Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
Yakuza: Η ιαπωνική μαφία, οι βασικοί κανόνες, τα τατουάζ, οι ισχυρές οικογένειες και η σημερινή κρίση.
Στο καζίνο του Shinjuku στο Τόκυο η ατμόσφαιρα βαριά, απείρως πιο μυστικιστική σε σχέση με τις κοσμοπολίτικες εικόνες που έχουμε στη Δύση. Ημίφως, βλέμματα που δεν διασταυρώνονται, υπάλληλοι που κοιτούν μονάχα τον τομέα ευθύνης τους και τα πολύ συγκεκριμένα τους καθήκοντα.
Στο τελευταίο τραπέζι όλοι οι παίκτες σοβαροί, με το προσωπείο εκείνων που περισσότερο πειθαρχούν κι αγωνιούν, παρά διασκεδάζουν. Ούτως ή άλλως οι Ιάπωνες σπανίως χαμογελούν όταν παίζουν Oicho-Kabu, το παραδοσιακό τους παιχνίδι με κάρτες παρόμοιο με το δικό μας μπακαρά ή το blackjack.
Στο τραπέζι έχει πέσει ο χειρότερος δυνατός συνδυασμός: 8 – 9 – 3. ya (8) ku (9) za (3), Yakuza.
Κάποια βλέμματα παγώνουν, οι υπόλοιποι απορούν. Το κουβάρι το ξετυλίγει ένας από τους παριστάμενους, παραδόξως όχι ο γηραιότερος - πιθανόν ο πιο διαβασμένος. Στα βάθη της παράδοσης ο όρος είχε απλώς μια έντονη υποτιμητική χροιά, σήμαινε κακοποιός, καλός για τίποτα. Με την πάροδο του χρόνου σημαίνει ένα και μόνο πράγμα: μαφία.
Η παρέα φεύγει, κατευθύνεται σε ένα από τα μπαρ. Το σκηνικό παραπέμπει πια στο Lost in Translation, όταν ο Bill Muray μάς έλεγε με νόημα κρατώντας ένα ποτήρι Suntory “For relaxing times, make it Suntory times”.
Δεν είναι καθόλου περήφανοι για τη Yakuza οι Ιάπωνες. Τη θεωρούν λεκέ, αίσχιστο εξαγώγιμο είδος της κουλτούρας και της παράδοσής τους. Μονάχα τα μέλη της Yakuza μέχρι διεκδικούν περήφανα την «ιδιότητά» τους. Θεωρούν εαυτούς περιθωριοποιημένα μέλη μιας κοινότητας έξω από το πλήθος των υπολοίπων που ενεργούν παράνομα για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα του λαού.
Τι είναι η Yakuza
Επί της ουσίας είναι μια ομάδα οικογενειών που συνδέονται μεταξύ τους με μια πυραμιδική μορφή εξουσίας. Στην κορυφή το αφεντικό (oyabun), ο «θετός πατέρας» και από κάτω του τα παιδιά του (kobun) τα οποία διαχωρίζονται και κατατάσσονται μεταξύ τους όπως στις παραδοσιακές οικογένειες. Ο μεγάλος αδελφός, ο μικρότερος και ούτω καθεξής.
Αυτές οι πλασματικές οικογένειες (ikka) βασίζονται σε αυτό το σχήμα oyabun-kobun, τη σχέση μεταξύ πατέρα και θετού γιου και το bushidō, μια μορφής ηθική υποχρέωση, δανεισμένης από τον κώδικα τιμής του φεουδάρχη σαμουράι, ο οποίος προβλέπει απόλυτη αφοσίωση, πίστη, υποταγή και ευγνωμοσύνη.
Άπαντες στην ομήγυρη παρακολουθούν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, χαϊδεύουν τα ουίσκι τους και ζητούν να ακούσουν, να μάθουν περισσότερα. Ο Taketsuru και ο Torii δεν ζουν για να καμαρώσουν τη στιγμή, είναι βέβαιο ωστόσο ότι θα ήταν περήφανοι που τα ουίσκι τους συνοδεύουν αυτή την ιστορία.
Το ουίσκι είναι ευγενές, «εκλεπτυσμένο» στην Ιαπωνία. Δεν είναι το εθνικό ποτό, ούτε καταναλώνεται όπως το υπ’ αριθμόν ένα αλκοολούχο προϊόν, η μπύρα. Στη Δύση γνωρίζουμε περισσότερο το σάκε, από το οποίο ξεκινά και η ιεροτελεστία εισόδου στη Yakuza με το περίφημο sakazuki, την ανταλλαγή δηλαδή του σάκε μεταξύ των μερών. Με αυτήν την κίνηση σφραγίζεται ο δεσμός μεταξύ oyabun και kobun, η οποία λαμβάνει χώρα συνήθως μπροστά από έναν βωμό Σιντοϊσμού.
Τα υπό προσχώρηση μέλη υπόσχονται να αφήσουν στην άκρη τις οικογένειες καταγωγής τους και να δώσουν προτεραιότητα στο ikka, στο οποίο δεσπόζει ένας κώδικας τιμής με τρεις βασικούς κανόνες:
- Δεν αγγίζονται οι γυναίκες των άλλων μελών
- Δεν αποκαλύπτονται τα μυστικά της οργάνωσης σε κανέναν
- Μοναδική υποχρέωση είναι η πίστη και η τυφλή υπακοή στις εντολές του «πατέρα».
Οποιαδήποτε παραβίαση επισύρει σκληρή τιμωρία, διά του yubitsume, ενός φρικαλέου τελετουργικού με ακρωτηριασμό της φάλαγγας του μικρού δακτύλου. Το κομμένο δάκτυλο φυλάσσεται σε ένα κουτί, που χρησιμεύει στο να κάνει έναν kobun ακόμα πιο εξαρτημένο από τον oyabun και την οικογένεια.
Πρόκειται για μια αλληγορική ερμηνεία της αρχαίας παράδοσης των σαμουράι, οι οποίοι χρειάζονταν τα τρία κάτω δάχτυλα του χεριού προκειμένου να κρατήσουν το βαρύ σπαθί με τον ορθό τρόπο. Δίχως το μέρος του μικρού δακτύλου, η λαβή γινόταν ασταθής κι ο λαβωμένος σαμουράι εξαρτάτο περισσότερο στους συμπολεμιστές-συνοδοιπόρους του, παρά στις ατομικές του δεξιότητες. Ακριβώς όπως το μέλος της Yakuza που όφειλε να ενισχύσει τη σχέση του με το oyabun.
Το Yubitsume ήταν η τιμωρία, η τρόπον τινά εθελοντική πράξη εξιλέωσης προκειμένου να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη και η παραμονή στην οικογένεια. Αυτήν την ιεροτελεστία ακολουθεί και η ομοειδής πρακτική του demukai, κατά την οποία ένας υφιστάμενος αναλαμβάνει την ευθύνη για μια εγκληματική πράξη και πληρώνει τις συνέπειες στη θέση του oyabun. Είναι μια πράξη θάρρους και ευγνωμοσύνης που συνήθως ανταμείβεται με την απονομή ενός μεγάλου χρηματικού ποσού και μια σημαντική προαγωγή κατά την αποφυλάκιση.
Είναι λίγο δυσνόητα όλα αυτά για τους δυτικούς πολιτισμούς, ειδικά ενόσω η μοναδική μας σχέση με το οργανωμένο έγκλημα και η «γοητεία» που ασκεί η μαφία σε ορισμένους, προέρχεται κυρίως από τις ωραιοποιήσεις της μυθοπλασίας και κυρίως της τριλογίας του Κόπολα.
Στο τραπέζι η παρέα αναρωτιέται για τις εικόνες και πάλι μέσω των εκατοντάδων ταινιών που πραγματεύονται το ζήτημα στην Άπω Ανατολή. «Και τα ταζουάζ;»
Ο Ιάπωνας συνοφρυώνεται, σχεδόν θυμώνει. Είναι κατάπτυστα τα τατουάζ και ολόκληρη η κουλτούρα της δερματοστιξίας στην πατρίδα του. Τα περίτεχνα irezumi, όπως αποκαλούνται, έχουν μονάχα αρνητικό πρόσημο. Μέχρι και τις μέρες μας, σε ορισμένες δημόσιες υπηρεσίας απαγορεύεται η είσοδος εάν ο πολίτης φέρει εμφανή τατουάζ. Η χρήση τους χρονολογείται από τη φεουδαρχική εποχή, όταν λάμβαναν μια μορφή τιμωρίας για να σημαδεύεται για πάντα το δέρμα των εγκληματιών.
Ίσως εκεί να εδράζεται διά της αντίστροφης ψυχολογίας η υιοθέτηση του irezumi από τα μέλη της Yakuza, ίσως αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα να μαρτυρά την επιθυμία τους να ξεχωρίσουν από την υπόλοιπη κοινωνία και να υπογραμμίσουν τον ρόλο τους ως «υπερασπιστές των αδύναμων» όπως επαίρεται η κοσμοθεωρία τους.
Στην πραγματικότητα, στη Yakuza αρέσει να αυτοπροσδιορίζεται, να επιλέγει συγκεκριμένα στοιχεία της παράδοσης για να πλέξει το δικό της αφήγημα. Γι’ αυτό μεταξύ τους τα μέλη της τονίζουν πως ανήκουν στην ninkyō dantai, σε μια ιπποτική οργάνωση που κατάγεται από τους σαμουράι και ενεργεί παράνομα για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του λαού. Κάτι το οποίο ασφαλώς απέχει παρασάγγας από την πραγματικότητα.
Η οργάνωση διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία άνω των 80 δισεκατομμυρίων δολαρίων και έχει απλώσει τα δίχτυα της πολύ πέρα από τους «κλασσικούς» τομείς των εκβιασμών, της προστασίας, της πορνείας, της εμπορίας ναρκωτικών και του παράνομου τζόγου. Η αληθινή δύναμη τη σήμερον κρύβεται στα οικονομικά εγκλήματα, στη νομιμοποίηση εσόδων, στους διαβρωμένους βραχίονες της πολιτικής και στη διαπλοκή μεταξύ των μεγάλων εταιρειών και των επιχειρήσεων.
Εστιατόρια, μπαρ, εργοστάσια, ακόμα και μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί που συμμετέχουν σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες είναι η πραγματική δύναμη της Yakuza. Ανενδοίαστα και ανερυθρίαστα διαφημίζονται οι «αρωγές» στις φυσικές καταστροφές, στους σεισμούς και τα τσουνάμι που πλήττουν από καιρού εις καιρόν τα νησιά. Αυτή ακριβώς η κατάσταση έχει φέρει την ιαπωνική μαφία σε μια κατάσταση ημινομιμότητας, σε τρόπον τινά μέρος της «κανονικότητας».
Πιθανότατα επειδή οι Ιάπωνες ως φιλοσοφία και ως κράτος έχουν αυτή την προσέγγιση, ουσιαστικά ενέταξαν το οργανωμένο έγκλημα στη λειτουργία των δομών, με αποκλειστικό στόχο να το ελέγχουν και να αποφεύγουν τα πολύ δυσάρεστα γεγονότα από τη φεουδαρχική ιστορία τους.
Το κατάλληλο περιτύλιγμα υπήρχε ήδη, ανασύρθηκε από τους machi-yakko, τους σαμουράι που υπερασπίζονταν τις πόλεις από τις επιδρομές των kabukimono, των συμμοριών rōnin που έμεναν χωρίς αφέντη. Η ιστορική αναφορά δεν έχει την παραμικρή σχέση με την πρόσφατη ιστορία, αναφέρεται στη μεταβατική φάση μεταξύ της περιόδου Muromachi (1336-1573) και της περιόδου Edo (1603-1867).
Η διασύνδεση με τους machi-yakko ήταν η κατάλληλη πρόφαση για την προσπάθεια εξευγενισμού της Yakuza, για την ωραιοποιημένη μετατροπή των μελών της σε αντίστοιχους «Ρομπέν των Δασών» της δικής μας κουλτούρας. Μόνο που κι εκείνοι όπως και ο ευσεβής Βρετανός λαϊκός ήρωας, ανάγονται στη σφαίρα του μύθου.
Η αληθινή προέλευση αυτών των παράνομων στοιχείων χρονολογείται από τον 17ο αιώνα και τις διαβόητες στη χώρα κατηγορίες των bakuto και των tekya. Οι πρώτοι ήταν κοινοί απατεώνες, τζογαδόροι, «χαμίνια» που συνωστίζονταν στα κεντρικά στέκια των πόλεων και οι δεύτεροι ήταν οι αετονύχηδες πλανόδιοι πωλητές που εκείνη την εποχή έκαναν καθεστηκυία τάξη και πρακτική το λαθρεμπόριο.
Αυτές οι δυο κατηγορίες ανθρώπων, στην τελευταία φάση της περιόδου Edo «ενώθηκαν» μεταξύ τους, συγκρότησαν ομάδες αλληλοβοήθειας και σταδιακά βελτίωσαν την κοινωνική τους θέση, εκμεταλλευόμενες την ανοχή των αρχών. Έτσι τα κρησφύγετα/παράνομες λέσχες τζόγου δέχονταν ολοένα και λιγότερες επισκέψεις από τους εκπροσώπους του νόμου, κυρίως επειδή τα χρέη των παικτών μετατρέπονταν σε υποχρεωτικές ώρες εργασίας στα εργοτάξια.
Το 1740 ο Σογκούν εξέδωσε και το διάταγμα οπλοφορίας για τους tekya προκειμένου να προστατεύονται οι έμποροι και οι πραμάτιες τους και κάπως έτσι νομιμοποίηθηκε το λεγόμενο «ολίγον παράνομο». Δεν ήθελε πολύ κατόπιν αυτού, οι tekya να εξομοιώσουν εαυτούς με τους σαμουράι και να εξαπλωθεί η φήμη τους σε όλη την Ιαπωνία υπό το μανδύα της «λύτρωσης» των παραστατημένων, των φυγάδων και των κατατρεγμένων εγκληματιών.
Συν τω χρόνω, αυτή η άτυπη ένωση των δυο κόσμων των bakuto και των tekya οδήγησε στη γέννηση της Yakuza. Υιοθετήθηκε το τυπικό irezumi για να γίνονται αντιληπτοί μεταξύ τους και άρχισαν να οικοδομούνται οι πρώτοι κώδικες συμπεριφοράς και οι πρώτες «οικογένειες».
Όταν ξεκίνησε η αποκατάσταση των Meiji τον 19ο αιώνα, μετά από αιώνες κυριαρχίας των Σογκούν και η εξουσία επέστρεψε στον αυτοκράτορα, οι ηγέτες των Yakuza εκμεταλλεύτηκαν στο ακέραιο τη μεταβατική περίοδο με τα κενά εξουσίας και παίρνοντας το μέρος των επερχόμενων κυρίαρχων, όχι μόνο απέκτησαν ασυλία για τις παράνομες δραστηριότητές τους, αλλά και ένα είδος αξιοπρέπειας διά πολιτικής κάλυψης.
Τότε δέσποζε η φιγούρα του παντοδύναμου Shimizu Jirochō, ενός από τους διασημότερους επικεφαλής των Yakuza, ο οποίος χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να υποστηρίξει τη φιλοαυτοκρατορική φατρία και να κερδίσει τη φήμη του «ήρωα της πατρίδας». Μετά τα πάντα ήταν ζήτημα χρόνου.
Από το 1867 έως τις αρχές του εικοστού αιώνα, η χώρα βιομηχανοποιήθηκε και η Yakuza εκμεταλλεύτηκε νέες ευκαιρίες στην αγορά για να εδραιώσει την παρουσία της ανά την επικράτεια. Εκτός από την πορνεία, τον εκφοβισμό, τις υπηρεσίες προστασίας και τα τυχερά παιχνίδια, οι «οικογένειες» διείσδυσαν στη διαχείριση του εργατικού δυναμικού των νέων υποδομών και άρχισαν να εμπλουτίζουν τη δράση τους με φαινομενικά νόμιμες δραστηριότητες. Η Yakuza πια βρισκόταν στο κατώφλι της πλήρους απενοχοποίησης, διότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού είτε δεν αντιδρούσε είτε συναινούσε κιόλας με τις πρακτικές και τις δράσεις της.
Εάν δεν προέκυπτε η δυστυχία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η αμερικανική κατοχή, πιθανότατα θα μιλήσουμε σήμερα σε εντελώς διαφορετικό ύφος και πλαίσιο για την ιαπωνική μαφία. Ο Πόλεμος όμως φανέρωσε το αληθινό πρόσωπο της Yakuza. Ακριβώς μετά τον πόλεμο, οι «οικογένειες» ξεκίνησαν να ενεργούν ως ενδιάμεσος μεταξύ δημόσιων φορέων και απλών ανθρώπων και μεταξύ 1946 και 1948, ανέλαβαν το «καθήκον» να ελέγχουν τις τοπικές αγορές και να εισπράττουν φόρους από εταιρείες και ιδιώτες. Για μια ακόμη φορά, η Yakuza είχε ελιχθεί πολιτικά και περίμενε να κεφαλαιοποιήσει.
Η διείσδυση στην πολιτική έφερε την ανοχή στη διαχείριση του λαθρεμπορίου ναρκωτικών, ιδίως των μεταμφεταμινών που συνήθως παράγονται σε περιόδους πολέμου για να μειώσουν την κόπωση των στρατιωτών και να βοηθήσουν τους εργαζόμενους στα εργοστάσια να παραμείνουν παραγωγικοί.
Η Yakuza είχε φροντίσει να κατασχέσει και τις αχρησιμοποίητες κρατικές προμήθειες και τουλάχιστον μέχρι το 1951 υπήρξε ο απόλυτος κυρίαρχος στην εμπορία, τη διακίνηση και την κατανάλωση ναρκωτικών. Τότε ήταν και η πρώτη φορά που η ιαπωνική πολιτεία αποφάσισε να αντιμετωπίσει σθεναρά ένα πρόβλημα το οποίο διαιωνιζόταν από την εποχή των Σογκούν.
Η κυβέρνηση εκδίδει νομοθετικό διάταγμα το οποίο περιορίζει την κατανάλωση ναρκωτικών, ξεκινά ελέγχους και εκμεταλλευόμενη τη συγκυρία της οικονομικής ανάτασης, στην ουσία «εκπαιδεύει» τους πολίτες να μάθουν να ζουν χωρίς ναρκωτικά, μετριάζοντας το φόβο ή/και την αρωγή της Yakuza. Ολόκληρο το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50 είναι η εποχή του ιαπωνικού οικονομικού θαύματος, η επιτυχής είσοδος στην ελίτ των χρηματοοικονομικών, της βιομηχανίας του θεάματος και ασφαλώς των κατασκευών.
Η μαφία όπως σε κάθε έκφανσή της, επιστρέφει δυναμικά τη δεκαετία του ’60. Μόλις μια πενταετία χρειάστηκε προκειμένου να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και να επεκτείνει τις δραστηριότητές της. Έτσι ισχύει το οξύμωρο μαζί με την ανάπτυξη της χώρας, να διάγει και τη χρυσή της εποχή η Yakuza.
Πιο ισχυρή «οικογένεια» απ’ όλες, η Yamaguchi-guni, ιδρυθείσα στο Κόμπε το 1915, της οποίας ηγείτο ο Kazuo Taoka, ο άνθρωπος που θα μείνει στην ιστορία ως «το αφεντικό των αφεντικών». Η συγκεκριμένη μορφή είναι και ό,τι εγγύτερο στη δυτική αντίληψη περί «αρχηγού».
Ο Taoka ήταν ο επικεφαλής που εκμεταλλεύτηκε την επιχείρηση «σκούπα» της αστυνομίας το 1964, όταν διαλύθηκαν οι περισσότερες μικρές «οικογένειες» του Τόκυο και σταμάτησαν οι πόλεμοι μεταξύ συμμοριών στους δρόμους της πρωτεύουσας. Η επιρροή των παράνομων σε τζόγο και πορνεία περιορίστηκε, οι μικρές οντότητες της Yakuza σιγά σιγά αφανίστηκαν και οι όποιοι επιζώντες ή μη συλληφθέντες βρήκαν καταφύγιο στις μεγάλες οικογένειες που ελέγχονταν από τον Taoka.
Επί είκοσι συναπτά έτη η Yamaguchi-guni βασίλευσε απ’ άκρη σ’ άκρη του συμπλέγματος των νήσων της Άπω Ανατολής και η Yakuza ξαναέγινε «κανονικότητα». Μονάχα όταν ξέσπασε ο πόλεμος και προέκυψε το εσωτερικό σχίσμα, μεταξύ 1984-89, ο λαός θυμήθηκε με τι έχει να κάνει. Εκείνος ο πόλεμος ονομάστηκε Ichiwa-kai και σκέπασε με το πέπλο της απόλυτης τρομοκρατίας τους δρόμους του Kansai, μιας από τις οκτώ περιοχές της Ιαπωνίας.
Μετά από την επίσημη καταγραφή, περίπου 300 πυροβολισμοί, 27 νεκροί και 70 τραυματίες, αποδόθηκαν σε αυτό το μεγάλο «ξεκαθάρισμα», το οποίο έστεψε και πάλι «νικητή» τη Yamaguchi-guni, μόνο που και τούτη τη φορά η νίκη απέβη πύρρειος. Η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν και πάλι δριμεία, με κεντρικό άξονα τη διασφάλιση πως δεν θα ξανασυμβεί παρόμοια διαμάχη. Στις 15 Μαΐου 1991 ετέθη σε ισχύ ο νόμος για την πρόληψη των παράνομων δραστηριοτήτων που διαπράττονται από μέλη εγκληματικών συμμοριών, ο περίφημος νόμος Botaiho.
Με τον εν λόγω νόμο εισήχθη ο όρος boryokudan, ήτοι «η σύσταση (εγκληματικής) οργάνωσης της οποίας τα μέλη προωθούν συλλογικά ή αυθαίρετα, μια παράνομη βίαιη στάση ή δραστηριότητα». Το Botaiho δεν παράγει τα επιθυμητά αποτελέσματα, επειδή περιορίζεται στην καταστολή και τον περιορισμό μόνο ορισμένων εκ των δραστηριοτήτων της Yakuza. Εκτός των άλλων, οι ποινές είναι ελαφριές και μερικές φορές αναποτελεσματικές.
Οι μεγάλες οικογένειες εν τέλει δεν πλήττονται, απεναντίας αναδιοργανώνονται και ισχυροποιούνται, εκτείνοντας τα σχέδιά τους σε νομιμοφανείς δραστηριότητες. Ο πόλεμος έχει λάβει εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, πλέον συντελείται σε δικηγορικά γραφεία, εταιρείες και πολυεθνικές. Η Yakuza διεισδύει στα υψηλότατα κλιμάκια, αποφασίζει να αγοράσει μέρος των μετοχών μιας μεγάλης εταιρείας για να διεισδύσει στους λεγόμενους sōkaiya, εκείνους δηλαδή που έχουν το καθήκον να εκβιάζουν τα υψηλόβαθμα στελέχη των εταιρειών και να αποσπούν αποφάσεις και χρήματα υπέρ της «οικογένειας».
Το 1994, οι sōkaiya ήταν μια τόσο διαδεδομένη μάστιγα που ο διευθυντής της Fujifilm, Juntaro Suzuki, προσπάθησε να καταγγείλει την ύπαρξή τους και να τους απομακρύνει από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας, αλλά τελικά δολοφονήθηκε και μάλιστα με χτυπήματα katana για παραδειγματισμό. Η δολοφονία αναγκάζει ξανά το νομοθετικό σώμα να θεσπίσει νέα σειρά νόμων που αυστηροποιούν τις ποινές για εγκλήματα που διαπράττονται για λογαριασμό του boryokudan και προσφέρουν μεγαλύτερη προστασία στα θύματα και τους μάρτυρες.
Η κατάσταση βελτιώθηκε συλλήβδην και το 2010 η αστυνομία προχώρησε σε σημαντικές συλλήψεις που άνοιξαν το δρόμο για το Bouryokudan Hai Jo Jyourei, ήτοι τα διατάγματα αποκλεισμού του οργανωμένου εγκλήματος. Οι εν λόγω νόμοι στόχευσαν στη διακοπή των σχέσεων μεταξύ Yakuza και πολιτών, εμποδίζοντας τους τελευταίους να δημιουργήσουν ή να διατηρήσουν σχέσεις με «θυγατρικές».
Αυτό ήταν το βασικό σημείο καμπής. Η έννοια «Yakuza ενάντια στην αστυνομία» μετετράπη σε «Yakuza ενάντια στην κοινωνία». Σε μια κουλτούρα όπως η ιαπωνική, όπου η τιμή είναι το παν, κανένας δεν επιθυμεί να εμπλακεί το όνομά του και η οικογενειακή φήμη και παράδοση με τη μαφία.
Με το Bouryokudan Hai Jo Jyourei, η Yakuza χάνει επιτέλους τη μεγάλη της δημοφιλία στα μεσοαστικά στρώματα και οι Ιάπωνες στην πλειοψηφία τους παύουν να θεωρούν τη μαφία «αναγκαίο κακό». Γίνεται αντιληπτό ότι η Yakuza δεν προστάτευε κανέναν αδύναμο, ότι δεν υπήρξε ποτέ μεταπολεμικά αποτρεπτικός παράγων ενάντια στα ατομικά εγκλήματα και την «ανοργάνωτη» παραβατικότητα.
Πράγματι, το τελευταίο αξιοσημείωτο σοβαρό περιστατικό χρονολογείται από τον Αύγουστο του 2021, με τη δίκη του Nomura Satoru, αρχηγού των Kudo-kai και πρώτου oyabun που καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο Nomura έχει εφεσιβάλλει την απόφαση και δεν έχει ακόμα εκτελεστεί.
Πλέον η χώρα διάγει την πλέον απεξαρτητοποιημένη περίοδό της από τη Yakuza, η οποία στο εσωτερικό της χώρας έχει αφήσει την εντύπωση ότι «κοιμάται». Στην πραγματικότητα η οργάνωση έχει μεταφέρει τα συμφέροντά της εκτός Ιαπωνίας, έχει επεκταθεί στο παγκοσμιοποιημένο απρόσωπο που βολεύει άπαντες.
Το μπουκάλι στο κέντρο του τραπεζιού έχει αδειάσει. Το κεντρικό πρόσωπο της παρέας γνέφει συγκαταβατικά, λίγο πριν σηκωθεί από το τραπέζι ψελλίζει ότι η ιαπωνική μαφία είναι μια εγκληματική πραγματικότητα σε κρίση, ίσως προορισμένη να εξαφανιστεί. Κάνει μια βαθιά υπόκλιση τιμώντας την καταγωγή του και αποχωρεί τονίζοντας πως ό,τι δεν ακούγεται δεν σημαίνει ότι παύει να υπάρχει.
Δειτε περισσοτερα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού