Κοσμος

Περί Ρωσίας, με αφορμή το βιβλίο του Rodric Braithwate

Η χριστιανική Ορθοδοξία, ο εθνικισμός, το σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι της Δύσης είναι το τρίπτυχο που διαμορφώνει την πολιτική στάση των Ρώσων

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 905
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τι συμβαίνει σήμερα στη Ρωσία και γιατί. Ανάλυση μέσα από το βιβλίο του Rodric Braithwate «Μια σύντομη ιστορία της Ρωσίας» (Ψυχογιός)

O Βρετανός διπλωμάτης Rodric Braithwate έχει γίνει μάρτυρας ενός αιώνα ρωσικής ζωής και διεθνών σχέσεων: στη διάρκεια της μακράς ακαδημαϊκής του ζωής κατέγραψε τις πολεμικές επιχειρήσεις των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν και τις ποικίλες πτυχές του πυρηνικού ανταγωνισμού στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Στο πιο πρόσφατο και ίσως τελευταίο του βιβλίο «Μια σύντομη ιστορία της Ρωσίας» (αγγλικός τίτλος, Russia: Myths and Realities) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Δημήτρη Δουλγερίδη, δεν αφηγείται μόνο τα γεγονότα, αλλά ανατέμνει τη «ρωσική ψυχή»· το πώς διαμορφώθηκε η ρωσικότητα μέσα από αλλεπάλληλα ψέματα, δοξασίες, διαστρεβλώσεις της ιστορίας, ευσεβείς πόθους.

Ο Braithwate διατρέχει όσα συνέβησαν στον 20ό αιώνα —τη μπολσεβίκικη επανάσταση, τον σταλινισμό, την περεστρόικα, το καθεστώς του Πούτιν— για να καταλήξει στο γιατί και στο πώς οι Ρώσοι δεν ενδιαφέρονται καθόλου για την πραγματικότητα: το τι είναι αληθινό και τι είναι ψεύτικο καθορίζεται από το θεϊκό στοιχείο κι από τη μυθολογική πρόσληψη του κόσμου. Η χριστιανική Ορθοδοξία, ο εθνικισμός, το σύμπλεγμα κατωτερότητας έναντι της Δύσης είναι το τρίπτυχο που διαμορφώνει την πολιτική στάση των Ρώσων: τις επιθυμίες τους για τη χώρα τους και τις ηγεσίες της, την οπτική τους για τους «άλλους» και, προπάντων, τον τρόπο αποτίμησης του παρελθόντος τους. 

Όπως σημειώνει ο Rodric Braithwate, το παρελθόν για τους Ρώσους έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από το παρόν κι από το μέλλον. Οι λεγόμενες «ρωσικές αξίες» έχουν επιζήσει, μαζί με τη «ρωσική ψυχή», μέσα από ανατροπές, διαψεύσεις και τραγωδίες: οι διαδοχικές ηγεσίες, από τους Ορθόδοξους χριστιανούς τσάρους του Μεσαίωνα μέχρι τους κομισαρίους-ολιγάρχες της μετακομμουνιστικής εποχής, εκμεταλλεύονται τον πατριωτισμό, το συλλογικό πνεύμα και την υποταγή των Ρώσων στο κράτος. 

Η ιστορία της Ρωσίας δεν έχει ακολουθήσει την εξέλιξη της Δύσης — την ανάπτυξη της civil society, του κράτους δικαίου, τον διαχωρισμό εκκλησίας-κράτους. Εξάλλου, στη Ρωσία είναι ακόμα διάχυτη η ανελέητη περιφρόνηση για την ανθρώπινη ζωή η οποία καταλήγει ξανά και ξανά σε τεράστιες «θυσίες» —όπως η απώλεια 12 εκατομμυρίων στρατιωτών στον Β΄ ΠΠ, τριπλάσια από τις απώλειες της Γερμανίας— για τις οποίες οι Ρώσοι καυχώνται: στο όνομα της μεγάλης ρωσικής πατρίδας, της отечество, όλα επιτρέπονται κι ο θάνατος καθαγιάζεται. Ο Πούτιν αποτελεί τη συνέχεια αυτής της παράδοσης: οραματίζεται τη Ρωσία ως έναν υπερεθνικό πολιτισμό, που ορίζεται από τις πνευματικές του αξίες και αντιστέκεται στις κοσμικές και φιλελεύθερες επιρροές: το αυταρχικό καθεστώς εντάσσεται σε μια ιστορική αφήγηση που αναθεωρείται και επαναδιατυπώνεται αδιάκοπα.  

Για να καταλάβουμε τι συμβαίνει σήμερα, είναι ανάγκη να δούμε τη Ρωσία πέρα από τη ομίχλη των μύθων τους οποίους έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι οι Ρώσοι μαζί με ρωσόφιλους αντιδυτικούς Ορθοδόξους και αντιδυτικούς κομμουνιστές. Ο Braithwaite επιχειρεί να διαλύσει αυτή την ομίχλη ερμηνεύοντας τα πρόσφατα γεγονότα —λόγου χάρη την εισβολή στην Ουκρανία— ως μέρος μιας ιστορικής συνέχειας και μιας πολιτιστικής ζώνης στην οποία ανήκουν de facto η Λευκορωσία και η Ουκρανία. Αλλά αν, όπως ισχυρίζεται η ρωσική ηγεσία, οι Ουκρανοί αποτελούν υποσύνολο της ρωσικής ταυτότητας, η εισβολή στην Ουκρανία ήταν πράξη εμφυλίου πολέμου — πράγμα που προσδίδει στη σύγκρουση ακόμα μεγαλύτερο συναισθηματικό βάρος. Αναμφισβήτητα, οι δυτικοί γείτονες της Ρωσίας έχουν παρόμοια κουλτούρα και προέλευση: πλην όμως η Λευκορωσία αναγνωρίζει την ταύτιση με τους Ρώσους· η Ουκρανία δεν την αναγνωρίζει — και οι αιτίες αυτής της στάσης χρονολογούνται από τα βάθη των αιώνων. 

Τις σοβιετικές σοσιαλιστικές δημοκρατίες της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας δημιούργησαν το 1922 οι μπολσεβίκοι: τον Οκτώβριο του 1917 είχαν ανατρέψει τη βραχύβια κοινοβουλευτική κυβέρνηση του Κερένσκι η οποία μόλις είχε διαδεχθεί την τσαρική εξουσία. Ένα χρόνο αργότερα, η Σοβιετική Ρωσία υπέγραψε με τη Γερμανία τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, με την οποία παραιτούνταν από τα εδάφη της στην Πολωνία, στη Φινλανδία, στην Εσθονία και στη Λιθουανία, για να αποφύγει την εμπλοκή στον Α΄ ΠΠ: είχε σοβαρότερες δουλειές· τον δικό της εμφύλιο. Ένα μήνα νωρίτερα, οι Ουκρανοί εθνικιστές είχαν υπογράψει ξεχωριστή συμφωνία με τους Γερμανούς. Στη συνέχεια, τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την Ουκρανία, με αποτέλεσμα η Σοβιετική Δημοκρατία του Λένιν να χάσει το ένα τρίτο του πληθυσμού της (55 εκατομμύρια), το ένα τρίτο της γεωργικής γης, πάνω από το ήμισυ της βιομηχανικής της ικανότητας και το 90% των ανθρακωρυχείων της. Οι μπολσεβίκοι μετέφεραν την πρωτεύουσα από την Αγία Πετρούπολη στη Μόσχα, ενώ ο Τρότσκι σκάρωσε τον Κόκκινο Στρατό: το 1921 η δύναμή του έφτανε τα 5 εκατομμύρια. Έτσι, οι Κόκκινοι κέρδισαν τον εμφύλιο εναντίον των Λευκών· χρησιμοποίησαν τεχνικές οικείες στη ρωσική ιστορία: τρομοκρατία και συγκεντρωτικό έλεγχο σε κάθε πτυχή της οικονομίας και της κοινωνικής ζωής. 

Η Ρωσία πασχίζει να αλλάξει το ίδιο της το παρελθόν: από την ίδρυση της χαλαρής δυναστικής ομοσπονδίας των πριγκιπάτων που εξαπλώθηκε από τη Βαλτική στη Μαύρη Θάλασσα, μέχρι σήμερα, όλα —σχεδόν όλα— τα γεγονότα μοιάζουν αβέβαια· αμφισβητήσιμα. Οι Ρώσοι δεν έχουν αποφασίσει ακόμα ποιος υπήρξε ο ρόλος του συνδυασμού Βίκινγκς και Σλάβων, ποια ήταν η συμβολή των Μογγόλων στη ρωσική ιστορία, και κατά πόσον η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 επηρέασε την πορεία της Ρωσίας. 

Κι όμως, αντικειμενική πραγματικότητα υπάρχει: το 1547, ο πρώτος τσάρος, ο Ιβάν, επανεφηύρε τις βυζαντινές παραδόσεις και ταυτοχρόνως εδραίωσε τη δύναμή του χρησιμοποιώντας τη μογγολική αυταρχική κυριαρχία. Κατά τον 17ο αιώνα, ο Ιβάν και οι διάδοχοί του, συμπεριλαμβανομένου του Ιβάν Δ΄ (του Τρομερού), διπλασίασαν το μέγεθος της Ρωσίας προς την Ασία. Το μέγεθος μετράει πολύ για τους Ρώσους: αλλά, αν και ο Μέγας Πέτρος και η Μεγάλη Αικατερίνη θεωρούνται μεγάλες μορφές στην παράδοσή τους, δεν είναι σίγουρο ότι τις δοξάζουν για τον επαναπροσανατολισμό της Ρωσίας προς τη Δύση: η συνειδητοποίηση της ασιατικής καθυστέρησης τούς εκνευρίζει. 

Προπάντων, οι Ρώσοι δεν ξέρουν να χάνουν με αξιοπρέπεια: αυτό το χαρακτηριστικό τούς καθιστά πολύ επικίνδυνους στη σημερινή σύγκρουση στην Ουκρανία και στην αντιπαράθεσή τους με τη Δύση, καθώς και σε ό,τι αφορά την εσωτερική τους κατάσταση: είναι επικίνδυνοι για τον ίδιο τους τον εαυτό. Αν και, λόγου χάρη, η εξαφάνιση του Αλεξέι Ναβάλνι δεν εκπλήσσει κανέναν, αναπόφευκτα εγείρει το ερώτημα μέχρι πού θα φτάσει η αυθαιρεσία του καθεστώτος και ποιο θα είναι το σημείο θραύσης μετά από το οποίο οι Ρώσοι θα ξεσηκωθούν.

Η ήττα της Ρωσίας στον πόλεμο της Κριμαίας το 1854 μάς δίνει αρκετές πληροφορίες για το πώς αντιδρούσαν τότε και τώρα. Τότε —Οκτώβριος 1853 - Φεβρουάριος 1856— η Ρωσική Αυτοκρατορία συγκρούστηκε με τις συμμαχικές δυνάμεις της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Σαρδηνίας: η σύρραξη ήταν αποτέλεσμα μακρόχρονου ανταγωνισμού συμφερόντων ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, με σκοπό την επιρροή και την εκμετάλλευση των ανατολικών εδαφών της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι περισσότερες μάχες έλαβαν χώρα στη χερσόνησο της Κριμαίας, αλλά μικρότερης έντασης εκστρατείες έγιναν στη δυτική Ανατολία, στον Καύκασο, στη Βαλτική Θάλασσα, στη Λευκή Θάλασσα και στον Ειρηνικό Ωκεανό: στη ρωσική ιστοριογραφία καταγράφηκαν ως Ανατολικός Πόλεμος (Восточная война), ενώ στη Βρετανία ο αναφέρονταν ως Ρωσικός Πόλεμος. Γύρω στο 1850, παρατηρητές της διεθνούς κατάστασης όπως ο Μαρξ και ο Ένγκελς, τον είχαν προβλέψει αυτόν τον ρωσοτουρκικό πόλεμο: η Ρωσία, ως μέλος της Ιερής Συμμαχίας, έπαιζε ρόλο χωροφύλακα της Ευρώπης καταπνίγοντας τα επαναστατικά κινήματα στον ευρωπαϊκό χώρο· από την άλλη πλευρά, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θεωρούνταν τότε ο Μεγάλος Ασθενής. 

Εκείνη την εποχή της αιμοτοχυσίας, οι Ρώσοι πίστευαν ότι είχαν τους Ευρωπαίους με το μέρος τους, αν μη τι άλλο λόγω της κοινής θρησκείας. Άλλωστε, ο τσάρος Νικόλαος πίστευε ότι οι Αυστριακοί θα του συμπαραστέκονταν, ή ότι τουλάχιστον θα έμεναν ουδέτεροι. Παρ’όλ’ αυτά, η Αυστρία, που ένιωθε απειλή από τα ρωσικά στρατεύματα, στήριξε τη Βρετανία και τη Γαλλία όταν απαίτησαν την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Και παρότι η Ρωσία αναγκάστηκε να τα αποσύρει από τις ηγεμονίες του Δούναβη, συνέχισαν τις εχθροπραξίες, με σκοπό να επιλύσουν μια και καλή το Ανατολικό Ζήτημα. Τελικά, η ειρήνη επιτεύχθηκε μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων (30 Μαρτίου 1856): οι Ρώσοι υποχρεώθηκαν να παραδώσουν στον σουλτάνο το Καρς (ΒΑ Τουρκία) και όλα τα εδάφη της Ανατολίας που είχαν καταλάβει, ενώ οι σύμμαχοι να παραδώσουν στους Ρώσους τις πόλεις Σεβαστούπολη, Μπαλακλάβα, Κάμιες, Ευπατορία, Χερσώνα, Γενίκαλε και όλες τις περιοχές που είχαν καταλάβει. Η Μολδαβία και η Βλαχία επέστρεψαν στον σουλτάνο· ο τσάρος και ο σουλτάνος δεσμεύονταν ότι δεν θα δημιουργήσουν καινούργιες ναυτικές βάσεις στη Μαύρη Θάλασσα. Όλα τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονταν για τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ρωσική πλευρά, η ηττημένη του πολέμου, αν και δεν κατάφερε να βρει διέξοδο προς τα Στενά του Βοσπόρου, είχε ελάχιστες απώλειες σε σύγκριση με τις γενικές απώλειες: στον Κριμαϊκό πόλεμο σκοτώθηκαν 240.000 άνθρωποι. 

 Η ήττα αποκάλυψε με βάναυσο τρόπο τις αδυναμίες της Ρωσίας —τη διαφθορά και την ανικανότητα της διοίκησης, την τεχνολογική υστέρηση του στρατού και του ναυτικού· την έλλειψη οδοποιίας και σιδηροδρόμων— και η ταπείνωση άφησε ένα βαθύ ίχνος δυσαρέσκειας: όλα τα λογύδρια του Πούτιν για δυτικά «διπλά μέτρα και σταθμά», για «υποκρισία» και «ασέβεια» προς τη Ρωσία, αναφέρονται στην ιστορία του πολέμου της Κριμαίας κατά τον οποίον η Δύση στήριξε, ως μη όφειλε, τους Τούρκους. Δεν ήταν ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά. Ο Πούτιν εκφράζει σήμερα το «κοινό αίσθημα» το οποίο καλλιεργείται από τα παιδικά χρόνια, από τα σχολικά εγχειρίδια της ιστορίας.

Σ’ αυτό το αίσθημα προστίθεται η πεισματική αποποίηση λαθών και ευθυνών. Οι Ρώσοι έχουν την τάση να δικαιολογούν τα εγκλήματα της ιστορίας τους: όσοι από αυτούς διατηρούν κάποια ιδέα του παρελθόντος δικαιολογούν τον Στάλιν: π.χ. για να κάνει εκκαθαρίσεις σίγουρα κάποιος λόγος υπήρχε· το σύμφωνο μη επίθεσης του 1939 είχε σκοπό την προετοιμασία για τον πόλεμο κτλ. Παραλλήλως, ό,τι έχει πάει στραβά στη Ρωσία αποδίδεται σε ξένο δάκτυλο, σε φθόνο, σε δολιοφθορά.  

Στο «Ρωσία: Μύθοι και πραγματικότητες» ο Rodric Braithwaite αφηγείται συνοπτικά την ιστορία αυτής της αυτοκρατορίας που σήμερα εμπλέκεται σε μια ευρωπαϊκή σύγκρουση και απειλεί με πολιτικό αυταρχισμό ολόκληρο τον κόσμο. Στο εσωτερικό της αναβιώνουν ερωτήματα και πικρίες: μήπως ο Μέγας Πέτρος έβαλε τη Ρωσία σε στραβό μονοπάτι; Και πώς συνέβη το ότι στην εκστρατεία του κατά της Σουηδίας, οι Ουκρανοί εθνικιστές πολέμησαν με τη σουηδική πλευρά; Και πώς τολμούν σήμερα το ΝΑΤΟ και η ΕΕ να μην αναγνωρίζουν τη ζώνη επιρροής της Ρωσίας; 

Οι επεκτάσεις και οι συρρικνώσεις της Ρωσίας υπό τα τσαρικά και κομμουνιστικά καθεστώτα είναι κεντρικό ζήτημα στην αφήγηση του Braithwaite. Στο βιβλίο του παρακολουθεί τους κύκλους της μεταρρύθμισης και της καταστολής καθώς και το οικονομικό ιστορικό της Ρωσίας και τα πολιτιστικά της επιτεύγματα, το γεγονός ότι υπήρξε για λίγο καιρό «πολιτιστική υπερδύναμη». 

Όπως σημειώνει ο Braithwaite, στη λογοτεχνία, στη μουσική και στην τέχνη, η αγροτική παράδοση προσέδωσε στον ρωσικό πολιτισμό «μοναδική οξύτητα, διαφορετική από εκείνη της ευρωπαϊκής υψηλής κουλτούρας». Συγγραφείς όπως ο Πούσκιν, ο Τσέχοφ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, ο Γκόγκολ ή ο Τουργκένιεφ κατέπληξαν τη Δύση στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν τα έργα τους μεταφράστηκαν για πρώτη φορά. Ομοίως, οι όπερες του Glinka, του Borodin, του Mussorgsky και του Rimsky-Korsakov ή τα μπαλέτα του Stravinsky· η δυτική τέχνη οφείλει πολλά στη ρωσική πρωτοπορία του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού. 

Αλλά, όπως προσθέτει ο Braithwaite, η ρωσική κουλτούρα ήταν απόρροια ευρωπαϊκής διάδρασης. Όταν, επί σοβιετικής εποχής, η διάδραση εξασθένησε, η κουλτούρα ξέπεσε κι όσοι δημιουργοί ξεχώριζαν πλήρωναν ακριβό τίμημα. Τώρα ο Πούτιν ξαναγράφει την ιστορία όπως ακριβώς τη θέλει ο λαός. Και τα ερωτήματα παραμένουν πιεστικά και αναπάντητα: Μπορεί η Ρωσία να απελευθερωθεί από τις αυταρχικές και αυτοκρατορικές παραδόσεις της; Θα προσαρμοστεί στον παγκοσμιοποιούμενο κόσμο του 21ου αιώνα; Θα αναζητήσει ειρηνικό τρόπο να σχετίζεται με τους πλησιέστερους γείτονές της; Ο Πούτιν έχει επιβαρύνει τη Ρωσία με τρομερό οικονομικό και ηθικό κόστος, την έχει καταδικάσει σε παρατεταμένο οστρακισμό και έχει καταστρέψει μεγάλο μέρος της Ουκρανίας, ωθώντας τη παραλλήλως στο ΝΑΤΟ. Αν κρίνουμε από την ιστορική εμπειρία, η διεθνής ταπείνωση προκαλεί αντανακλαστικά εκδίκησης και οδηγεί σε επιθετικά συμπλεγματική συμπεριφορά.