. Και πάντοτε υπήρχαν αιτίες για τη δυσαρέσκειά μας: φτώχεια, αρρώστιες, πόλεμοι· ο άνθρωπος εκδήλωνε το ένστικτο της αυτοκαταστροφής του. Για το ότι η ζωή είναι δύσκολη, δεν υπάρχει αντίρρηση· πρέπει να προστεθεί όμως πως για μερικούς λαούς είναι δυσκολότερη από ό,τι για άλλους και πως η γεωγραφία, η ιστορία και η τύχη παίζουν τον ρόλο τους. Το ερώτημα για εμάς σήμερα, τους πολίτες μιας μέτριας χώρας στον 21ο αιώνα, είναι αν ο κόσμος γενικά και «ο κόσμος μας» έχει γίνει χειρότερος· αν τα ήθη έχουν εξαγριωθεί, αν η ποιότητα της ζωής έχει υποβαθμιστεί —αν εντέλει «κάποτε» ήταν όλα καλύτερα. Δεν έχω απάντηση: συνήθως λέω ότι με το πέρασμα του χρόνου μερικά πράγματα βελτιώνονται και άλλα επιδεινώνονται κι ότι πιθανώς ο μέσος όρος να είναι κάποια ελαφρά βελτίωση. Όμως δεν έχουν όλα τα πράγματα την ίδια σπουδαιότητα για τον καθένα από μας· έτσι, η πρόσληψη του κόσμου είναι υποκειμενική —και γι’ αυτό υπάρχει το έδαφος για μια πάθηση που παρατηρώ στη διαχρονία: το «σύνδρομο του κακού κόσμου», όπως την ονόμασε στη δεκαετία του 1970 ο George Gerbner. Πρόκειται για μια γνωστική προκατάληψη η οποία κάνει τους ανθρώπους να αντιλαμβάνονται τον κόσμο ως πιο επικίνδυνο, πιο βρόμικο, πιο μοχθηρό από ό,τι είναι.

Το «σύνδρομο του κακού κόσμου» οφείλεται οπωσδήποτε σε προσωπικά ψυχολογικά προβλήματα —κατάθλιψη, άγχος και τα τοιαύτα— αλλά κυρίως αποδίδεται στη μακροχρόνια έκθεση σε περιεχόμενο σχετικό με τη βία στα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης. Οι ειδήσεις για να είναι ειδήσεις είναι συχνά κακές ειδήσεις: οι καλές ειδήσεις δεν προσελκύουν το κοινό· είναι βαρετές· όσο για τα social media, έχουν αποκαλύψει στον καθένα από μας την ανθρώπινη μικρότητα, την άγνοια, την αμορφωσιά και τη βλακεία. Μέσω της εμπειρίας τους στα social media, oι περισσότεροι άνθρωποι έχουν φτάσει να πιστεύουν ότι ο σημερινός κόσμος είναι βιαιότερος από εκείνον πριν από μερικές δεκαετίες —εφόσον οι άνδρες δέρνουν μανιωδώς τις γυναίκες κι εφόσον λυσσομανούν οι πόλεμοι— κι ότι ο ρατσισμός, ο σεξισμός, οι κοινωνικές διακρίσεις και η φτώχεια επιδεινώνονται από μέρα σε μέρα. Οι έρευνες, οι αριθμοί, η εξέταση των φαινομένων καταλήγουν σε αντίθετα συμπεράσματα: αν και πράγματι έχουν εμφανιστεί καινούργιες απειλές για την ευδαιμονία μας, οι παλιές απειλές —ο ρατσισμός, ο σεξισμός, ο φασισμός, τα φίλεθρα έθνη— έχουν εξασθενήσει. Αυτό που έχει ενισχυθεί είναι η ενημέρωση, η οποία ήδη από την εποχή της τηλεόρασης δημιουργούσε εικόνες «κακού κόσμου» στους τηλεθεατές: σήμερα διαμορφώνει τις στάσεις και τις αντιλήψεις των ανθρώπων για τον κόσμο, μεγεθύνοντας μερικά γεγονότα και σμικρύνοντας άλλα. Όπως έδειξε μια έρευνα του Cultural Indicators Project (CIP) το 1968, η τηλεόραση μπορεί να διαστρεβλώσει την αντίληψή μας για τον πραγματικό κόσμο: όσο περισσότερο χρόνο περνάμε «ζώντας» στον κόσμο της τηλεόρασης, τόσο πιθανότερο είναι να πιστεύουμε ότι η κοινωνική πραγματικότητα ταυτίζεται με την πραγματικότητα που απεικονίζεται στην τηλεόραση. Αν αντικαταστήσουμε τη λέξη «τηλεόραση» με το «διαδίκτυο» ή τα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης» θα φτάσουμε στο ίδιο συμπέρασμα: όσο περισσότερο μέσα στα media είναι κάποιος, τόσο πιο τρομακτικός τού φαίνεται ο κόσμος. Διότι υποτίθεται ότι οι πατέρες είναι αιμομείκτες, οι άνδρες βιαστές, οι γυναίκες τοξικές, οι νέοι αγράμματοι, οι γέροι αρτηριοσκληρωτικοί, το κλίμα σε κρίση, οι επιδημίες σε έξαρση, ο φασισμός σε επαναφορά, οι έφηβοι μαχαιροβγάλτες κτλ. Κι όμως ενώ η διαρκής δικτύωση σημαίνει ενημέρωση για διάφορες ανθρώπινες συμφορές, επιλέγουμε να μεγαλώνουμε παιδιά σε σπίτια όπου η τηλεόραση είναι ανοιχτή όλη μέρα κι όπου οι «κακές» ειδήσεις μάς κυνηγάνε από παντού.

Υπάρχει πραγματικό πρόβλημα: παρά την εξέλιξη του πολιτισμού δεν έχουμε απαλλαγεί από τη βία, από την αγραμματοσύνη, από το έγκλημα. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ο κόσμος έχει γίνει, γενικά, πιο επικίνδυνος. Σήμερα, δεν υπάρχει έγκλημα που να μη φανερώνεται και που να μην αναλύεται: ο τυχαίος θάνατος ενός παιδιού στο δάσος μπορεί να απασχολεί τα ΜΜΕ για ολόκληρες εβδομάδες —χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι όλο και περισσότερα παιδιά πεθαίνουν από άγνωστη αιτία στα δάση. Το ίδιο ισχύει για την ενδοοικογενειακή βία, για τις γυναικοκτονίες, για τους βιασμούς: τα σχετικά φαινόμενα συνεχίζονται όπως πάντοτε ή με μικρή μείωση, αλλά γίνονται αντικείμενο θεαματικών συζητήσεων. Το αποτέλεσμα αυτής της έκθεσης είναι η παραμορφωμένη εικόνα των ανδρών οι οποίοι στήνουν καρτέρι στις γυναίκες για να τις βιάσουν και να τις σφάξουν. Γενικότερα, διάφορες έρευνες έχουν δείξει ότι οι περισσότεροι λαοί είναι πεπεισμένοι ότι το έγκλημα αυξάνεται στη χώρα τους, ότι οι φυσικές καταστροφές είναι συχνότερες, ότι μαίνονται παντού οι πόλεμοι κι ότι όλα πάνε κατά διαόλου.

Αυτή η εικόνα του κόσμου εντείνει τα εγγενή ανθρώπινα ψυχολογικά προβλήματα που οδηγούν σε αλκοολισμό, τοξικομανία και υπερβολική ευπάθεια, τη στάση της σημερινής snowflake που φοβάται μήπως «πληγωθεί». Και παρ’ όλ’ αυτά, η snowfalke επιδίδεται σε «doomscrolling» καταναλώνοντας αρνητικό περιεχόμενα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: επεισόδια «τρανσφοβίας» —η επινόηση όρων είναι μέρος του doomscrolling—επεισόδια αστυνομικής κατάχρησης εξουσίας, ντοκυμαντέρ για το τέλος του κόσμου. Όλα αυτά εξυπηρετούν τις κομματικές δυνάμεις που χαρακτηρίζουμε λαϊκιστικές: τη λαϊκή δεξιά και την αριστερά που κάνουν έκκληση στον φόβο, εξυμνούν ως σοβαρότητα και υπευθυνότητα την κοινωνική απαισιοδοξία και συσπειρώνουν γύρω τους τα λιγότερο δημιουργικά μέλη της κοινωνίας. Το «σύνδρομο του κακού κόσμου» παραλύει τα άτομα: δεν κάνουν τον κόπο να καλυτερέψουν αυτόν τον κακό κόσμο· είτε θέλουν να τον γκρεμίσουν, είτε αποσύρονται με απάθεια.