Κοσμος

Colorism / shadism: όσο πιο σκούρο είναι το δέρμα, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες διακρίσεων ή δυσπιστίας

Το χρώμα του δέρματος παίζει συνειδητά ή υποσυνείδητα ρόλο στην ποινική δικαιοσύνη, στις επιχειρήσεις, στη στέγαση, στην υγειονομική περίθαλψη, στα ΜΜΕ και στην πολιτική

portrait-322469_1920_2.jpg
Τριαντάφυλλος Δελησταμάτης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Colorism / shadism: Το χρώμα του δέρματος και ο ρατσισμός

Τι είναι ο colorism, τι είναι το «σύμπλεγμα του κρίνου» και πώς, παρά τις διακρίσεις, ο πληθυσμός της Γης γίνεται όλο και πιο σοκολατί

O όρος «ρατσισμός» έχει επεκταθεί τόσο ώστε έχασε το αρχικό του νόημα, δηλαδή την πρόσληψη και την πρακτική έναντι μιας φυλής που θεωρείται κατώτερη από μια άλλη. Καθώς η φυλή είναι μια αρκετά ρευστή οντότητα —η έρευνα του DNA δείχνει την κοινή καταγωγή όλων των ανθρώπων και το φυλετικό κοκτέιλ από το οποίο συντίθενται— η μεροληψία παίρνει σήμερα πιο λεπτές αποχρώσεις. Οι όροι που χρησιμοποιούνται πλέον για τις διακρίσεις με βάση το χρώμα του δέρματος είναι colorism και shadism: όσο πιο σκούρο είναι το δέρμα, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες των διακρίσεων ή της δυσπιστίας. O colorism δεν αφορά μόνο το βλέμμα των «λευκών» αλλά και εκείνο των «μαύρων»: η βασική διαφορά μεταξύ του ρατσισμού και του colorism είναι ότι ο ρατσισμός σημαίνει υποταγή μιας ομάδας από μια άλλη ή πίστη στη φυλετική υπεροχή, ενώ ο colorism σημαίνει διακρίσεις και εντός της ομάδας.

Έχει παρατηρηθεί ότι το χρώμα του δέρματος παίζει συνειδητά ή υποσυνείδητα ρόλο στην ποινική δικαιοσύνη, στις επιχειρήσεις, στη στέγαση, στην υγειονομική περίθαλψη, στα μέσα ενημέρωσης και στην πολιτική τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και την Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο. Εξάλλου, οι πιο ανοιχτοί τόνοι δέρματος θεωρούνται «προτιμότεροι» σε πολλές χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Νότιας Αμερικής. Σε μερικές φυλές ο colorism αφορά αντιθέτως το ανοιχτόχρωμο δέρμα, το οποίο εκλαμβάνεται ως μια μορφή νοθείας.

Κυρίως, ο colorism/shadism σχετίζεται με τα πρότυπα της ομορφιάς: σε ορισμένα μέρη της Αφρικής, τα άτομα με πιο ανοιχτόχρωμο δέρμα πιστεύεται ότι είναι πιο ελκυστικά από εκείνα με πιο σκούρο δέρμα. Αλλά, ιστορικά, οι προσπάθειες λεύκανσης του δέρματος στην Αφρική, η οποία χρονολογείται από την εποχή της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, σχετίζεται περισσότερο με τα προνόμια που είχαν οι ανοιχτόχρωμοι έναντι των πιο σκουρόχρωμων και λιγότερο με την ομορφιά: στον 21ο αιώνα, το 77% των Νιγηριανών γυναικών, το 52% των γυναικών της Σενεγάλης και το 25% των γυναικών του Μάλι χρησιμοποιούν προϊόντα λεύκανσης. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην Γκάνα: σύμφωνα με δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel, οι έγκυες γυναίκες παίρνουν «λευκαντικά δισκία» με σκοπό το παιδί τους να αποκτήσει ανοιχτόχρωμο δέρμα, άρα πιθανώς καλύτερες ευκαιρίες στη ζωή. Είναι αλήθεια ότι σε πολλές περιοχές του αποικιακού κόσμου οι Ευρωπαίοι είχαν καθιερώσει ένα σύστημα καστών βασισμένο στην απόχρωση του δέρματος: στη Ρουάντα αυτό το σύστημα τοποθετούσε τους Τούτσι πάνω από τους Χούτου· έτσι, ενισχύθηκε ο ανταγωνισμός μεταξύ των φυλετικών ταυτοτήτων με τα γνωστά αποτελέσματα. Η κατάσταση είναι παρόμοια στην Ασία: το ανοιχτόχρωμα δέρμα ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένο με τον πλούτο και αρχοντιά, καθώς τα πιο προνομιούχα άτομα μπορούσαν να μένουν σε εσωτερικούς χώρους ενώ οι υπηρέτες εργάζονταν έξω, κάτω από τον καυτό ήλιο. Χαρακτηριστική ήταν η τάση των γυναικών στη Ιαπωνία να ασπρίζουν το πρόσωπό τους με σκόνη ρυζιού ή καταπίνοντας μαργαριτάρια σε σκόνη. Στις αρχές του 21ου αιώνα, τέσσερις στις δέκα γυναίκες που ερωτήθηκαν στο Χονγκ Κονγκ, στη Μαλαισία, στις Φιλιππίνες και στη Νότια Κορέα ανέφεραν ότι χρησιμοποιούσαν κρέμες λεύκανσης δέρματος. Η παράδοση της προτίμησης για τις ανοιχτόχρωμες γυναίκες στην Ανατολική Ασία φαίνεται το αντίθετο του προτύπου του «μαυρίσματος» στον ήλιο που επικράτησε για πολύ καιρό στη Δύση: το μαύρισμα σήμαινε ανθρώπους που είχαν ελεύθερο χρόνο για διακοπές και «ηλιοθεραπεία».

Colorism / shadism: Το χρώμα του δέρματος και ο ρατσισμός
© Marlon Alves / Pexels

Σε ορισμένες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, όπως η Μαλαισία, το ιδανικό ομορφιάς είναι η «ευρασιατική εμφάνιση» η οποία προβάλλεται στις διαφημίσεις και στα ΜΜΕ. Όσο για την Ινδία, η προτίμηση για ανοιχτόχρωμο δέρμα συνδέεται ιστορικά με το σύστημα των καστών το οποίο με τη σειρά του συνδέεται με τον ινδουισμό: η ινδουιστική κοινωνική ιεραρχία η οποία ευνοούσε πιο ανοιχτόχρωμο δέρμα τροφοδοτήθηκε κι από την πολιτική των Ευρωπαίων, οι οποίοι προωθούσαν σε διοικητικές θέσεις τους πιο ανοιχτόχρωμους ανθρώπους. Γενικά, η εξουσία ήταν εννοιολογικά συνυφασμένη με το ανοιχτόχρωμο δέρμα: οι πλούσιοι Ινδοί τείνουν να έχουν ανοιχτόχρωμο δέρμα λόγω λιγότερης έκθεσης στον ήλιο ενώ τα μέλη των χαμηλότερων καστών είναι πιο σκούρα. Στην Ινδία, ο colorism γίνεται φανερός στη βιομηχανία καλλυντικών, όπου είναι δημοφιλείς οι κρέμες "fairness" που φωτίζουν το δέρμα, και στη σόου μπίζνες όπου συνήθως οι ηθοποιοί υποβάλλονται σε photoshop για να φαίνονται πιο ανοιχτόχρωμοι. Το ίδιο παρατηρείται στη Σρι Λάνκα, στη Βραζιλία, στη Χιλή —όπου οι λεγόμενοι morenos έχουν λιγότερες κοινωνικές προσδοκίες από τους blancos— και στο Μεξικό.

Σε χώρες με αυτόχθονες πληθυσμούς, αλλά και με απογόνους Ισπανών, Γερμανών και άλλων Ευρωπαίων, καθώς και με μεγάλο ποσοστό μιγάδων, παρατηρείται ευρεία «χρωματική» πολυμορφία. Για παράδειγμα, το χρώμα του δέρματος των Μεξικανών μπορεί να κυμαίνεται από λευκό έως πολύ σκουρόχρωμο («μαύρο»), ενώ πάνω από τους μισούς Μεξικανούς αναγνωρίζονται ως mestizo (μεικτή φυλή). Μια μελέτη από το Πανεπιστήμιο Vanderbilt διαπίστωσε ότι το πιο σκούρο δέρμα συνδέεται με χαμηλότερο οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο: τη διαπίστωση επιβεβαιώνει το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Γεωγραφίας του Μεξικού, που συμπεραίνει ότι όσο πιο σκούρος είναι ο τόνος του δέρματος, τόσο λιγότερη ανοδική κινητικότητα έχει ένας Μεξικανός.

Στις ΗΠΑ, κατά την εποχή της δουλοκτησίας, όσοι είχαν πιο σκούρο δέρμα προορίζονταν για σκληρές εργασίες, τις οποίες συνήθως εκτελούσαν σε εξωτερικούς χώρους, ενώ οι πιο ανοιχτόχρωμοι εργάζονταν μέσα στο σπίτι. Αυτή η πρακτική οδήγησε σε σαφή διαίρεση των σκλάβων, υπονομεύοντας την αλληλεγγύη μεταξύ τους. Προέκυψε μάλιστα μια ποικιλία ειδικών τεστ για το χρώμα του δέρματος, το πιο περιβόητο από τα οποία ήταν εκείνο της καφετιάς χαρτοσακούλας: αν το δέρμα των ανθρώπων ήταν πιο σκούρο από το χρώμα μιας καφετιάς χαρτοσακούλας, θεωρούνταν «υπερβολικά σκούρο»· άρα όχι επιθυμητό ακόμα και στο εσωτερικό του αφροαμερικανικού πληθυσμού. Εκείνο τον καιρό χρησιμοποιήθηκε επίσης το τεστ της χτένας για την εκτίμηση της συγγένειας των μαλλιών ενός μαύρου ατόμου με τα μαλλιά των λευκών: και πάλι, παρά τα κινήματα των πολιτικών δικαιωμάτων και τις τάσεις της μόδας Black is Beautiful, οι Αφροαμερικανοί, ιδιαίτερα οι γυναίκες, έκαναν πολλές προσπάθειες για να ισιώνουν τα μαλλιά τους. Εξάλλου, πολλές τα έβαφαν και εξακολουθούν να τα βάφουν ξανθά. Όσο για το τεστ της καφετιάς χαρτοσακούλας, το έκαναν κάποτε και ορισμένες αφροαμερικανικές αδελφότητες και αδελφότητες οι οποίες δεν άφηναν κανέναν να μπει στην ομάδα αν το δέρμα του/της δεν ήταν πιο σκούρο από μια καφετιά χάρτινη σακούλα: η ταινία του Spike Lee «School Daze» (1988) σατίριζε αυτή την πρακτική σε μαύρα κολέγια και πανεπιστήμια.  

Στο μεταξύ, ο μη λευκός πληθυσμός αυξάνεται στον κόσμο: η δημογραφική άνοδος των «εγχρώμων» και η επιμειξία —στην εποχή μας δεν υπάρχει, θεωρητικά τουλάχιστον, κανένα εμπόδιο στους γάμους μεταξύ λευκών και λιγότερο λευκών— έχει ως αποτέλεσμα το λεγόμενο «browning», το οποίο έχει πυροδοτήσει ρατσιστική ρητορική για δήθεν «γενοκτονία των λευκών». Από την άλλη πλευρά, οι μαύροι εθνικιστές θεωρούν τους μιγάδες μη αυθεντικούς, προνομιούχους, ακόμα και «δηλητηριασμένους» από τη λευκότητα: αυτή τη στάση κράτησαν στο παρελθόν πολλοί εξέχοντες μαύροι εθνικιστές, όπως ο W.E.B. Du Bois και ο Marcus Garvey και την υιοθετούν σήμερα οι φορείς του «αντίστροφου colorism» ο οποίος αποτελεί στοιχείο της φυλετικής αγωνιστικότητας.

Στην καθημερινότητα, σύμφωνα με πολλές έρευνες που έχουν διενεργηθεί από το 1995, το πολύ σκούρο δέρμα γίνεται αφορμή για διακρίσεις: οι αστυνομικοί είναι πιο επιθετικοί και πιο επιρρεπείς σε κατάχρηση εξουσίας και οι δικαστές είναι πιο αυστηροί. Διακρίσεις έχουν εντοπιστεί και στην ιατρική περίθαλψη όπου οι πιο σκούροι άνθρωποι κινδυνεύουν από παραμέληση ή από χαμηλότερο επίπεδο φροντίδας, καθώς και στη στέγαση: πολλοί ιδιοκτήτες διστάζουν να ενοικιάσουν σπίτια σε «πολύ» μαύρους.

Το να είσαι «πολύ μαύρος» αναγνωρίστηκε από τα ομοσπονδιακά δικαστήρια των ΗΠΑ μετά από την υπόθεση διακρίσεων στην εργασία «Etienne εναντίον Spanish Lake Truck & Casino Plaza, LLC». Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι μια υπάλληλος υπέστη διακρίσεις επειδή ήταν πολύ σκούρα: η ενάγουσα δεν έπαιρνε προαγωγές και οι εργοδότες τής ζητούσαν να εκτελεί καθήκοντα αναντίστοιχα με τα προσόντα της. Αλλά, παρά τη νομική πρόοδο, ο colorism επικρατεί, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις γυναίκες: στην πραγματικότητα, τα κριτήρια των προτύπων ομορφιάς συνεχίζουν να ενσωματώνουν τη θηλυκότητα της λευκής μεσαίας τάξης. Η μετα-αποικιακή κουλτούρα διαιωνίζει τα ευρωκεντρικά πρότυπα ομορφιάς, κληροδοτώντας αυτό που ονομάζεται «σύμπλεγμα κρίνου», μια πίεση για λευκότητα που προκαλεί στα μέλη των σκουρόχρωμων φυλών ανασφάλεια και, όχι σπάνια, απέχθεια για τον εαυτό τους, μια μορφή εσωτερικευμένου ρατσισμού. Χαρακτηριστικό (και ακραίο) παράδειγμα ήταν η καταστροφική προσπάθεια του Michael Jackson να γίνει λευκός, μια πρακτική που δικαίως καταδίκασαν τα κινήματα της Black Power και η οποία συνέβαλε στον πρόωρο θάνατό του.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ