Κοσμος

Πώς αντιλαμβανόμαστε το απόλυτο κακό; Ένα κείμενο του Ισραηλινού ψυχαναλυτή Έραν Ρόλνικ

Το κείμενο αυτό γράφτηκε μερικές μέρες μετά την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ

32014-72458.jpg
A.V. Guest
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Έραν Ρόλνικ, Μια ηθική σύγχυση των γλωσσών
© Tuomas A. Lehtinen

Ο Ισραηλινός ψυχαναλυτής Έραν Ρόλνικ γράφει για την αδιαφορία απέναντι στη μαζική δολοφονία των Εβραίων μετά την 7η Οκτωβρίου 

Μετάφραση, Εισαγωγή: Αριέλλα Ασέρ, Πολυτίμη Ζέη

Γράφονται πολλά αυτές τις μέρες για την κρίση στη Μέση Ανατολή. Εύκολα εκφέρονται απόψεις υποστηρίζοντας τη μία ή την άλλη πλευρά. Επιλέξαμε να μεταφράσουμε αυτό το κείμενο του Ισραηλινού ψυχαναλυτή Έραν Ρόλνικ γιατί πιστεύουμε ότι εκφέρει έναν διαφορετικό λόγο, εστιάζοντας στην αντίδραση του ατόμου απέναντι στη φρίκη, στο απόλυτο κακό. Το άρθρο αυτό γράφτηκε μερικές μέρες μετά την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ.

Μοιάζει σαν, εμείς που παρακολουθούμε αυτήν τη σύρραξη, να πρέπει να ενταχθούμε σε μια ομάδα, σε ένα στρατόπεδο. Πώς όμως αντιλαμβανόμαστε το απόλυτο κακό; Τι κάνουμε με τη φρίκη με την οποία ερχόμαστε δίχως άλλο αντιμέτωποι; Ο Έραν Ρόλνικ θίγει το θέμα παραθέτοντας τις σκέψεις του σχετικά με τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου στο Ισραήλ. Πουθενά στο κείμενο δεν χαρακτηρίζει τη μία ή την άλλη πλευρά, ενώ δεν δίνει καθόλου την αίσθηση μιας πολιτικής ουδετερότητας. Έτσι κινητοποιεί και τη δική μας σκέψη σε σχέση με το πώς αντιλαμβανόμαστε τραυματικά γεγονότα, πώς προσπαθούμε να αμυνθούμε απέναντι στη φρίκη που κατακλύζει τον καθένα μας, κάποιες φορές επιχειρώντας να την αιτιολογήσουμε ή να δικαιολογήσουμε το αδιανόητο για να του δώσουμε νόημα, και να το αντέξουμε. Χωρίς νόημα παραμένει ανεπεξέργαστο, δύσκολα διαχειρίσιμο και προκαλεί τρόμο. Όταν το νόημα όμως είναι βιαστικό, προκατειλημμένο (με την ακριβή έννοια του όρου), βασισμένο σε προϋπάρχουσες καταστάσεις, ή σε αναλογίες, μήπως το κακό χάνει την απολυτότητά του; Σχετικοποιείται, και δεν είναι πια και τόσο κακό….

Μια ηθική σύγχυση των γλωσσών

Του Έραν Ρόλνικ*

Καθώς άκουγα την ομιλία του προέδρου Μπάιντεν στις 9 Οκτωβρίου σκέφτηκα: «Εδώ μιλάει ένας πραγματικά ριζοσπαστικός πολιτικός, ένας άνθρωπος του 20ού αιώνα, ο οποίος ενστικτωδώς ξέρει να κάνει τη διάκριση μεταξύ του νόμιμου πολιτικού αγώνα του παλαιστινιακού λαού και της βάρβαρης επίθεσης κατά της ανθρωπότητας.

Γιατί όμως επιμένει η ευρωπαϊκή και η αμερικάνικη αριστερά ότι η αλληλεγγύη προς την Παλαιστίνη απαιτεί μια χωρίς αισθήματα αδιαφορία απέναντι στη μαζική δολοφονία των Εβραίων; Ποια επιθυμία εκπληρώνεται στην απροθυμία να συμπάσχουμε με τον πόνο και τη θλίψη του θύματος;

Ένας μαρξιστής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Birkbeck του Λονδίνου εξήγησε τη δολοφονία 260 Ισραηλινών στη διάρκεια ενός ρέιβ πάρτι ως «συνέπεια» του ότι «διασκέδαζαν πάνω σε κλεμμένη γη». Άλλοι ακαδημαϊκοί και μια μεγάλη μερίδα φοιτητικών οργανώσεων έκαναν δηλώσεις στις οποίες αρνήθηκαν ρητά να επικρίνουν την «παλαιστινιακή αντίσταση».

Η σκέψη της Αριστεράς, όπως και η Ψυχανάλυση, έφεραν στον κόσμο ένα σημαντικό στοιχείο: την ικανότητα να συλλογίζεται κανείς πάνω στις σχέσεις εξουσίας και στη δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ τους, καθώς και την ικανότητα να κατανοείς ότι κάτω από την επιφανειακή σιωπή κυριαρχούν συχνά δομές εκμετάλλευσης – κρυφές σχέσεις εξουσίας, σε αντίθεση δηλαδή με την ανοιχτή εκμετάλλευση και την απροκάλυπτη κατάχρηση.

Αυτός ο τρόπος σκέψης έχει αποφέρει σημαντικούς διανοητικούς καρπούς σε πολλούς τομείς – ηθικούς, πολιτικούς, επιστημονικούς, ψυχολογικούς. Χάρη στις εργασίες του Φρόιντ, του Φερέντζι, της Κλάιν και των συνεχιστών τους, oι ψυχοθεραπευτές έστρεψαν την προσοχή τους σε φαινόμενα όπως η «ταύτιση με τον επιτιθέμενο» ή ο «καταναγκασμός της επανάληψης». Εξαιτίας της εγγενούς απαίτησης όλα να ερμηνεύονται στο πλαίσιο των σχέσεων εξουσίας (το οποίο μπορεί να είναι αντικειμενικά αληθές) χωρίς την ανάγκη για επιπλέον υποθέσεις, αυτό το κοινωνικό-ψυχολογικό-κριτικό στοιχείο ενέχει τον κίνδυνο ενός τυφλού ριζοσπαστισμού ή ενός πολιτικού τραυματο-κεντρισμού.

Υπάρχει μια διάψευση της πραγματικότητας των συμβάντων και των καταστάσεων καθαυτών, διάψευση της ίδιας της φύσης τους. Έτσι, πολιτικές πράξεις βίας –για παράδειγμα οι επιθέσεις στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου (World Trade Center), η σφαγή στο θέατρο Μπατακλάν (Βataklan) στο Παρίσι το 2015, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η δολοφονία 1.200 Ισραηλινών και η απαγωγή εκατοντάδων πολιτών από την πολιτοφυλακή της Χαμάς το Σάββατο 7 Οκτωβρίου– ερμηνεύονται και συζητούνται σαν να είναι απλώς μέρος μιας ευρύτερης δομής, σαν να πρόκειται για τη συνέχιση μιας άλλης φρικαλεότητας, η οποία έως τώρα δεν έχει αναγνωριστεί ή δεν έχει γίνει επαρκώς αντιληπτή. Με αυτή την οπτική κάθε κοινωνική και πολιτική βία ανάγεται σε μια κατανοητή αντίδραση σε κάποια άλλη κοινωνική ή πολιτική αδικία.

Όταν ένας ασθενής λέει: «Έδειρα τα παιδιά μου επειδή ο μεθυσμένος πατέρας μου έδερνε συνέχεια εμένα και την αδελφή μου», είναι αυτό μια κατανόηση της πράξης του; Ή παρακάμπτει με αυτόν τον τρόπο μια αληθινή ενδοσκόπηση και αυτογνωσία, που θα τον έκανε να αναλάβει την ευθύνη για τη δική του επιθετικότητα; Ο ασθενής διαθέτει προφανώς μια σχετική ψυχολογική κατανόηση της αδυναμίας του να ελέγξει την οργή του. Κι όμως μετατρέπει αυτήν την κατανόηση σε μια δικαιολογία, διαστρέφοντας την ψυχολογική αλήθεια σε μια απαίτηση νομιμοποίησης.

Στην πολιτική αυτό αντιστοιχεί στην αναγωγή κάθε κατάστασης στο σύστημα σχέσεων εξουσίας. Στο όνομα της ηθικής και πολιτικής προσπάθειας (ακόμη και ιστορικής) να διασφαλιστεί ευρύτερη δικαιοσύνη, διαψεύδεται η φαινομενική πραγματικότητα φρικτών γεγονότων. Αυτή η προσέγγιση δεν είναι μόνο αντι-θεραπευτική, αλλά έχει συχνά ως συνέπεια μια γεωπολιτική και στρατηγική τυφλότητα.

Το απόλυτο κακό, που επιτέθηκε στο Ισραήλ το περασμένο Σάββατο, δεν μπορεί να ενταχθεί σε ένα σύστημα σχέσεων εξουσίας και να καταχωρηθεί στο ένα ή στο άλλο είδος. Το να συγκρίνουμε έναν τρομοκράτη που βιάζει γυναίκες και αποκεφαλίζει μωρά με ένα «κακοποιημένο παιδί» ή με έναν «μαχητή της ελευθερίας» έχει ως αποτέλεσμα την εξάλειψη του κακού από την εξίσωση και ισοδυναμεί με την άρνηση να καταδείξουμε, να εντοπίσουμε, να βιώσουμε, να γνωρίσουμε τη βάρβαρη στιγμή της ιστορίας, διαλέγοντας τον δρόμο της εκλογίκευσης.

Η ανικανότητα να σοκαριστούμε μπροστά στο κακό και τη βαρβαρότητα, να συγκλονιστούμε  από τον πόνο και να πολεμήσουμε επιθετικά κατά της εξάπλωσής του είναι πραγματικά ένα ηθικό μειονέκτημα.

Η πολιτική της ενόρμησης θανάτου των εξτρεμιστών ισλαμιστών, όπως την βιώνει ο κόσμος από τις αρχές του 21ου αιώνα, δεν θα μπορούσε ούτε θα έπρεπε να είναι κατανοητή ως μια «φυσική ανθρώπινη αντίδραση» στην έλλειψη αγάπης, ελευθερίας, σεβασμού ή της  τραυματισμένη ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Τέτοιες θηριωδίες είναι ακριβώς το αντίθετο. Είναι μια προσπάθεια να αρνηθεί κανείς  την ανθρώπινη ανάγκη για αγάπη, δικαιοσύνη και σεβασμό.

Το ηθικό μειονέκτημα που μόλις περιγράφηκε συναντά ακριβές ομόλογό του στη ριζοσπαστική δεξιά, η οποία διαψεύδει τις καταστάσεις ως έχουν, και την ηθική δύναμη που αυτές φέρουν, στο όνομα στρατηγικών, εθνικών και άλλων ιδεολογιών. Η ηθική ευαισθησία αφενός βασίζεται στην ικανότητα να μπορεί να αντιλαμβάνεται κανείς έξω από την κλειστή φούσκα των ιδεολογικών φερέφωνων και να μπορεί να στέκεται γυμνός απέναντι στο απόλυτο κακό, πολιτικής ή ψυχολογικής φύσης, χωρίς να το αποδέχεται εξαιτίας του ρόλου του σε ένα σύστημα σχέσεων εξουσίας, ή εξαιτίας των τραυμάτων που έχει υποστεί στο παρελθόν ή στο παρόν.

Από ανθρωπιστικής πλευράς, ωστόσο, απαιτείται στο εγχείρημα αυτό ένα βήμα που δεν μας αρέσει πάντα να κάνουμε: να πούμε «όχι, όχι άλλο» και να δράσουμε με όλη μας την καρδιά κατά της βαρβαρότητας. Είναι η ικανότητα να αναγνωρίσουμε κάτι που δεν χωράει στην εξίσωση της πολιτικής τακτικής: τον «Πόλεμο ενάντια στο Κακό». Πρόκειται για έναν πόλεμο για την επιβίωση της ηθικής. Αυτή η στιγμή αθωότητας που επιβεβαιώνει τη διάκριση ανάμεσα στη νόμιμη πάλη για τη δικαιοσύνη και την εγκληματική βία είναι το μόνο πράγμα που εξακολουθεί να μας κάνει ανθρώπους.

Όποιος σπεύδει πάνω στο Κακό και το φρικώδες ή το παρατηρεί από μια στρατηγική-πολιτική σκοπιά, όποιος βιάζεται να ξεφορτωθεί το ανυπόφορο με το να το αποδίδει σε συσχετίσεις/σχέσεις εξουσίας και κριτικά πλαίσια, έχει χάσει την ανθρωπιά του μέσα σε μια σύγχυση ιδεολογίας και υποκριτικού ψυχολογισμού.

Η ουσία για τους προοδευτικά σκεπτόμενους είναι να απορρίψουν κάθε δικαιολογία για τις θηριωδίες της Χαμάς. Και για την ευρύτερη κοινή γνώμη να καταλάβει ότι πρέπει να διαχωριστεί αυστηρά η ανάλυση της Αριστεράς για τα αίτια της Ισραηλο-Παλαιστινιακής σύγκρουσης και τις συνταγές για την επίλυσή της, από την αιμοδιψή θορυβώδη μειοψηφία των ακραίων Ισλαμιστών και των οπαδών τους στη Δύση.

Ο Έραν Ρόλνικ είναι διδάσκων αναλυτής στην Ψυχαναλυτική Εταιρεία του Ισραήλ και στη Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση, ακαδημαϊκός, ψυχίατρος και ιστορικός. Έχει συγγράψει πάνω από 70 άρθρα, 3 μονογραφίες και έχει δημοσιεύσει και μεταφράσει 7 βιβλία. Το βιβλίο του για τη μετανάστευση της ψυχανάλυσης από την Κεντρική Ευρώπη στην Εβραϊκή Παλαιστίνη/Ισραήλ στον μεσοπόλεμο έχει μεταφρασθεί σε πολλές γλώσσες. Το 2019 δημοσίευσε μια σχολιασμένη έκδοση 70 επιστολών του Φρόυντ σε διάφορους συνομιλητές του. Το τελευταίο του βιβλίο «Talking Cure-13 Talks on Psychoanalysis» αφορά την τεχνική και τη θεωρία της ψυχανάλυσης. Ο Έραν Ρόλνικ εργάζεται ιδιωτικά στον Τελ Αβίβ.

Το κείμενό του Eran J. Rolnik δημοσιεύθηκε στο The Times of Israel

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ