Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Το αμερικανικό habitus και ο αμερικανικός εξαιρετισμός - Ανάλυση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής
Η Σώτη Τριανταφύλλου με μια σειρά αναλύσεων για τις ΗΠΑ, για τις πτυχές και τις κρυφές σελίδες της εξωτερικής τους πολιτικής - 4ο μέρος: Το αμερικανικό habitus και ο αμερικανικός εξαιρετισμός
Διαβάστε το πρώτο μέρος «Αμερικανική Γεωγραφία» ΕΔΩ
Διαβάστε το δεύτερο μέρος «Υπάρχει αμερικανική ψυχή;» ΕΔΩ
Διαβάστε το τρίτο μέρο «Αμερικανικός επαρχιωτισμός και αμερικανικός εξαιρετισμός» ΕΔΩ
Μέσα από το habitus, η κοινωνία εντυπώνεται στο άτομο, όχι μόνο στις ψυχικές συνήθειες, αλλά ακόμη περισσότερο στις σωματικές. Το habitus ―προϊόν και παραγωγός του «κοινωνικού»― είναι μια δομημένη και δομική οντότητα που ενσωματώνει τις περίπλοκες αλληλεπιδράσεις συγχρονικών και διαχρονικών κοινωνικών στοιχείων. Το habitus αντιπροσωπεύει ένα σύνολο διατάξεων, αντανακλαστικών και μορφών συμπεριφοράς που οι άνθρωποι αποκτούν μέσω της δράσης τους στην κοινωνία και αντικατοπτρίζει τις διαφορετικές θέσεις που κατέχουν ανεξάρτητα από το αν προέρχονται από περιβάλλον μεσαίας τάξης ή εργατικής τάξης· από το αν είναι μορφωμένοι και προικισμένοι ή αμόρφωτοι και χωρίς δεξιότητες. Σύμφωνα με τον Norbert Elias και τον Pierre Bourdieu που ανέλυσαν την έννοια, ο καθένας με τον τρόπο του, κάθε υποκείμενο ―άτομο ή κοινωνία― επιλέγει σε ποια πεδία θα αγωνιστεί για την άνοδό του, σε ποια πεδία έχει τις περισσότερες δυνατότητες σύμφωνα με τις έξεις και το κεφάλαιο που φέρει. Οι δρώντες ―στην περίπτωσή μας η αμερικανική κοινωνία― για να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη τους, πέρασαν από διάφορες εφαρμογές προτύπων: στον ύστερο 17ο αιώνα και στην αρχή του 18ου, το πρότυπο ήταν η τάξη των Άγγλων μικροευγενών της επαρχίας· μετά την Ανεξαρτησία, αυτή η τάξη κατέρρευσε στον Βορρά αλλά επέζησε στις νότιες πολιτείες ― στην αρχή της δεκαετίας του 1830 ο Τοκβίλ επισκέφτηκε μια αγροτική κοινωνία στην πιο εξισωτική της φάση· τη δημοκρατία επί της προεδρίας του Andrew Jackson. Ο Toκβίλ περιέγραψε επί μακρόν τους ανεπίσημους τρόπους αλληλεπίδρασης μεταξύ ανδρών και γυναικών, κυρίων και υπηρετών, ακόμα και αξιωματικών και στρατιωτών, συγκρίνοντάς τους με τη Βρετανία: μέχρι σήμερα, ή μάλλον μέχρι προσφάτως, στις ΗΠΑ συναντούσαμε περισσότερη οικειότητα στις κοινωνικές επαφές και πιο χαλαρούς κώδικες συμπεριφοράς από εκείνους που ίσχυαν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Αναπόφευκτα, αυτή η σχετική ελευθερία στη συμπεριφορά ―π.χ. το να απευθύνεσαι σε ξένους με το μικρό τους όνομα ή να μην ακολουθείς κάποιο πρωτόκολλο― κατέληξε στο στερεότυπο του άξεστου και κακοντυμένου Αμερικανού, αλλά από τη δεκαετία του 1980 πάνω-κάτω η εξισωτική λογική υποχώρησε και αναδύθηκαν προνομιούχα στρώματα με κοινωνικούς τρόπους που θυμίζουν τους παλαιούς ευγενείς: απόσταση από τους φτωχότερους, περιφρόνηση των φορολογουμένων («φόρους πληρώνει μόνο η πλέμπα», όπως έλεγε η επιχειρηματίας Leona Helmsley) , χαρακτηρισμός ως losers όλων όσοι δεν καταφέρνουν να πλουτίσουν. Η εικόνα που αποκόμισε ο Toκβίλ το 1835 δεν ισχύει πια καθόλου. Επιπροσθέτως, στοιχείο της αμερικανικής ιδιομορφίας είναι η ιδέα των undeserving poor: ιδιαίτερα στους ρεπουμπλικανικούς κύκλους, η φτώχεια θεωρείται είτε επιλογή, είτε σφάλμα, είτε εγγενής αδυναμία. Όπως θα δούμε στο κεφάλαιο για τις σχέσεις της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ με τις κοινωνικές τάξεις, οι υποτιμητικοί όροι που συνοδεύουν τα χαμηλότερα στρώματα, όπως οι White Trash, αναφέρονται προπάντων στις ηθικές τους ελλείψεις, οι οποίες συνάγεται ότι, επιφέρουν τις οικονομικές. Μια ακόμη αμερικανική ιδιομορφία σχετικά με την τάξη και το χρήμα είναι η καυχησιολογία του νεόπλουτου η οποία θεωρείται κακόγουστη στην Ευρώπη· μόλις πριν από λίγες δεκαετίες, δηλαδή από τότε που αναδύθηκαν οι «πολυεκατομμυριούχοι με τις σαγιονάρες» περιορίστηκε η επίδειξη «superiorism» στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Πάντως, η ιδέα της απουσίας τάξης των ευγενών, αν και χρησιμεύει για να τονίζει τον αμερικανικό εξαιρετισμό, δεν είναι απολύτως ακριβής: μικρές αριστοκρατίες υπήρχαν ήδη από τον 17ο αιώνα στη Μασσαχουσέτη και στη Νέα Αγγλία γενικότερα, ενώ στις πανεπιστημιουπόλεις δεν άργησε να δημιουργηθεί κάτι σαν τη γερμανική Bildungsbürgertum. Ωστόσο, το ζήτημα της πιο χαλαρής συμπεριφοράς συνδέεται στις ΗΠΑ με ένα είδος συστολής και έγνοιας «τι θα πουν οι άλλοι» ―ένα ακόμα συστατικό του αμερικανικού επαρχιωτισμού το οποίο μπορούμε να δούμε αν συγκρίνουμε το ανελέητο βρετανικό χιούμορ με το αφελέστερο και αβλαβές αμερικανικό.
Ένα άλλο στοιχείο του αμερικανικού εξαιρετισμού είναι η ίδια η ύπαρξη του Νότου ως κουλτούρα συγγενική της ευρωπαϊκής, ιδιαίτερα της γερμανικής ―για παράδειγμα, στον Νότο επέζησε για πάνω από δύο αιώνες ο θεσμός της μονομαχίας ως Satisfaktionsfähigkeit, ενώ οι νόμοι Jim Crow και η πρακτική του λυντσαρίσματος ακόμα ―και προπάντων― μετά το τέλος του Εμφυλίου αποτελούσαν παγκόσμια ιδιαιτερότητα και ρίχνουν βαριά σκιά μέχρι σήμερα. Αλλά όταν η Harriet Martineau και ο γεωλόγος Sir Charles Lyell ταξίδεψαν στις νότιες πολιτείες στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα, εντυπωσιάστηκαν από την κουλτούρα «της τιμής»: κάθε μέρα στη Νέα Ορλεάνη κάποιος έχανε τη ζωή του σε μονομαχία. Φαινόταν ότι στον Νότο είχε διαμορφωθεί το πρότυπο του άνδρα της τιμής που μονομαχούσε με τον εθχρό του ενώ στη Νέα Αγγλία είχε διαμορφωθεί το πρότυπο του άνδρα της αξιοπρέπειας ο οποίος έφερνε την υπόθεσή του στο δικαστήριο. Aν και το 1859, 18 πολιτείες κατέστησαν παράνομες τις μονομαχίες, στην πράξη καταργήθηκαν μόλις στην αρχή του 20ού αιώνα.
Η πλουτοκρατία είναι ένα ακόμη αμερικανικό χαρακτηριστικό υπό την έννοια ότι συχνά οι πολιτικοί ηγέτες ήταν πολυεκατομμυριούχοι. Η πλουτοκρατία που αναδύθηκε μετά τον Εμφύλιο πόλεμο μείωσε τον ρόλο του Νότου στην κεντρική πολιτική σκηνή αλλά ο Νότος εκδικήθηκε μέσω του τοπικού λαϊκισμού και της in extremis αξιοποίησης των πολιτειακών εξουσιών: συχνά, η νομοθεσία στις νότιες πολιτείες έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα της εποχής και τις ομοσπονδιακές τάσεις. Οι Dixiecrats αντιτέθηκαν στον τερματισμό των φυλετικών διακρίσεων, στον αποδιαχωρισμό και στα πολιτικά δικαιώματα των Μαύρων που κατοχυρώθηκαν το 1964: η καθημερινότητα στις νότιες πολιτείες δεν συμμορφώθηκε στο ομοσπονδιακό νομικό πλαίσιο.
O Norbert Elias αναλύοντας την διαδικασία του εκπολιτισμού εξέτασε την ιστορική και κοινωνική εξέλιξη των εθνών και επικεντρώθηκε στις σχέσεις μεταξύ «κατεστημένων ομάδων» και outsiders, όπως ήταν στις ΗΠΑ οι WASPs και οι «άλλοι»: ιθαγενείς Ινδιάνοι, Αφρο-αμερικανοί, Ιρλανδοί κτλ. Ο Elias χρησιμοποίησε το μυθιστόρημα της Harper Lee «Όταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια» και το σκηνικό της μικρής πόλης Μέικομ της Αλαμπάμα για να αναλύσει τον ρατσισμό, τον φυλετικό διαχωρισμό, τον φόβο της απώλειας του ελέγχου εκ μέρους της λευκής τοπικής πλειονότητας και την αυτοδικία. Το «μοντέλο του Μέικομ» είναι μια αμερικανική ιδιομορφία: η κατανομή εξουσίας είναι άνιση· οι μαύροι δεν έχουν δικαίωμα οπλοφορίας και η διοίκηση, το «κράτος», δεν κατέχει το μονοπώλιο της βίας. Σύμφωνα με τον Elias, η παράδοση του μονοπωλίου της βίας στο κράτος είναι κινητήρια δύναμη της εκπολιτιστικής διαδικασίας. Αν στο Μέικομ της Αλαμπάμα, η διοίκηση είχε το μονοπώλιο της βίας θα μπορούσε να προστατέψει τον Αφρο-αμερικανό Tom Robinson που κατηγορήθηκε αδίκως για βιασμό μιας λευκής: στο «Όταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια», παρότι ο Atticus Finch υπερασπίζεται τον Tom στο δικαστήριο, οι rednecks τον σκοτώνουν.
Η ίδια η ελευθεριακή φύση του αμερικανικού Συντάγματος εμποδίζει τη διαδικασία του πολιτισμού όπως την αντιλαμβάνεται ο Elias. Τόσο η δεύτερη τροπολογία περί οπλοφορίας, όσο και η πρώτη για την απεριόριστη ελευθερία του λόγου είναι στοιχεία της αμερικανικής εξαιρετικότητας: το Σύνταγμα δεν προστατεύει τον έναν Αμερικανό από τον άλλον αλλά όλους τους Αμερικανούς από την κυβέρνηση, από την τάση της να εξελιχθεί σε τυραννία.
Ο Elias προχώρησε συγκρίνοντας τη μεσαιωνική Ευρώπη με τις ΗΠΑ στη διάρκεια της Κατάκτησης της Δύσης στον 19ο αιώνα: όπως οι Ευρωπαίοι βασιλιάδες, οι πιονιέροι κατέκτησαν τα «γειτονικά» εδάφη ακυρώνοντας τα σχέδια των Βρετανών για ινδιάνικες επικράτειες στο εσωτερικό των ΗΠΑ ―όπως εκείνη στην Κοιλάδα του Οχάιο που προοριζόταν για τους Ιροκέζους. Γενικά, μπορούμε να δούμε ως στοιχείο της αμερικανικής εξαιρετικότητας τη σειρά των δογμάτων εξωτερικής πολιτικής με πιο πρόσφατο το λεγόμενο Dubya Addendum που ακολούθησε τη 9/11 σύμφωνα με το οποίο οι ΗΠΑ είχαν το δικαίωμα να επεμβαίνουν οπουδήποτε στον κόσμο: κατά κάποιον τρόπο αυτό το δόγμα ανακήρυσσε την αμερικανική κυβέρνηση ως τη μοναδική που έχει το νόμιμο μονοπώλιο της βίας. Με τους όρους του Max Weber, οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τη 9/11 για να αναδειχτούν σε παγκόσμια κυβέρνηση ή εν πάση περιπτώσει σε κυβέρνηση που εξαιρείται από τους διεθνείς κανόνες.
Μπορούμε να δούμε τον αμερικανικό επαρχιωτισμό και με τους καθημερινούς όρους της «χωριατιάς» και του λαϊκισμού. Ένα από τα χαρακτηριστικά του αμερικανικού χαρακτήρα, για τον οποίον μιλήσαμε στο προηγούμενο άρθρο, ήταν και παραμένει ―παρά τους νεόπλουτους με τις ψευτοαριστοκρατικούς τρόπους, τους βρωμοπλούσιους, τους πολυεκατομμυριούχους του 1%― είναι το πρότυπο του έντιμου, αυθεντικού χωρικού, του country boy όπως εκείνος που ενσάρκωνε ο Andy Griffith στην ταινία του Ελία Καζάν «Μια μορφή στο πλήθος» (1957) και στη συνέχεια στο τηλεοπτικό sitcom «The Andy Griffith Show» (1960-67). Ο Αμερικανός από το Άρκανσο ή τη Βόρεια Καρολίνα, ο common man ή ο poor boy ―που έδωσε το όνομά του στο po’bo’ σάντουιτς της Λουιζιάνα: ένα απλό, χορταστικό πρόχειρο φαγητό― είναι ο άνθρωπος που πιέζει τις δοικήσεις «από κάτω» και που κινητοποιεί το σπείραμα της ντροπής-οργής-ενοχής το οποίο χαρακτηρίζει συχνά την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Εξάλλου, είναι εκείνος που εκφράζει τη δυσπιστία έναντι των διανοουμένων, ένα χαρακτηριστικό του λαϊκισμού σε όλες τις χώρες και κουλτούρες. Ο αμερικανικός λαϊκισμός που συνδέεται με την αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι παλιότερο φαινόμενο από αυτό που χαρακτηρίζουμε σήμερα λαϊκισμό παρατηρώντας την άνοδό του ―και σίγουρα δεν σχετίζεται καθόλου με την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος κολάκευε μερικά κοινωνικά στρώματα και περιφρονούσε άλλα. Ο αμερικανικός λαϊκισμός σχετίζεται με τον επαρχιωτισμό, με την ταύτιση των ηγεσιών με τον Αμερικανό της ενδοχώρας: πρόκειται για μια σειρά από ταξικές και πολιτιστικές φυλές, μερικές από τις οποίες, όπως οι Blue Dog Democrats, έχουν πολιτικό χρώμα. Στην πράξη, σημαίνει απλώς κολακεία όλων των παραλλαγών του «μέσου» Αμερικανού μαζί με όλες του τις προκαταλήψεις, τα στερεότυπα που έχει για τον «έξω κόσμο», τον μανιχαϊσμό και συχνά, αλλά όχι πάντοτε, τις φαντασιώσεις μεγαλείου. Τον λαϊκισμό τροφοδοτούν τα μέσα ενημέρωσης ―όλα τα μέσα, αριστερά και δεξιά: τα αριστερά αποενοχοποιούν την τεμπελιά και την αμορφωσιά, τα δεξιά αποενοχοποιούν τα βίαια, εθνικιστικά και νατιβιστικά ένστικτα χρησιμοποιώντας την ιδέα της αμερικανικής ανωτερότητας και εξαιρετικότητας. Ο λαϊκισμός οδηγεί σε αυτό που ο Richard Hofstander ονομάζει «παρανοϊκό στιλ της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής» και στο οποίο παραπέμπω επανειλημμένα σε αυτή τη σειρά άρθρων: δεν πρόκειται για καινούργιο «στιλ»· χρονολογείται από την προεδρία του Andrew Jackson και βεβαίως από το People's Party του 19ου αιώνα. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτού του λαϊκισμού είναι, εξ ορισμού, η αντίθεση λαού-ελίτ, και παρότι ο λαϊκισμός χρησιμοποιείται κατά καιρούς ως πολιτική κατά του Συστήματος ή του Κατεστημένου, στις ΗΠΑ ταυτίζεται συνήθως με την αποξένωση και την απάθεια έναντι αυτού που προσλαμβάνεται ως Κατεστημένο.
Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τον οικονομικό λαϊκισμό. Κυρίως, την εξωτερική πολιτική επηρεάζει ο πολιτιστικός λαϊκισμός, δηλαδή η απόρριψη των ελίτ ως ένα μάτσο καμαρωτούς κουλτουριάρηδες αποκομμένους από την πραγματικότητα, καθώς και η αντίληψη του «μικρού ανθρώπου» ως φορέα πραγματισμού, πρακτικής σοφίας και κοινής λογικής. Ο λαϊκισμός προϋποθέτει ένα ισχυρό «εμείς» έναντι ενός «οι άλλοι», άρα συνεπάγεται αυτό που συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε «πόλωση». Αυτή η πόλωση συνοδεύεται από υπεραπλούστευση των κρίσεων και των προκλήσεων τις οποίες η κυβέρνηση καλείται να επιλύσει με τη διαδικασία του επείγοντος ερμηνεύοντάς τη με απλούς όρους καλού-κακού.
Ο Andrew Jackson, πρόεδρος από το 1829 μέχρι το 1837, που πήρε το όνομα «πρόεδρος του λαού», οι επικεφαλής του People’s Party (ή Populists, που ενσωματώθηκαν στο Δημοκρατικό Κόμμα) και ο Huey Long, κυβερνήτης της Λουιζιάνα (1928–32) το σύνθημα του οποίου ήταν «ο κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς» είναι οι πιο γνωστοί Αμερικανοί λαϊκιστές στην αμερικανική ιστορία. Όμως, ο λαϊκισμός διατρέχει ολόκληρη την αμερικανική ιστορία και χαρακτηρίζει ολόκληρη την εξωτερική πολιτική την οποία σχολίαζαν ή ασκούσαν κατά καιρούς άτομα χωρίς καμιά γνώση του κόσμου όπως η Σάρα Πέιλιν και ο Ντόναλντ Τραμπ.
Οπωσδήποτε, η αντίθεση στις ελίτ και η αποθέωση του «απλού ανθρώπου» είναι συστατικό του αμερικανικού επαρχιωτισμού. Το κράτος απεικονίζεται ως βαλτώδης γραφειοκρατία και οι ελίτ ως κοσμοπολιτικές και αντιπατριωτικές με διεθνή συμφέροντα και επιδιώξεις τα οποία συχνά αντιβαίνουν στα εθνικά. Κάθε φορά ο λαϊκιστής ηγέτης δηλώνει ότι μόνον αυτός εκπροσωπεί τον λαό, τον οποίον εκλαμβάνει ως άρρηκτο σύνολο, κι ότι μόνον αυτός μπορεί να τον σώσει από τις εξωτερικές απειλές. Στο ύφος της άσκησης της λαϊκιστικής εξωτερικής πολιτικής προστίθεται η έλλειψη αστικής ευγένειας, το λεξιλόγιο της πιάτσας και οι αναφορές στη low brow λαϊκή κουλτούρα: το να προσφέρεις junk food σε διπλωμάτες μπορεί να θεωρηθεί εκδήλωση πατριωτισμού ή το να χτυπάς δυνατά στην πλάτη έναν ξένο ηγέτη μπορεί να θεωρηθεί εκδήλωση αμεσότητας και έλλειψης επιτήδευσης. Αλλά, εξαρτάται από την περίσταση. Η υψηλή διπλωματία πάντως θεωρείται «διεφθαρμένη», ενώ ένα ρεπερτόριο από χειρονομίες και λόγια που στον υπόλοιπο κόσμο προσλαμβάνονται ως χαρακτηριστικά του «ugly American» θεωρείται «αυθεντικό» και έντιμο.
Οι ταινίες του Frank Capra είναι ένα συνηθισμένο παράδειγμα του παραδοσιακού αμερικανικού λαϊκισμού, εκείνου που αντιστοιχούσε στη Μεγάλη Ύφεση και στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο αλλά που δεν έχει καμιά συγγένεια με τον υποτιθέμενο λαϊκισμό του Ντόναλντ Τραμπ και της Alt-right. O Capra παρουσιάζει τον αυθεντικό και έντιμο Αμερικανό, που πιστεύει με αγνότητα στις δημοκρατικές αξίες και στο πολιτικό σύστημα της χώρας του: σε ταινίες όπως «Ο κύριος Σμιθ πηγαίνει στην Ουάσιγκτον» ο κεντρικός ήρωας πιστεύει στο «σύστημα», δεν το βλέπει ούτε ως διεφθαρμένο, ούτε ως ξένο για τον ίδιο. Οι κύριοι Σμιθ και Τζόουνς του Capra ήταν οι απλοί άνθρωποι στους οποίους απευθυνόταν ο Franklin D. Roosevelt: αν και τόσο ο πρόεδρος, όσο και ο σκηνοθέτης, εμφορούνταν από την ιδέα της αμερικανικής εξαιρετικότητας αναγκάζονταν να αντιμετωπίσουν οικονομικές και κοινωνικές πιέσεις που έθεταν υπό αμφισβήτηση τις προαιώνιες αξίες της αμερικανικής κυβέρνησης· ακόμα και την ίδια την επιβίωση του αμερικανικού τρόπου ζωής. Ο λαϊκισμός τους ήταν ενωτικός: ο Capra δεν ψήφισε ποτέ τον Roosevelt και παρέμεινε Ρεπουμπλικανός σε όλη του τη ζωή, γεγονός που επιβεβαιώνει την μη κομματική φύση της ιδέας της αμερικανικής εξαιρετικότητας. Αν και ο λαϊκισμός του Capra είχε διαφορετικές ρίζες από το σχέδιο του Roosevelt για κυβερνητική παρέμβαση στην οικονομία ως μέσο εξόδου από τη Μεγάλη Ύφεση, οι δύο άνδρες μοιράζονταν τη βαθιά πίστη στον αμερικανικό λαό ―την πίστη που έδειχνε και ο Τζον Στάινμπεκ στα «Σταφύλια της οργής».
Εδώ μας ενδιαφέρει λιγότερο εκείνο το είδος του λαϊκισμού που σχετιζόταν με τη βελτίωση της ζωής της εργατικής τάξης και των αγροτών ―και που σήμερα εκφράζει ο Bernie Sanders και γενικότερα η παραδοσιακή αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος― και περισσότερο ο λαϊκισμός που υπαγορεύει επιλογές στην εξωτερική πολιτική. Πράγματι, ο λαϊκισμός που εξυμνεί τη ζωής της υπαίθρου και της μικρής πόλης, που αναδεικνύει ηγέτες «παιδιά του λαού», που προσηλώνεται στις πατροπαράδοτες αξίες και έθιμα εκδηλώνοντας ταυτοχρόνως κάποια αισθήματα νοσταλγίας τείνει να επηρεάζει την εξωτερική πολιτική είτε με μιλιταριστικό υπερπατριωτισμό, είτε με προστατευτισμό και απομονωτισμό. Αλλά ο σημερινός λαϊκισμός δεν σχετίζεται πλέον με τη ζωή των blue collars· έχει κάτι ζοφερό· υπαρξιακούς φόβους και επιθετικότητα: του λείπει η πίστη στην έντιμη εργασία και η γενική αισιοδοξία σχετικά με τις δυνατότητες της ανθρωπότητας για το καλό και για τη σπουδαιότητα του ατόμου. Είναι απαραίτητο να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στον λαϊκισμό του Roosevelt, του Capra και του Στάινμπεκ και στον λαϊκισμό ως μια πολιτική στρατηγική που απευθύνεται στον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή, επομένως εξισώνεται με τη δημαγωγία ή, στο πολιτισμικό πλαίσιο, με μια εξιδανικευμένη πρόσληψη του λαού ο οποίος δεν φαίνεται να ευθύνεται ποτέ για τίποτα. Για παράδειγμα, o Michael Moore σχολιάζει την εξωτερική πολιτική στις ταινίες του αποφεύγοντας να αποδώσει ευθύνες στους ψηφοφόρους: υπό αυτή την έννοια, μπορεί να θεωρηθεί δημαγωγός· υπό μιαν άλλη έννοια, η καλή του διάθεση, η πίστη του στις αμερικανικές αξίες και ο καλοήθης πατριωτισμός του τον τοποθετούν στη συνέχεια του λαϊκισμού του Roosevelt.
Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου ο αμερικανικός εξαιρετισμός χρησιμοποιήθηκε όπως ήταν φυσικό ως μέσο προπαγάνδας για την εμψύχωση και τη νίκη: η πολεμική προπαγάνδα δεν άφηνε περιθώρια για αποχρώσεις· οι Γερμανοί και οι Ιάπωνες ήταν οι Κακοί, οι Αμερικανοί «και οι άλλοι» ήταν οι Καλοί, αλλά προπάντων οι Αμερικανοί είχαν ιερή αποστολή παγκόσμιας σωτηρίας. Όσο για τον Αμερικανό στρατιώτη, ο κινηματογράφος τον απεικόνιζε ως το poor boy από το Άρκανσο και τη Βόρεια Καρολίνα: η εικόνα αυτή, που αντιστοιχεί βεβαίως στην πραγματικότητα, χρησιμοποιείται σε όλες τις περιστάσεις αμερικανικών επεμβάσεων για να καταστήσει πιο συμπαθητικά τα αμερικανικά στρατεύματα στο εξωτερικό.
Ο αμερικανικός λαϊκισμός πριν από το 1980 εξήρε τον αμερικανικό τρόπο ζωής μέσα από μια κουλτούρα χαράς. Ακόμα και στη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου, το Χόλιγουντ σκάρωνε διασκεδαστικές γκανγκστερικές ταινίες, νουάρ και μιούζικαλ, πλούσιες απεικονίσεις του American Way που εξάγονταν στο εξωτερικό επηρεάζοντας τους ξένους πληθυσμούς πολύ βαθύτερα από την πολεμική προπαγάνδα. Όπως θα δούμε στο άρθρο για τη soft power ο αμερικανικός κινηματογράφος κέρδισε hearts and minds ενώ παρουσίαζε τόσο τον αμερικανικό επαρχιωτισμό όσο και την ιδέα της εξαιρετικότητας. Η εικόνα της μικρής αμερικανικής πόλης κατέκλυσε τον κόσμο: το Pine Hill στο «I’ll Be Seeing You» (1944), το Benson Junction του Γουίσκονσιν στο «Our Vines Have Tender Grapes» (1945), το Walton στο «Fallen Angel» (1945) ανέδιδαν το αμερικανικό πνεύμα· ακόμα και η αμερικανική φτώχεια δεν ήταν φτώχεια.
Ο αμερικανικός εξαιρετισμός είναι το θεμέλιο του αμερικανικού πατριωτισμού: σε μερικές χώρες ο πατριωτισμός βασίζεται περισσότερο στις ιδέες του θύματος και των ιστορικών δεινών, ενώ σε άλλες, όπως στις ΗΠΑ, βασίζεται στις ιδέες του μεγαλείου και της ιερής αποστολής. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιμπεριαλιστής και μιλιταριστής για να πιστεύει σε τέτοιες ιδέες: στο «Democratic Vistas» ο Walt Whitman (1871) επικαλούνταν την ιδέα της αποστολής για την υποστήριξη του αμερικανικού επεκτατισμού· στο «White-Jacket» (1850) ο Herman Melville έγραφε: «Εμείς οι Αμερικανοί είμαστε ο περίεργος, εκλεκτός λαός —το Ισραήλ της εποχής μας. Φέρνουμε την κιβωτό των ελευθεριών του κόσμου. Ο Θεός το έχει προκαθορίσει· η ανθρωπότητα περιμένει σπουδαία πράγματα από τη φυλή μας και σπουδαία πράγματα νιώθουμε στην ψυχή μας. Τα υπόλοιπα έθνη πρέπει να σπεύσουν να μας ακολουθήσουν. Είμαστε πρωτοπόροι στον κόσμο. Και ως προπορευόμενοι, μέσα στην έρημο των αδοκίμαστων πραγμάτων, ανοίγουμε ένα καινούργιο μονοπάτι στον Νέο Κόσμο που είναι ο δικός μας». Ο Josiah Strong, κορυφαίος κληρικός του 19ου αιώνα και συγγραφέας του μπεστ-σέλερ «Our Country» (1885), έγραφε σε ένα απόσπασμα που αναφέρεται συχνά: «Μου φαίνεται ότι ο Θεός, με άπειρη σοφία και επιδεξιότητα, εκπαιδεύει την αγγλοσαξονική φυλή για μια ώρα που σίγουρα θα έρθει στον κόσμο […] Πλησιάζει η στιγμή που ο κόσμος θα μπει σε ένα καινούργιο στάδιο της ιστορίας του —τον τελικό συναγωνισμό των φυλών, για τον οποίο εκπαιδεύεται ο Αγγλοσάξονας […] Αυτή η φυλή με την απαράμιλλη ενέργεια, με όλο το μεγαλείο των αριθμών και τη δύναμη του πλούτου πίσω της ας ελπίσουμε ότι θα εκπροσωπήσει την ελευθερία, τον πιο αγνό χριστιανισμό, τον υψηλότερο πολιτισμό […] και πως θα εξαπλωθεί στη Γη. Αλλά, μπορεί κανείς να αμφιβάλλει ότι τα αποτελέσματα αυτού του συναγωνισμού θα είναι η επιβίωση του ισχυρότερου;»
Το επιχείρημα προέρχεται από τον δαρβινισμό: η εφαρμογή της βιολογίας στην πολιτική ήταν συνηθισμένη στην αμερικανική σκέψη του 19ου αιώνα και παραμένει στον πυρήνα της συντηρητικής ιδεολογίας στις ΗΠΑ. Μεγάλο μέρος αυτής της σκέψης βασιζόταν σε πρόχειρες αναλογίες, αλλά σε αυτή την περίπτωση, ο ίδιος ο Δαρβίνος εξέφραζε παρόμοια επιχειρήματα όταν εξηγούσε πώς η φυσική επιλογή είχε συμβάλει στην πρόοδο του πολιτισμού: οι Ευρωπαίοι είχαν απωθήσει τους Τούρκους· οι ανώτερες πολιτισμένες φυλές κατατρόπωναν τις απολίτιστες. Με λίγα λόγια, την ιδέα της αμερικανικής εξαιρετικότητας και τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής επηρέαζε, εκτός από τη θεολογία, η επιστήμη της εποχής, μια μορφή ορθολογισμού. Αλλά, καθώς η αμερικανική πολιτική σκέψη δεν διαχώρισε ποτέ την πολιτική πρακτική από τη θρησκεία, οι Αμερικανοί δυσκολεύονται σήμερα να ερμηνεύσουν μέσω του «θεϊκού σχεδίου» την ενδεχόμενη μείωση της παγκόσμιας ισχύος των ΗΠΑ και την εκθρόνισή τους από τη θέση «ψηλά στον λόφο».
[1] Arthur M[eier] Schlesinger: Learning How to Behave. A Historical Study of American Eti- quette Books. 2nd printing. New York: Macmillan 1947.
[2] Βλ. και https://time.com/3984690/american-casual-dressing
[3] Αναφέρω τη Leona Helmsley (1920-2007) ως παράδειγμα filthy rich, η οποία φυλακίστηκε τελικά για φοροδιαφυγή.
[4] Bλ. Monty Python v. American Broadcasting Companies, Inc., μια δικαστική υπόθεση μεταξύ των Monty Python και του δικτύου ABC το οποίο έκανε μοντάζ στις ημίωρες κωμωδίες τους αφαιρώντας τις σκηνές που ήταν «ακατάλληλες για το αμερικανικό κοινό».
[5] Society in America; 3 volumes; Saunders and Otley, 1837.
[6] Travels in North America, John Murray, London,1845.
[7] Πρόκειται για μικρό ρατσιστικό κόμμα που δημιουργήθηκε το 1948 από διάσπαση του Δημοκρατικού όταν ο Ηarry Truman επέβαλε ίσα δικαιώματα των Μαύρων στον στρατό. Αν και η εκλογική τους δύναμη παρέμεινε μικρή εξέφραζαν τα αισθήματα του Νότου.
[8] Norbert Elias, Η διαδικασία του πολιτισμού, μτφ. Θ. Λουπασάκης, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1997.
[9] Dubya ήταν το παρατσούκλι του George W. Bush και αναφέρεται στην τεξανική προφορά του W (Walker) που τον διαφοροποιεί από τον πατέρα του, επίσης George Bush.
[10] Βλ. και Bonnie Honig, Emergency politics: Paradox, Law, Democracy, Princeton University Press, 2011.
[11] Στο έργο του Capra παρατηρούμε γωνίες λήψης που υπονοούν την ισότητα, χωρίς κοντρ πλονζέ που θα εξύψωναν μερικούς ήρωες έναντι άλλων. Το κοντρ πλονζέ, που μαρτυρεί αίσθημα υπεροχής, ίσως αφορά τις ίδιες τις ΗΠΑ έναντι του υπόλοιπου κόσμο.
[12] Είναι δύσκολο να αποδώσει κανείς ευθύνες και στους ήρωες του «Mr. Deeds Goes to Town» (1936), του «Mr. Smith Goes to Washington» (1939) ή του «Meet John Doe» (1941): αυτές οι ταινίες καταδεικνύουν την ανησυχία του Capra για την ανωτερότητα και επιτυχία των αμερικανικών αξιών, ενώ το happy end ―σταθερή ένδειξη λαϊκισμού στον κινηματογράφο― πρέπει να θεωρείται περισσότερο υποχώρηση στις προσδοκίες του κοινού παρά μέρος της ιδεολογίας του Capra. Ο Michael Moore, ως σύγχρονος ντοκυμαντερίστας, είναι καταγγελτικός: δεν φαίνεται να πιστεύει στην αυτοδιόρθωση του συστήματος.
[13] Από το 1973 όταν καταργήθηκε η υποχρεωτική θητεία, άλλαξε η δημογραφική σύνθεση του αμερικανικού στρατού, και μειώθηκε πολύ το ποσοστό των στρατευμένων στον γενικό πληθυσμό. Παρότι από το 2001 υπάρχουν πολλές εστίες ανάφλεξης και αμερικανικής παρουσίας στον κόσμο, το ποσοστό συμμετοχής στον στρατό είναι μικρότερο από 0,5%. Συχνά, το μέγεθος του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος και του πληθυσμού που συμμετέχει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον στρατό ―4,7 εκατομμύρια στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, 16,1 εκατομμύρια στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, 5,7 εκατομμύρια στην Κορέα, 8,7 εκατομμύρια στο Βιετνάμ, 2,2 στους πολέμους του Κόλπου και 4 εκατομμύρια περίπου από το 2001― θεωρείται μέρος της αμερικανικής εξαιρετικότητας. Αλλά αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, ο αμερικανικός στρατός σήμερα έχει κατά περίπου 30% λιγότερα μέλη από όσα είχε πριν από είκοσι χρόνια: το μέγεθός του περιορίστηκε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά τον πόλεμο του Κόλπου το 1991. Η αύξηση μετά το 2001 ήταν μικρή: κυρίως ενισχύθηκαν τα σώματα των Πεζοναυτών και των ειδικών δυνάμεων.
Η κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας σήμαινε ότι θα κατατάσσονταν στον στρατό άνεργοι χωρίς ευκαιρίες να βρουν εργασία: νέοι που εγκατέλειψαν το σχολείο και που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Όμως, αυτό δεν συνέβη: φαίνεται πως οι περισσότεροι έχουν τελειώσει το λύκειο, το 18% είναι πτυχιούχοι και μόνο το 0,6% είναι εντελώς αμόρφωτοι. Στο επίπεδο των αξιωματικών πάνω από τους μισούς είναι πτυχιούχοι ΑΕΙ, ενώ στον γενικό πληθυσμό μόνο το 30% είναι πτυχιούχοι.
Δειτε περισσοτερα
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού
Η έναρξη της εμπορικής λειτουργίας θα ανοίξει νέους ορίζοντες για τη μεταλλευτική βιομηχανία της χώρας
Πείνα και εκπόρνευση; Μητέρα - προαγωγός; Άγνωστοι σύζυγοι και εραστές; Ναρκωτικά και παιχνίδια εξουσίας;