Κοσμος

Βρώμικο παιχνίδι

Ο Μίμης Χρυσομάλλης από το Amsterdam για τον εθνικισμό που δεν έφυγε ποτέ από την ποδοσφαιρική αρένα

Μίμης Χρυσομάλλης
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Για τους Ολλανδούς, η ήττα σε τελικό παγκοσμίου πρωταθλήματος κινδυνεύει να γίνει ρουτίνα. Μία το '74, δύο το '78, τρίτωσε φέτος. Και αυτή τη φορά η καρπαζιά δεν ήρθε από τους διοργανωτές, αλλά από την επίσης φιλόδοξη και διψασμένη για τίτλο Ισπανία, που ικανοποίησε τις μεγαλόπνοες βλέψεις της κατακτώντας το τρόπαιο - έστω και αν χρειάστηκε να περιμένουμε σχεδόν μέχρι την λήξη της παράτασης για να δούμε γκολ.  Παραδόξως, το παιχνίδι των Ισπανών ήταν πολύ πιο «ολλανδικό» από το αντίστοιχο της Ολλανδίας, τόσο στο στυλ όσο και στις καταγωγές του (βλ. Κρόυφ, Μπάρτσα, κτλ.). Αν κάτι απογοήτευσε τους φίλους των «οράνιε» πέρα από το αποτέλεσμα, αυτό ήταν σίγουρα ο σκληρός και κατά διαστήματα βρώμικος τρόπος παιχνιδιού του εθνικού τους συγκροτήματος.

Τα πράγματα θα μπορούσαν βέβαια να είναι ακόμα χειρότερα: αν ας πούμε οι Ισπανοί επικρατούσαν με μεγαλύτερο σκορ ή αν το ματς κρινόταν στα πέναλντι, προκαλώντας μεγαλύτερη αγανάκτηση και οργή για την «κακοτυχία». Ή ακόμα... αν στον τελικό βρισκόντουσαν αντιμέτωποι με την άλλη διεκδικήτρια του τίτλου και γείτονα χώρα Γερμανία. Η τελευταία αυτή υπόθεση δεν στηρίζεται όμως σε καθαρά ποδοσφαιρικά κριτήρια. Οι λόγοι που  θα έκαναν μια τέτοια ήττα πολύ πιο πικρή, εώς και αβάσταχτη, για πολλούς Ολλανδούς είναι κατά βάση ιστορικοί, κοινωνικοί, και πολιτιστικοί. Και νομίζω πως δεν είναι απαραίτητο να επιχειρηματολογεί κανείς με τις ώρες για να υποστηρίξει τα παραπάνω. Το αυτονόητο αυτού του συλλογισμού βασίζεται στην έντονη δόση εθνικιστικού παροξυσμού που ανέκαθεν παρατηρούνταν  σε συσχέτιση με την σύγκρουση συλλόγων σε εθνικό επίπεδο. Κατά αντιστοιχία, μια ήττα της Ελλάδας σε τελικό (ή μη) μεγάλης διοργάνωσης από την Τουρκία αντί, παραδείγματος χάρην, της Ελβετίας θα ήταν πολύ πιο δύσπεπτη και ενοχλητική για μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού κοινού.

Τα πράγματα, πάντως, δεν είναι πλέον τόσο απλά. Το παράδοξο είναι πως, λόγω της παγκοσμιοποίησης και συνεχούς διεθνοποίησης των ποδοσφαιρικών θεσμών, πολλοί οπαδοί παρουσιάζουν μια μορφή σχιζοφρένειας που έγκειται ακριβώς σε αυτήν την αντίθεση μεταξύ του πατροπαράδοτου εθνικού φρονήματος και της νέας πολυεθνικής και πολυπολιτισμικής τάξης πραγμάτων. Οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι λειτουργούν πλέον ολοένα και λιγότερο ως πρεσβευτές ή αντιπροσωπευτικά μοντέλα συγκεκριμένων εθνών-κρατών. Παράλληλα, πολλοί παίχτες αξίας δισεκατομμυρίων δεν προσβλέπουν πια τόσο  στην κατάκτηση δόξας με τα εθνικά χρώματα, όσο στην απόκτηση ακόμα περισσότερου χρήματος μέσω ενός παγκοσμίας εμβέλειας καλοστημένου συστήματος παραγωγής κέρδους από την προσφορά προϊόντων ποδοσφαρικής φύσης.

Και όμως, τα πάθη καλά κρατούν στις αναμετρήσεις μεταξύ των εθνικών ομάδων. Η παγκοσμιοποίηση δεν έχει -τουλάχιστον ακόμα- αποδειχθεί ικανή να  εξουδετερώσει το εκρηκτικό μείγμα εθνικής περηφάνειας, φανατισμού και  ιστορικών διαφορών. Μέχρι να εξαφανιστούν τα πάθη αυτά από φυσικό θάνατο, η ποδοσφαιρική αρένα θα προσφέρεται πάντα γενναιόδωρα ως βασικό μέσο λαϊκής εκτόνωσης και προβολής διαφόρων ειδών κοινωνικής παθογένειας. Ο εθνικισμός άλλωστε παίζει κατά κανόνα βρώμικο παιχνίδι - όπως και οι Ολλανδοί στον πρόσφατο τελικό.