Κοσμος

Δικαίωμα στην εργασία ή δικαίωμα στα επιδόματα;

Η δήλωση του γ.γ. του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας υπέρ της εργασίας και κατά των επιδομάτων προκάλεσε εμφύλιο στον αριστερό χώρο

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 841
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Η απαξίωση της εργασίας ως μια από τις μεγάλες πληγές στην Ευρώπη. Γιατί προκάλεσαν αντιδράσεις στη Γαλλία οι δηλώσεις του Φαμπιέν Ρουσέλ.

Την περασμένη εβδομάδα, ο επικεφαλής του Κομμουνιστικού κόμματος της Γαλλίας Φαμπιέν Ρουσέλ είπε κάτι λογικό και αυτονόητο: το Κ.Κ. είναι κόμμα των εργαζομένων· στόχος του είναι η εξάλειψη της ανεργίας και, επομένως, το σύστημα των επιδομάτων στους μη απασχολούμενους. «Η επιδοτούμενη αεργία δεν είναι επιθυμητή για ένα κόμμα της εργασίας», είπε ο Φαμπιέν Ρουσέλ για να βρεθεί αμέσως στο στόχαστρο του συνασπισμού της άκρας αριστεράς (NUPES), ο οποίος τον κατηγόρησε για ακροδεξιό.

Oι εκπρόσωποι της NUPES έσπευσαν να βγάλουν από το καπέλο το συνηθισμένο κουνέλι: το δικαίωμα στην τεμπελιά όπως το περιέγραφε ο Πολ Λαφάργκ το 1880, όταν οι βιομηχανικές και αγροτικές μάζες εργάζονταν δώδεκα ώρες την ημέρα κάτω από άθλιες συνθήκες. 

Οι άνθρωποι που επικαλέστηκαν το «Δικαίωμα στην τεμπελιά» δεν γνωρίζουν ότι ακόμα και τότε το βιβλιαράκι του Πολ Λαφάργκ προκάλεσε αμηχανία στους σοσιαλιστές της εποχής του. Βεβαίως, ο τίτλος του βιβλίου δεν αντιστοιχούσε πέρα για πέρα στο περιεχόμενο: ο Λαφάργκ δεν εγκωμίαζε ακριβώς την «τεμπελιά», πολύ λιγότερο την επιδότησή της· ζητούσε σχόλη· ζητούσε «τρίωρη εργασία ημερησίως» και συνθήκες σαν εκείνες που έχουν επιτευχθεί εδώ και δεκαετίες στις ανεπτυγμένες χώρες. Στην πραγματικότητα, οι σοσιαλιστές του fin de siècle δεν μπορούσαν να φανταστούν πόσο θα άλλαζαν και θα βελτιώνονταν αυτές οι συνθήκες: κανείς το 1880 δεν διανοούνταν την πενθήμερη εργασία, το επτάωρο, τις πληρωμένες διακοπές, τη ρομποτοποίηση, τη δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τις συντάξεις και τα τοιαύτα· το αίτημα των σοσιαλιστών του 19ου αιώνα ήταν δουλειά για όλους με αμοιβή που να σώζει τους εργαζομένους και τις οικογένειές του από την πείνα. 

Το να επικαλούμαστε τον Λαφάργκ στη Γαλλία του 2022 δείχνει, νομίζω, ότι η αριστερά τρέφει ακόμα τις φαντασιώσεις ενός σοσιαλιστικού παραδείσου στον οποίον θα περιφερόμαστε ασκόπως παίζοντας άρπα, απαλλαγμένοι από το άγχος της εργασίας και του ξυπνητηριού. Ο ύμνος της παραμένει το ποίημα «Χαμένος χρόνος» του Ζακ Πρεβέρ (Μπρος στης φάμπρικας την πύλη/ άξαφνα ο εργάτης σταματά […] Σύντροφε ήλιε, δεν σου φαίνεται χαζό/τέτοια μέρα να σ’ την τρώει τ’ αφεντικό;) που ωστόσο παρουσίαζε την εργασία ως αναγκαίο κακό· σήμερα έχουμε προχωρήσει, και το «κακό» δεν είναι καν αναγκαίο. Οι άνθρωποι δεν ενθαρρύνονται να βρουν υπαρξιακό νόημα στην εργασία: αναγνωρίζουν ως μοναδική τους ανταμοιβή, ως αποζημίωση κατά κάποιον τρόπο, το μεροκάματο ή τον μισθό ακόμα κι αν δεν πρόκειται για βαριές, σκληρές ή ανθυγιεινές ασχολίες. 

Όσο για τη σύγχρονη επιλεκτικότητα και για το κύμα του quitting που παρατηρείται σε ορισμένες χώρες, δεν θα συνέβαιναν αν οι άνθρωποι που αρνούνται, λόγου χάρη, τις αγροτικές εργασίες ή άλλου τύπου «βαρετό» βιοπορισμό δεν μπορούσαν να εξασφαλίζουν τα προς το ζην με άλλους τρόπους. Μεταξύ αυτών των τρόπων είναι οι επιδοτήσεις, οι οικογενειακές κληρονομιές, η ποικιλία των παρασιτικών εγχειρημάτων που είναι ή δεν είναι τάχα οικολογικά, υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα λοιπά. 

Η απαξίωση της εργασίας αντανακλάται σε μια από τις μεγάλες πληγές των ευρωπαϊκών κοινωνιών: στους μηχανισμούς διανομής επιδομάτων και βοηθημάτων τα οποία καταλήγουν στη δημιουργία μη παραγωγικών κοινωνικών στρωμάτων που επιβαρύνουν τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο και δεν είναι κυρίως οικονομικό: η απαξίωση της εργασίας εντείνει τη μαλθακότητα στις ανεπτυγμένες χώρες, εκείνο το είδος της αδράνειας που συνδέεται με αίσθημα ανωτερότητας, με δήθεν υψηλές ενασχολήσεις που δεν αφήνουν χρόνο και ενέργεια για να λερώσει κανείς τα χέρια του. Με λίγα λόγια, το να επιδοτείται ένας απολυμένος εργαζόμενος επί δύο χρόνια, όπως συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, είναι μια σοσιαλιστική πολιτική με δυσάρεστες συνέπειες για το εργασιακό ήθος του πολίτη και για το ήθος του γενικά.

Με αυτή την ιδεολογία, η παρόρμηση της ευρωπαϊκής αριστεράς είναι διαρκείς διεκδικήσεις για περαιτέρω μείωση του εργάσιμου χρόνου: ωστόσο, το 35ωρο που εφαρμόστηκε στη Γαλλία σε πολλούς τομείς της οικονομίας δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα· η ανεργία δεν μειώθηκε, το αίσθημα ευδαιμονίας δεν αυξήθηκε. Αντιθέτως, οι Γάλλοι έγιναν ακόμα πιο κατσούφηδες και απαιτητικοί· τώρα, που τίθεται το ζήτημα της μετατόπισης του ορίου συνταξιοδότησης από την ηλικία των 60 στην ηλικία των 64, είναι έτοιμοι για μια ακόμα Γαλλική Επανάσταση. Έτσι κι αλλιώς, πολλοί άνθρωποι πιστεύουν, με διεστραμμένο τρόπο, ότι θα περάσουν τα χρόνια μετά τη συνταξιοδότησή τους –δυο δεκαετίες κατά μέσον όρο– σ’ αυτόν τον σοσιαλιστικό παράδεισο όπου κελαρύζουν ποτάμια και ακούγονται θεϊκές μελωδίες. Η αλήθεια αποδεικνύεται πολύ διαφορετική: πολλοί συνταξιούχοι χάνουν την κοινωνική τους ταυτότητα, νιώθουν ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν ακόμη περισσότερα στους νεότερους στον χώρο της εργασίας, πλήττουν και γίνονται babysitters. Όλα αυτά επειδή η νομοθεσία ωθείται όλο και πιο πιεστικά στο να υποτιμά το εργασιακό ιδεώδες και να κάνει «τόπο στους νέους», οι οποίοι όμως δεν θέλουν να δουλέψουν. 

Ο Φαμπιέν Ρουσέλ, ως αριστερός παλαιάς κοπής που δεν ασχολείται με το ποιος είναι binary και ποιος non-binary, απευθύνεται στους εργαζομένους που εκτιμούν την εργασία. Όσο για τη σφοδρή αντίδραση των αριστερών της πολιτικής ορθότητας και της ισλαμολαγνείας επιβεβαιώνει αυτό που ήδη ξέραμε: η εργασία είναι πλέον όρος της δεξιάς. Η αριστερά του Ζαν-Λυκ Μελανσόν, του Ερίκ  Κοκρέλ, ή της ανεκδιήγητης Σαντρίν Ρουσό, η οποία στηρίζει τον φυγόπονο, τον σκράπα, τον λουφαδόρο – κι από τα δώδεκα αρχέτυπα του Kαρλ Γιουνγκ προτιμά τον τεμπέλη, λαίμαργο με την ασυγκράτητη λίμπιντο· δεύτερο στις προτιμήσεις της έρχεται το αρχέτυπο του ορφανού που αποζητεί χάδια και προστασία· τρίτο έρχεται βεβαίως εκείνο του παράνομου που αρέσκεται να παραβιάζει τους κανόνες, περιττό και που το αναφέρω. 

Η αριστερά του 19ου αιώνα, δηλαδή των σκληρά εργαζομένων, πρόβαλε εντελώς διαφορετικά αρχέτυπα: εκείνο του μάγου, εκείνο του ήρωα, εκείνο του φύλακα αγγέλου. Και με αυτά τα αρχέτυπα κέρδισε τόσα πολλά.

Εν πάση περιπτώσει, ο Φαμπιέν Ρουσέλ άκουσε γερή κατσάδα και τοποθετήθηκε με τη γνώριμη ευκολία στην άκρα δεξιά: όποιος δεν συμφωνεί με τους νεοαριστεριστές της NUPES, ή όποιος εργάζεται με συνέπεια σεβόμενος το κοινωνικό συμβόλαιο, δεν είναι μόνο δεξιός· είναι ακροδεξιός. Μαζί με τον Ρουσέλ, η μπάλα πήρε τον Olivier Dussopt από το σοσιαλιστικό κόμμα, ο οποίος τόλμησε να ξεστομίσει σε συνέντευξή του ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική πέρα από την αξιοκρατία και την εργασία, η οποία παραμένει το καλύτερο εργαλείο κατά του κοινωνικού ντετερμινισμού». Για να το διατυπώσουμε αλλιώς, ο άνθρωπος είπε ότι για να προκόψεις πρέπει να εργαστείς κι ότι για να εκτιμηθεί η εργασία σου χρειάζεται αξιοκρατικό κοινωνικό πλαίσιο. Η ιδέα ότι αν δεν εργάζεσαι κάνεις ωραία και δημιουργικά πράγματα είναι μια ακόμα νεο-αριστερή αυταπάτη: αργία μήτηρ πάσης κακίας. 

Τέλος, αν έχει κάποια σημασία, παλιότερα, ο «ακροδεξιός» Φαμπιέν Ρουσέλ έκανε έξαλλους τους πολιτικώς ορθούς γιατί παραδέχτηκε ότι τρώει κρέας κι ότι του αρέσει «να ψήνει παϊδάκια». Η κρεοφαγία είναι δεξιά· η φυτοφαγία είναι αριστερή. Όπως και η ανθρωποφαγία.