Κοσμος

Λατινική Αμερική: ο πόλεμος κατά της φτώχειας

Τα ποσοστά φτώχειας παραμένουν υψηλά σχετικά με τις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης αλλά έχουν μειωθεί σχετικά με το παρελθόν

A.V. Team
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής κέρδισαν τον πόλεμο κατά της ακραίας φτώχειας

Η εκλογή του Javier Milei στην Αργεντινή ανακινεί μια επίμονη απορία σχετικά με τη Λατινική Αμερική: Γιατί χώρες με τόσους φυσικούς πόρους αντιμετωπίζουν τόση φτώχεια; Η φτώχεια ήταν ένας από τους παράγοντες της ανάδειξης του Milei μαζί με τον φόβο ότι οι μη έχοντες θα καταληστέψουν τους έχοντες. Αλλά, οι πρόσφατες πολιτικές αλλαγές στην περιοχή οδήγησαν σε κάποιες βελτιώσεις: οι περισσότερες οικονομίες της Λατινικής Αμερικής προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια με ισχυρότερους οικονομικούς κανονισμούς, άμεσες ξένες επενδύσεις και εφαρμογή μικροοικονομικών πολιτικών. Τα ποσοστά φτώχειας παραμένουν υψηλά σχετικά με τις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης αλλά έχουν μειωθεί σχετικά με το παρελθόν.

Το χαμηλότερο ΑΕΠ έχουν η Βολιβία, το Σουρινάμ και η Παραγουάη. Ακολουθούν φέτος το Εκουαντόρ (Ισημερινός), η Κολομβία και το Περού. Αλλά, αν δούμε τις εσωτερικές διαστρωματώσεις, πολλές χώρες εμφανίζουν ακραία φτώχεια ή όπως  Αργεντινή, συχνές περιόδους επιδείνωσης της φτώχειας: το 2018 το 32% του πληθυσμού ζούσε κάτω από το επίσημο όριο —το οποίο  πράγματι υπολογίζεται δύσκολα λόγω της φοροδιαφυγής και της παράλληλης οικονομίας. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, φαίνεται πως το 25% τα βγάζει πέρα μόλις και μετά βίας, ενώ ένα ποσοστό 4%-10% δεν τα βγάζει πέρα καθόλου· στερείται τροφής, στέγης και σχολείου. Η φτώχεια στην Αργεντινή ποικίλλει ευρέως ανάλογα με την περιοχή: οι επαρχίες στον βορρά έχουν υψηλότερα ποσοστά φτώχειας που φτάνουν το 40%. Αντιθέτως, στην πόλη του Μπουένος Άιρες υπάρχουν τα χαμηλότερα ποσοστά φτώχειας της χώρας: περίπου 7 έως 14%, ανάλογα με τη μέτρηση. Τα δημόσια κοινωνικά προγράμματα δεν λείπουν: οι Αργεντίνοι που κερδίζουν λιγότερα από 146.000.00 πέσος μηνιαίως (371 ευρώ), δικαιούνται παροχές για τον γάμο τους, τη γέννηση ή την υιοθεσία παιδιού, την άδεια μητρότητας , την προγεννητική φροντίδα και για αναπηρία σε ένα παιδί, καθώς και επίδομα ασφάλισης ανεργίας έως 6 μήνες. Το πιο σημαντικό πρόγραμμα ανακούφισης της φτώχειας είναι το οικουμενικό Δικαίωμα Παιδικής ηλικίας: ένα μηνιαίο επίδομα που εκχωρείται σε 3,7 εκατομμύρια παιδιά κάτω των 18 ετών (30% του συνόλου της χώρας) και περιλαμβάνει την κατάθεση του 20% της επιταγής σε λογαριασμό ταμιευτηρίου προσβάσιμο μόνο βεβαίωση εγγραφής του παιδιού στο σχολείο. Όλα αυτά βοηθάνε. Προστίθενται η υπηρεσία του Εθνικού Ταμείου Στέγασης που διευκολύνουν την πρόσβαση σε οικονομικά προσιτή στέγαση. Αλλά, υπάρχουν εσωτερικές αντιφάσεις: η αντισύλληψη έχει αποθαρρυνθεί εδώ και καιρό από μια σειρά από κυβερνήσεις της Αργεντινής οι οποίες  ανταμείβουν τις πολύτεκνες οικογένειες χωρίς ωστόσο να τις γλιτώνουν από τη φτώχεια.

Η μια λατινοαμερικανική χώρα προσπαθεί να αντλήσει μαθήματα από την άλλη. Τι έκανε τη Βολιβία να αναπτυχθεί όσο αναπτύχθηκε μεταξύ 2006 και 2014; Πιθανότατα η πολιτική της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Έβο Μοράλες ο οποίος έβαλε σκοπό την καταπολέμηση της φτώχειας· πλην όμως, από το 2014, η κατάσταση κόλλησε παρότι ο διάδοχος του Μοράλες συνεχίζει την ίδια περίπου κοινωνική πολιτική, ενθαρρύνοντας με επιδόματα τη φοίτηση στο σχολείο, που δεν είναι αυτονόητη στη Βολιβία. Όσο για τη Βραζιλία, η φτώχεια είναι περισσότερο συγκεντρωμένη στη βορειοανατολική περιοχή της χώρας, όπου φτωχότεροι είναι οι «ιθαγενείς». Από τη δεκαετία του 1990, τα προγράμματα Fome Zero (Πείνα μηδέν) και Brasil Sem Miséria (Βραζιλία χωρίς φτώχεια) έχουν βγάλει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους από τη φτώχεια: επί Λούλα ντα Σίλβα εφαρμόστηκε το επίδομα μεταφοράς μετρητών Bolsa Família στις φτωχές οικογένειες υπό τον όρο τη φοίτηση των παιδιών στο σχολείο και τον εμβολιασμό τους. Αλλά, ο δρόμος είναι μακρύς. Παρόμοια πολιτική δοκίμασε και η Κολομβία, η 4η μεγαλύτερη οικονομία στη Λατινική Αμερική, όπου η τουριστική άνθηση και η σταθερή αύξηση του ΑΕΠ —που οφείλεται στην αγροτική ανάπτυξη, στις κοινωνικές υπηρεσίες και στις υπηρεσίες υποδομών και αποκέντρωσης— είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της φτώχειας στις αγροτικές περιοχές.

Αντιθέτως, στον Ισημερινό φαίνεται ότι τουλάχιστον ένα εκατομμύριο από 13 εκατομμύρια κατοίκους του δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα πρότυπα στοιχειώδους διαβίωσης. Παρόμοια κατάσταση υπάρχει στην Παραγουάη, όπου προστίθεται το πρόβλημα της χαμηλής ποιότητας των υδάτων και της αναποτελεσματικής αποχέτευσης στις αγροτικές περιοχές. Αλλά, γενικά, οι λατινοαμερικανικές χώρες —ιδιαίτερα το Περού και η Ουρουγουάη— έχουν σημειώσει επιτυχία στον αγώνα κατά της φτώχειας, αν και έχουν παρατηρηθεί διακυμάνσεις. Αυτές οι διακυμάνσεις οφείλονται συνήθως στις οικονομικές κρίσεις. Στη χειρότερη θέση βρίσκεται η Βενεζουέλα στην οποία σύμφωνα με έκθεση των Ηνωμένων Εθνών τον Μάρτιο του 2019 το 94% των Βενεζουελάνων ζούσαν στη φτώχεια. Μέχρι το 2021, το 94,5% του πληθυσμού ζούσε στη φτώχεια με βάση το εισόδημα σύμφωνα με την εθνική Έρευνα Συνθηκών Διαβίωσης (ENCOVI), εκ των οποίων το 76,6% ζούσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, το υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί ποτέ στη χώρα.

Τέλος, η Χιλή βρίσκεται στις πρώτες θέσεις ως προς την ανθρώπινη ανάπτυξη, το βιοτικό επίπεδο και την οικονομική ελευθερία και κατέχει το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη Λατινική Αμερική. Σε παγκόσμιο επίπεδο βρίσκεται στην 26η θέση και θεωρείται η χώρα με τη λιγότερη διαφθορά στην ευρύτερη περιοχή. Μετά από μία δεκαετία υψηλών ρυθμών ανάπτυξης (1989-1999), σημειώθηκε ύφεση και η οικονομία έμεινε λίγο-πολύ στάσιμη για να ξαναπάρει μπρος μετά το τέλος της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Σήμερα η Χιλή είναι υπόδειγμα για τη Λατινική Αμερική: από τις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση του 2021 προέκυψε μια μεγάλη ποικιλία εκπροσώπων από 16 κόμματα, οι μισοί εκ των οποίων είναι γυναίκες. Η Χιλή ξεπέρασε τη φάση της εμφύλιας αναταραχής του 2019 και ο Γκάμπριελ Μπόριτς νίκησε τον Χοσέ Αντόνιο Καστ στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, συγκεντρώνοντας το 55,9% των ψήφων.

Αν και η διαφθορά παραμένει ενδημική στη Λατινική Αμερική, όλες οι χώρες, εκτός ίσως από τη Βενεζουέλα —που έχει σχετικά υψηλό εθνικό προϊόν αλλά χαμηλό προσωπικό εισόδημα— έχουν κάνει σημαντικά βήματα. Οι «ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής», όπως τις περιέγραφε ο Πάμπλο Νερούντα, έχουν κλείσει: οι κυβερνήσεις είναι σταθερές —στην Κόστα Ρίκα ο πρόεδρος Σολίς εξελέγη με το 78% των ψήφων— και ο στρατός δεν επεμβαίνει όπως συνήθιζε. Εξάλλου, ειδικά στην Κόστα Ρίκα, σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1949 δεν υπάρχει στρατός. Η Χιλή και η Ουρουγουάη έχουν κατά κεφαλήν ΑΕΠ που μοιάζει με εκείνο των ευρωπαϊκών χωρών.