Κοσμος

Κόλιν Πίτσφορκ: Ο πρώτος άνθρωπος που καταδικάστηκε για φόνο με βάση το DNA του

Ο Κόλιν Πίτσφορκ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη το 1988 για τον βιασμό και στραγγαλισμό της 15χρονης Λίντα Μαν το 1983 και της Ντον Άσγουερθ το 1986

Μιμή Φιλιππίδη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κόλιν Πίτσφορκ: Ο βιασμός και στραγγαλισμός δυο κοριτσιών στην Αγγλία τη δεκαετία του '80 και η νέα εγκληματολογική μέθοδος έρευνας που οδήγησε στον ένοχο

Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες το DNA έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της εξιχνίασης του εγκλήματος. Το γονιδιακό ανθρώπινο αποτύπωμα, το  DNA, όχι μόνο οδήγησε σε περισσότερες καταδίκες ενόχων, αλλά βοήθησε και στην απαλλαγή κατηγορουμένων για εγκλήματα που δεν είχαν διαπράξει. Το DNA αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1860 από έναν Ελβετό χημικό, αλλά η δομή της διπλής έλικας ανακαλύφθηκε μόλις το 1953. Το ανθρώπινο γονιδίωμα, μοναδικό για τον καθένα μας, αποτελείται από περίπου έξι δισεκατομμύρια μεμονωμένα γράμματα DNA που διασπείρονται μεταξύ 23 ζευγών χρωμοσωμάτων.

Το προφίλ DNA χρησιμοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1980. Το 1985 ο σερ Άλεκ Τζέφρις, ερευνητής Γενετικής στο Παν/μιο του Λέστερ, πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη του προφίλ DNA. Η Εθνική Βάση Δεδομένων DNA του Ηνωμένου Βασιλείου είναι η μεγαλύτερη βάση δεδομένων στον κόσμο και συνεχίζει να αυξάνεται κάθε χρόνο. Κάθε προφίλ προέρχεται από δείγμα ανθρώπινου υλικού, όπως σάλιο ή τρίχες, που συλλέγεται από ένα τόπο εγκλήματος. Οι αντιστοιχίσεις ενός προφίλ από τόπο εγκλήματος και ενός προφίλ από τις βάσεις δεδομένων βοηθούν στον εντοπισμό ενός υπόπτου.

Στις 21 Νοεμβρίου 1983 η 15χρονη Λίντα Μαν έκοψε δρόμο επιστρέφοντας στο σπίτι της, αντί να ακολουθήσει την κανονική της διαδρομή. Οι γονείς της ανησύχησαν και την αναζητούσαν όλη νύχτα. Την άλλη μέρα βρέθηκε βιασμένη και στραγγαλισμένη σε ένα έρημο μονοπάτι. Χρησιμοποιώντας τις τεχνικές της ιατροδικαστική επιστήμης που ήταν διαθέσιμες εκείνη την εποχή, η αστυνομία σύνδεσε το δείγμα σπέρματος που ελήφθη από το σώμα της με άτομο που είχε ομάδα αίματος Α και ένα προφίλ ενζύμου που ταίριαζε μόνο με το 10% των ανδρών. Χωρίς όμως άλλα στοιχεία, η υπόθεση δεν διαλευκάνθηκε τότε.

Στις 31 Ιουλίου 1986, ένα δεύτερο 15χρονο κορίτσι από γειτονικό χωριό, η Ντον Άσγουερθ, έφυγε από το σπίτι της για να επισκεφτεί μια φίλη της. Οι γονείς της περίμεναν να επιστρέψει στις 9.30 μ.μ. και όταν δε γύρισε, κάλεσαν την αστυνομία και δήλωσαν την εξαφάνισή της. Δύο μέρες αργότερα, το πτώμα της βρέθηκε σε μια δασώδη περιοχή κοντά σε ένα μονοπάτι. Την είχαν χτυπήσει, την είχαν βιάσει άγρια ​​και την είχαν στραγγαλίσει. Η μεθοδολογία του δράστη ταίριαζε με εκείνη της πρώτης επίθεσης και τα δείγματα σπέρματος αποκάλυψαν την ίδια ομάδα αίματος. Ο αρχικός ύποπτος ήταν ένας ντόπιος 17χρονος με μαθησιακές δυσκολίες, ο οποίος ενώ ήταν αθώος και για τα δύο εγκλήματα αποκάλυψε ότι ήξερε πού βρισκόταν το πτώμα της Άσγουερθ και ομολόγησε ότι την είχε σκοτώσει. Ωστόσο, αρνιόταν ότι είχε σκοτώσει το πρώτο κορίτσι.

Το 1985 ο Άλεκ Τζέφρις ανέπτυξε όλες τις τεχνικές εξαγωγής DNA. Το μεγαλύτερο επίτευγμα ήταν ο διαχωρισμός του σπέρματος από τα κολπικά κύτταρα – χωρίς αυτή τη μέθοδο θα ήταν δύσκολο να χρησιμοποιηθεί DNA σε περιπτώσεις βιασμού. Χρησιμοποιώντας αυτή την τεχνική, ο Τζέφρις σύγκρινε δείγματα σπέρματος και από τα δύο θύματα δολοφονίας με δείγμα αίματος από τον 17χρονο ύποπτο και απέδειξε οριστικά ότι και τα δύο κορίτσια βιάστηκαν και δολοφονήθηκαν από τον ίδιο άνδρα, αλλά όχι από τον 17χρονο, που έγινε ο πρώτος άνθρωπος που αθωώθηκε με βάση το γονιδιακό του αποτύπωμα, το DNA του.

Η αστυνομία του Λέστερ και η Υπηρεσία Εγκληματολογικών Επιστημών ανέλαβαν τότε μια έρευνα στην οποία ζητήθηκε από περισσότερους από 5.500 ντόπιους άνδρες να δώσουν εθελοντικά δείγματα αίματος ή σάλιου.  Αυτό κράτησε έξι μήνες, αλλά δεν βρέθηκαν αντιστοιχίες. Η αστυνομία υποπτευόταν ότι ο ένοχος επιχείρησε να ξεγελάσει το σύστημα, βάζοντας κάποιον άλλον να κάνει το τεστ DNA στη θέση του. Και αυτό ακριβώς είχε γίνει.

Την 1η Αυγούστου 1987, μερικοί συνάδελφοι από ένα ντόπιο αρτοποιείο έπιναν τα ποτά τους σε παμπ του Λέστερ. Ανάμεσά τους και μια γυναίκα που μιλούσε συνέχεια για την ενοχλητική συμπεριφορά του συναδέλφου Κόλιν Πίτσφορκ που τον υποψιαζόταν για τις δολοφονίες των έφηβων κοριτσιών και απορούσε πώς είχε περάσει το τεστ DNA και δεν τον είχε πιάσει ακόμη η αστυνομία. Τότε, ένας από την παρέα αποκάλυψε ότι είχε κάνει εκείνος την εξέταση αίματος στη θέση του Πίτσφορκ μετά από παράκλησή του, επειδή ο Πίτσφορκ σε νεανική ηλικία είχε συλληφθεί ως επιδειξίας και ήθελε να αποφύγει την παρενόχληση από την αστυνομία. Η γυναίκα συνάδελφος από τη συντροφιά του παμπ κάλεσε αμέσως την αστυνομία.

Στις 19 Σεπτεμβρίου 1987, ο Πίτσφορκ συνελήφθη και στη διάρκεια της ανάκρισης παραδέχτηκε ότι σαν επιδειξίας είχε παρενοχλήσει πάνω από 1.000 γυναίκες - ήταν μια παρόρμηση που ξεκίνησε στις αρχές της εφηβείας του. Αργότερα προχώρησε σε σεξουαλική επίθεση και στη συνέχεια στον στραγγαλισμό των θυμάτων του, για να μην αποκαλύψουν την ταυτότητά του. Αυτό η αστυνομία το απέρριψε ως κίνητρο,  θεωρώντας ότι το κίνητρο για τους στραγγαλισμούς ήταν «διεστραμμένος σαδισμός». Ο Πίτσφορκ ομολόγησε τα εγκλήματά του, αλλά είπε ψέματα για το βαθμό και τη φύση της βίας που είχε ασκήσει στα θύματά του. Ενώ ομολογούσε τους φόνους, η εξέταση DNA έδειξε ότι το προφίλ του ταίριαζε με το δείγμα που είχε ληφθεί από τα θύματα.

Ο Κόλιν Πίτσφορκ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη το 1988 για τον βιασμό και στραγγαλισμό της 15χρονης Λίντα Μαν το 1983 και της Ντον Άσγουερθ το 1986. Ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε το προφίλ DNA σε ποινική υπόθεση στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Κρίθηκε ένοχος για τους δύο βιασμούς και τις δολοφονίες, καθώς και για ένα άλλο περιστατικό σεξουαλικής επίθεσης, και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη (φυλάκιση τουλάχιστον 30 ετών που μετά από έφεση μειώθηκε σε 28 χρόνια). Μια ψυχιατρική έκθεση διέγνωσε ψυχοπαθητική διαταραχή προσωπικότητας στον Πίτσφορκ, συνοδευόμενη από σοβαρή ψυχοσεξουαλική παθολογία. Ο ανώτατος δικαστής κατά τη στιγμή της καταδίκης του είπε: «Από την άποψη της ασφάλειας του κοινού αμφιβάλλω αν θα έπρεπε ποτέ να αφεθεί ελεύθερος».

Το 2016 εξετάστηκε το αίτημά του για πρόωρη αποφυλάκιση. Οι οικογένειες των θυμάτων όμως, της Λίντα Μαν και της Ντον Άσγουερθ, αντιτάχθηκαν στην αποφυλάκισή του υπό όρους.

Στις 13 Ιουλίου 2021 αναφέρθηκε ότι ο Πίτσφορκ θα αποφυλακιζόταν. Τελικά, αποφυλακίστηκε με όρους (διέμενε σε ειδικό ξενώνα) την 1η Σεπτεμβρίου 2021, αλλά τον Νοέμβριο του 2021, η αποφυλάκισή του ανακλήθηκε, επειδή παραβίασε τους όρους «πλησιάζοντας νεαρές γυναίκες». Η μητέρα του δεύτερου θύματός του, της Ντον Άσγουερθ, δήλωσε ικανοποίηση που απομακρύνθηκε και «οι γυναίκες και τα κορίτσια δεν κινδυνεύουν τώρα από αυτόν». Ο Ντέιβιντ Μπέικερ, ένας από τους πρώτους ντετέκτιβ της αστυνομίας που βοήθησε στη σύλληψή του, πιστεύει ότι ο Πίτσφορκ μπορεί να εξαπατήσει την επιτροπή αποφυλάκισης και να προσποιηθεί ότι είναι ασφαλές να τον αφήσουν ελεύθερο, επειδή «είναι ένας ψυχοπαθής και θα υπάρχει πάντα κίνδυνος, αν αφεθεί ελεύθερος».

Το φθινόπωρο του 2022 το Συμβούλιο Αποφυλάκισης θα εξετάσει το ενδεχόμενο να αποφυλακίσει ξανά τον Κόλιν Πίτσφορκ.

Η ιστορία του Κόλιν Πίτσφορκ και οι δολοφονίες των δυο κοριτσιών παρουσιάστηκαν σε πολλές δημοσιογραφικές εκπομπές (Real Crime: “Cracking the Killer’s Code”,  New Tricks: “Dark Chocolate” κ.α.) ενώ το 2015 προβλήθηκε η τηλεοπτική σειρά “Code of a Killer” βασισμένη στα εγκλήματα του Πίτσφορκ και στη δημιουργία προφίλ DNA. Τα εγκλήματά του περιγράφονται επίσης στην τηλεοπτική σειρά “How I Caught the Killer”.