Γυναίκα με λευκό μπλουζάκι και τζιν, που κρατάει την αμερικάνικη σημαία
Κοσμος

Υπάρχει αμερικανική ψυχή; - Ανάλυση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής

Το δεύτερο μέρος μια σειράς άρθρων που διατρέχουν ολόκληρο τον 20ό αιώνα και τις δύο δεκαετίες του 21ου
Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
30’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Η Σώτη Τριανταφύλλου με μια σειρά αναλύσεων για τις ΗΠΑ, για τις πτυχές και τις κρυφές σελίδες της εξωτερικής τους πολιτικής

«H αμερικανική ψυχή είναι σκληρή, μοναχική, στωική και φονική. Όλα τα άλλα, η αγάπη, η δημοκρατία, το αδέξιο παιχνίδι της λαγνείας είναι δευτερεύοντα».
-D.H. Lawrence, Studies in Classic American Literature, 1923 

Στις μελέτες του στην κλασική αμερικανική λογοτεχνία, ο Nτ. Χ. Λόρενς ανέλυσε την αμερικανική ψυχή και τον αμερικανικό χαρακτήρα πολύ περισσότερο από όσο δείχνει ο παραπάνω αφορισμός. Μερικές παρατηρήσεις του ίσως απηχούν τη γενική ιδέα που έχουμε σήμερα από την αμερικανική δημοκρατία και πολιτική ―όσο για την «ψυχή» που ο Λόρενς θεωρεί, έτσι κι αλλιώς, «σκοτεινό δάσος» ορίζεται δύσκολα: υπάρχει άραγε κάποια βαθύτερη ουσία που διαφοροποιεί τους Αμερικανούς από τους άλλους λαούς; 

Η λέξη «ψυχή» θυμίζει τον Όσβαλντ Σπένγκλερ που έκανε λόγο για την ψυχή, το αίμα και τη μοίρα των εθνών. Μιλώντας για τον αμερικανικό χαρακτήρα που διαμορφώθηκε στη διάρκεια του 19ου αιώνα (όπως συνέβη σε πολλά έθνη στον κόσμο), υπονοούμε την ύπαρξη ενός συλλογικού υποσυνείδητου στο οποίο αποθηκεύονται αντιλήψεις, όνειρα και τραύματα τα οποία καθορίζουν την αμερικανική εκπροσώπηση και τις αποφάσεις της. Αν και στην επιφάνεια της πολιτικής, οι ΗΠΑ διεκδικούν την ορθολογική σκέψη και τον πραγματισμό, κάτω από αυτή λιμνάζουν παγανιστικές δυνάμεις, μύθοι, πεποιθήσεις, τελετουργίες, λογοτεχνικές κατασκευές και αντινομίες. Όπως παντού αλλά ίσως περισσότερο από αλλού. Έτσι, η αμερικανική ταυτότητα που προκύπτει από την αμερικανική «ψυχή» και επηρεάζει την αμερικανική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από φτωχό λεξιλόγιο, φτωχή σκέψη, μανιχαϊσμό: Εμείς και Αυτοί, οι Καλοί και οι Κακοί. Έτσι, η εξωτερική πολιτική διαμορφώνεται από δίπολα όπως ιδεαλισμός-υλισμός, αγάπη-μίσος, αλτρουισμός-εγωισμός, μαζί με πολιτιστικές αξίες που μπορούν να αποτελέσουν μεταφορές για την ιδιοκτησία, την αυτοκίνηση και το σεξ: όσο μεγαλύτερο τόσο καλύτερο, όσο ταχύτερο τόσο καλύτερο, όσο νεότερο τόσο καλύτερο, όσο περισσότερο τόσο καλύτερο. 

Η αμερικανικότητα, αν και συχνά την υπερτονίζει η αυταρέσκεια που οδηγεί στην αντίληψη του εξαιρετισμού, περιλαμβάνει πράγματι ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για ορισμένες αποκλίσεις από τις ευρωπαϊκές νοοτροπίες οι οποίες εξελίχθηκαν τους τελευταίους δύο αιώνες [1]. Για παράδειγμα, η αμερικανική αντίληψη της εξυπνάδας σχετίζεται περισσότερο από ό,τι αλλού με την κοινωνική και οικονομική επιτυχία: στις ΗΠΑ δεν είναι διαδεδομένη η ευρωπαϊκή καχυποψία περί της ιδιοκτησίας-κλοπής, ούτε γίνεται συστηματική παραπομπή στη χριστιανική ταύτιση της φτώχειας με την εντιμότητα. Ο πλουτισμός είναι, παρά τις πουριτανικές καταβολές, ένα από τα συστατικά του αμερικανικού πυρήνα και δεν αντιπαραβάλλεται στην ηθική ακεραιότητα. Ένα ακόμη ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι το αμερικανικό πρακτικό πνεύμα, η προσήλωση σε ό,τι φέρνει σε πέρας μια δουλειά, σε ό,τι αποδίδει γρήγορο κέρδος και γρήγορες νίκες: ο Τζον Γουέιν πυροβολεί πρώτα και ύστερα ρωτάει τι συμβαίνει. Κι αν μπορούμε να ξεχωρίσουμε κάτι ποσοτικά και ίσως ποιοτικά «ιδιαίτερο» είναι το ότι η αμερικανική ιστορία ταυτίζεται με τη μυθολογία: δεν υπάρχει τόσο μακρινό παρελθόν ώστε να γίνει η διάκριση μεταξύ γεγονοτικής ιστορίας και μυθολογίας.

Η μυθολογία περιλαμβάνει μύθους δημιουργίας και μύθους ηρώων. Οι πρώτοι ερμηνεύουν με ποιητικό τρόπο τις απαρχές της Αμερικής· οι δεύτεροι κατασκευάζουν βιογραφίες που χρησιμεύουν ως έμπνευση, ως πρότυπα. Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν γεννήθηκαν στα σκοτεινά βάθη του ιστορικού χρόνου αλλά στο φως της ιστορίας, πολλοί από αυτούς τους μύθους μεταφέρθηκαν με τα πλοία από την Ευρώπη και μετουσιώθηκαν στο χωνευτήρι των πολιτιστικών χαρακτηριστικών. Πράγματι, επί δύο αιώνες οι WASPs, προπάντων οι άνδρες WASPs, κυριαρχούσαν στη μυθολογία και στην ιστορική αφήγηση: o άνθρωπος των Συνόρων, ο αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας και οι λογοτεχνικοί ήρωες του Horatio Alger είχαν ταυτότητα WASP και συνέβαλαν στη δημιουργία του αμερικανικού χαρακτήρα και των στερεοτύπων. Σ’ αυτόν τον χαρακτήρα συνεισέφερε η αφρο-αμερικανική κουλτούρα με τη δική της μυθολογία η επιρροή της οποίας ήταν δυσανάλογη του ποσοστού της μειονότητας στον γενικό πληθυσμό (11-13%). Όσο για την επιρροή των Ινδιάνων ήταν έμμεση σε πρακτικό επίπεδο ―για παράδειγμα, οι Πουριτανοί υιοθέτησαν τις ινδιάνικες αγροτικές πρακτικές και διατήρησαν πλήθος ινδιάνικων τοπωνυμίων ―Massachussetts, Connecticut, βουνά Allegheny [2]― ήρθε όμως μια στιγμή όπου η υπόθεση των ιθαγενών στοίχειωσε το συλλογικό υποσυνείδητο με ενοχές για προγονικές αμαρτίες.

Αν και με τη λέξη ψυχή δεν εννοώ εθνικό χαρακτήρα, υπάρχουν επικαλύψεις μεταξύ των δύο εννοιών. Κι όσο για την αμερικανική «ταυτότητα» συντίθεται από πλήθος αντιφατικών στοιχείων αλλά έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά κι αυτό είναι που την κάνει «ταυτότητα»: συγκεντρώνει μια σειρά αντιθέτων ―επαρχιωτισμό και διεθνικισμό, δημοκρατικό πνεύμα και αυταρχισμό, ανεξιθρησκία και θρησκοληψία·  σεβασμό και δέος στον νόμο με εξαιρετικά υψηλά ποσοστά παραβίασής του. Όλα αυτά τα στοιχεία της αμερικανικής ταυτότητας είναι λίγο-πολύ συνειδητά· αντιθέτως, τα στοιχεία του συνθέτουν την αμερικανική «ψυχή» είναι υποσυνείδητα.

Το σύμπλεγμα ανωτερο-κατωτερότητας έναντι των Ευρωπαίων είναι ένα τέτοιο ψυχικό στοιχείο που, μαζί με φόβους και επιδιώξεις, συνθέτει την αμερικανική ψυχή. Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, όταν δεν έμπαινε ζήτημα επιστροφής, ούτε καν επίσκεψης, στην παλιά ευρωπαϊκή πατρίδα, οι Πουριτανοί έβλεπαν την Ευρώπη ως τόπο διαφθοράς, τυραννίας και έκλυσης των ηθών από τον οποίον ορθώς είχαν αποφασίσει να απελευθερωθούν και να γίνουν «Αμερικανοί». Η Ευρώπη αποκτούσε αξία μόνον έναντι των πρωτόγονων Ινδιάνων που δεν είχαν την εμπειρία του πολιτισμού: η νοσταλγία για την παλιά ευρωπαϊκή πατρίδα είναι μεταγενέστερο φαινόμενο ―εξάλλου, λόγω του μεγέθους της χώρας και της κινητικότητας των Αμερικανών, η νοσταλγία αφορά συχνότερα αμερικανικούς τόπους, εκεί όπου έχει εκτυλιχθεί η παιδική ηλικία, και λιγότερο παλιές πατρίδες [3].

Ακόμα και στην εποχή της Αμερικανικής Επανάστασης, οι Αμερικανοί αγωνίζονταν να αποδείξουν ότι δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους Ευρωπαίους: στο φυλλάδιο «Notes on the State of Virginia», ο Tόμας Τζέφερσον συνέκρινε την αμερικανική πανίδα και χλωρίδα με την ευρωπαϊκή και την έβρισκε ισάξια, ενώ περιέγραφε τους Ινδιάνους ως αρκούντως αρρενωπούς και τους λευκούς ευφυείς και ανδρείους. Συνέχιζε παρουσιάζοντας τον Τζορτζ Ουάσιγκτον και τον Μπέντζαμιν Φράνκλιν ως ομότιμους των μεγάλων ανδρών της ευρωπαϊκής αρχαιότητας τονίζοντας ότι η Αμερική, αν και είναι ίση ή σχεδόν ίση με την Ευρώπη ως προς το παρελθόν, συμβολίζει ένα λαμπρότερο μέλλον. Ο Τζέφερσον τόνιζε τη σπουδαιότητα του μέλλοντος εφόσον οι ΗΠΑ δεν είχαν «δικό τους» παρελθόν για το οποίο να καυχηθούν, λέγοντας ότι η γη ανήκει στους ζωντανούς και όχι στις περασμένες γενεές και προτείνοντας μια επανάσταση κάθε είκοσι χρόνια «για να ποτίζει το δέντρο της ελευθερίας […] και να αποτινάσσει το παλιό και το ξεπερασμένο». Στο πέρασμα του χρόνου, η επιθυμία της «newness» έγινε μανία αλλά περιορίστηκε σto υλικό πεδίο: η μεταρρυθμιστική ορμή του 1830-1850, της λεγόμενης Προοδευτικής Εποχής και αργότερα της εποχής του New Deal επιβραδύνθηκε και οι Αμερικανοί άρχισαν να διστάζουν όλο και περισσότερο μπροστά στις κοινωνικές αλλαγές [4].

Ακριβώς λόγω της επιθυμίας τους να αποκοπούν από τις παλιές πατρίδες, οι Ιδρυτές Πατέρες του 18ου αιώνα υπερέβαλλαν σχολιάζοντας τη δήθεν παρακμή της Βρετανίας «η δόξα της οποίας χάνεται στον ορίζοντα»: ενώ η Βρετανία αναδεικνυόταν στη μεγαλύτερη αποκιοκρατική και βιομηχανική δύναμη στον κόσμο, ο νεόκοπος αμερικανικός εθνικισμός την έβλεπε με τα δικά του μάτια. Και καθώς το αμερικανικό εθνικό πνεύμα αναπτυσσόταν σε αντιπαράθεση με το ευρωπαϊκό, οι Αμερικανοί, ιδιαίτερα όσοι είχαν δημόσιο λόγο, διεκδικούσαν τη διανοητική ανεξαρτησία των ΗΠΑ από την Ευρώπη: ο Χένρι Γουόντσγουερθ Λονγκφέλοου έγραφε πως «η αμερικανική λογοτεχνία πρέπει να αντιστοιχεί στον Νιαγάρα, στα βουνά Αλεγκένι και στις Μεγάλες Λίμνες. Θέλουμε ένα εθνικό έπος που να ταιριάζει στο μέγεθος της χώρας […] Κοντολογίς, θέλουμε μια λογοτεχνία τραχειά κι ακούρευτη που θα κλονίσει τη γη σαν κοπάδι βουβαλιών που ποδοβολάνε στους λειμώνες!» [5] Κάτι παρόμοιο έγραφε το 1837 ο Ραλφ Γουόλντο Έμερσον στο «The American Scholar»: «Η μακρόχρονη μαθητεία μας σε άλλα χέρια φτάνει στο τέλος της» και συνεχίζει «για υπερβολικά πολύ καιρό ακούγαμε τις ευγενείς μούσες της Ευρώπης» ―αυτή ήταν η ρητορική με την οποία αναπτύχθηκε ο αμερικανικός επαρχιωτισμός που θα εξετάσουμε σε επόμενα άρθρα.

Στα πρώτα αμερικανικά μυθιστορήματα, όπως το «Edgar Huntley» του Charles Brockton Brown και «Ο τελευταίος των Μοϊκανών» του Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ, η βία φαίνεται ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης: αυτό είχε στο μυαλό του ο Ντ. Χ. Λόρενς όταν έγραφε για το «φονικό πνεύμα» των Αμερικανών [6]. Αλλά, υπάρχει ένα στοιχείο που μπορούμε να διακρίνουμε τόσο στον πουριτανό Leatherstocking του Φένιμορ Κούπερ όσο και στον «Ήσυχο Αμερικανό» του Γκρέιαμ Γκριν πάνω από έναν αιώνα αργότερα: οι Αμερικανοί θέλουν να προσηλυτίσουν και να «σώσουν» τους άλλους· θέλουν να τους εξαμερικανίσουν [7]. Και παρ’ όλ’ αυτά, στην εποχή του Brown και του Κούπερ, θα ήταν πιο λογικό ο εξαμερικανισμός να σημαίνει αφομοίωση στην κουλτούρα των Ινδιάνων· «Αμερικανοί» ήταν οι Ινδιάνοι.

Πάντως, αν και μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο αυτό το αίσθημα κατωτερότητας υποχώρησε για τους προφανείς λόγους, παρέμεινε η υστέρηση στην υψηλή (high brow) κουλτούρα με αποτέλεσμα να ιδεολογικοποιηθεί και να εξιδανικευτεί η κουλτούρα low brow. Στο αμερικανικό υποσυνείδητο κυριάρχησε η ιδέα του Έμερσον για την ισότητα, για τα «κοινά», τα συνηθισμένα και όχι εξαιρετικά πράγματα, για την αμερικανική αυτάρκεια και, παραλλήλως, για την ετοιμότητα των ΗΠΑ να «προσηλυτίσουν τον κόσμο» στα δικά τους ιδεώδη. Σ’ αυτές τις διακηρύξεις ανιχνεύουμε το σύμπλεγμα του νεόπλουτου που έχει χρήματα αλλά όχι υψηλές γνωριμίες, και που ίσως του λείπουν οι καλοί τρόποι που θα απαιτούνταν για να μπορεί να σταθεί σ’ ένα ευρωπαϊκό σαλόνι. O Χένρι Τζέιμς αναφέρεται συχνά σ’ αυτόν τον Αμερικανό νεόπλουτο: στο μυθιστόρημα «Ο Αμερικανός», ο κεντρικός ήρωας Κρίστοφερ Νιούμαν (το επίθετο δεν είναι τυχαίο), είναι ένας εύπορος επιχειρηματίας που, όταν ταξιδεύει στη γηραιά ήπειρο, βρίσκεται σε αμηχανία μπροστά στην επιτήδευση και τα εκλεπτυσμένα γούστα των Ευρωπαίων.

Παρόμοιες εικόνες συναντάμε στο σύνολο της λογοτεχνίας της Χρυσής Εποχής, από το 1870 μέχρι το 1900 περίπου, όπου αναπαρίσταται συχνά ο αυτοδημιούργητος Αμερικανός και ο Αμερικανός εκατομμυριούχος: χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο Ragged Dick από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Horatio Alger (1865) και o Silas Lapham, ο ήρωας του μυθιστορήματος του William Dean Howells «The Rise of Silas Lapham» (1885). Η κοινωνική τάξη «new money» απεικονίζεται συνδεδεμένη με το αμερικανικό εμπόριο και τη βιομηχανία, ενώ  οι ευγενείς, η ελίτ, οι «old money» απεικονίζονται συνήθως συνδεδεμένοι με τη γαιοκτησία στην Ευρώπη: πρόκειται για ένα μοτίβο της λογοτεχνίας και ολόκληρης της λαϊκής κουλτούρας. Παρότι, για παράδειγμα, στα μυθιστορήματα της Ίντιθ Γουόρτον συναντάμε Αμερικανούς ήρωες που θα ήθελαν να μιμηθούν όχι μόνο τους τρόπους της παλιάς ανώτερης τάξης της Αμερικής, αλλά και τους τρόπους των ευρωπαϊκών ανώτερων τάξεων, η αμερικανική λαϊκή κουλτούρα ανακυκλώνει το παραμύθι της Σταχτοπούτας και προτείνει θριαμβευτικά αίσιο τέλος σε όλες τις κοινωνικές περιπέτειες. Μια σύγκριση μεταξύ της βρετανικής τηλεοπτικής σειράς «The Office» και του αμερικανικού ριμέικ καθρεφτίζει αυτή την αμερικανική αντίληψη της επιτυχίας, έστω σχετικής: στη βρετανική εκδοχή, η Dawn (Lucy Davis) παραμένει καθηλωμένη στη βαρετή θέση της κατώτερης υπαλλήλου, ενώ στην αμερικανική η Pam (Jenna Fischer) διεκδικεί προαγωγή και ευθύνες. Στην αμερικανική εκδοχή, o Μichael Scott (Steve Carell), γελοίο άτομο κατά γενική ομολογία, βρίσκει στο τέλος τον έρωτα, κάτι που δεν συμβαίνει στον David Brent (Ricky Gervais) ο οποίος συνεχίζει να συσσωρεύει αποτυχημένα όνειρα και ψευδαισθήσεις.

Ένα στοιχείο που διακρίνει την ταυτότητα από την ψυχή είναι οι βραδύτερες αλλαγές που συντελούνται στη δεύτερη: οι Αμερικανοί δεν έχουν πια την ταυτότητα του αγελαδάρη ―αν και το στερεότυπο έχει ακόμα αντιστοιχία με την πραγματικότητα― και η εθνική τους φυσιογνωμία έχει εξελιχθεί μέσω της εκβιομηχάνισης, της ευημερίας, της προαστικοποίησης και της θέσης των ΗΠΑ ως υπερδύναμης. Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχουν αμερικανικές ιδιαιτερότητες, όπως λόγου χάρη η οπλοφορία, οι οποίες δεν εξηγούνται μόνο με ιστορικούς και οικονομικούς όρους: σίγουρα η έκταση της οπλοφορίας σχετίζεται με τα συμφέροντα και την προπαγάνδα της Εθνικής Ένωσης Όπλων, αλλά θα ήταν λάθος να αγνοήσουμε ότι αυτό που ονομάζω εδώ «αμερικανική ψυχή» περιέχει έναν ειλικρινή φόβο, ένα ειλικρινές αίσθημα ανασφάλειας και μια ειλικρινή πρόθεση αυτοπροστασίας. Ο αποικισμός, η Κατάκτηση της Δύσης, οι εχθροπραξίες με τους Ινδιάνους, όλα όσα ενέτειναν τον αμερικανικό ατομικισμό, κατέστησαν την οπλοφορία φυσικό δικαίωμα, άρα και συνταγματικό. Oι πολιτοφυλακές (π.χ. οι Minutemen) και οι vigilante ήταν μέρος της οικοδόμησης του αμερικανικού έθνους· ο δε Εμφύλιος πόλεμος απέδειξε στους ήδη πεπεισμένους ότι μπορούσε να συμβεί οτιδήποτε οποιαδήποτε στιγμή ―έτσι, το δικαίωμα της οπλοφορίας που κατοχυρώνεται από τη δεύτερη τροπολογία του Συντάγματος σημαίνει δικαίωμα σχηματισμού ένοπλων πολιτοφυλακών οι οποίες σε περίπτωση πολιτικού ατυχήματος θα μπορούσαν να ανατρέψουν την τυραννία. Το ότι οι υπάρχουσες ένοπλες πολιτοφυλακές είναι οργανώσεις της άκρας δεξιάς αποδεικνύει τον εκφυλισμό του εν λόγω δικαιώματος [8]. Στον 19ο αιώνα όμως, το αμερικανικό επιχείρημα ήταν ότι οι ευρωπαϊκές δεσποτικές εξουσίες δεν μπορούσαν να εμπιστευτούν όπλα στους υπηκόους τους, ενώ αντιθέτως στις δημοκρατικές ΗΠΑ τα όπλα προστάτευαν τους πολίτες από τις ενδεχόμενες καταχρήσεις της εξουσίας και τις στρεβλώσεις του πολιτεύματος. Με λίγα λόγια, όσοι στηρίζουν ενεργά το κίνημα υπέρ της οπλοφορίας τη δικαιολογούν ως μέσον προστασίας του εαυτού τους και της οικογένειάς τους από τους «κακούς»· από τους εγκληματίες και τους επίδοξους δικτάτορες.

Εδώ παίζει ρόλο ένα άλλο χαρακτηριστικό της αμερικανικής ψυχής που σχετίζεται με την ατομική και οικογενειακή ασφάλεια: η γεωγραφική και ιδεολογική απόσταση από την κεντρική κυβέρνηση που προκύπτει από τον ιδιότυπο αμερικανικό ατομικισμό τον οποίον ταυτοχρόνως ενισχύει. Καθώς ένα από τα δίπολα θα μπορούσε να είναι «το άτομο έναντι της συλλογικότητας», η ατομική πρωτοβουλία και ευθύνη έναντι της «κοινωνίας», η όσο το δυνατόν μικρότερη κυβέρνηση σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από το άτομο αποτελεί ένα αμερικανικό ιδεώδες και μια αμερικανική αυταπάτη: ακόμα και στις πιο ελευθεριακές πολιτείες, και ίσως ιδιαίτερα σε αυτές, ο νομοθέτης έχει προβλέψει στενά όρια ατομικής ελευθερίας, επιτήρηση των ηθών και συμμόρφωση. Το Τέξας, αν και είναι από τις πιο ελευθεριακές πολιτείες στο οικονομικό πεδίο, έχει περισσότερους νόμους και περισσότερες περιοριστικές διατάξεις από κάθε άλλη αμερικανική πολιτεία και από τις περισσότερες χώρες στον κόσμο.

Η ομαδική σκέψη και ο κομφορμισμός συνθέτουν μια ακόμα αμερικανική αντινομία εφόσον πρωτεύοντα συστατικά του αμερικανικού εαυτού είναι ο ατομισμός και η ανεκτικότητα. Ωστόσο, η επιθυμία ή η ανάγκη για συμμόρφωση οδηγεί συχνά σε παράλογες ή δυσλειτουργικές αποφάσεις και στάσεις ζωής. Αν και ο κομφορμισμός πήρε ποικίλες μορφές και εκδηλώθηκε σε διαφορετικό βαθμό στην πορεία της αμερικανικής ιστορίας, η τάση για συμμόρφωση στις ΗΠΑ καταλήγει στη δημιουργία ενιαίας σκέψης, ενός φαινομένου που υπερβαίνει την έννοια της groupthink. Η ενιαία σκέψη δεν αφορά φυσικά ολόκληρο τον πληθυσμό όπως συμβαίνει σε ολοκληρωτικά καθεστώτα όπως ση  Κίνα ή η Βόρεια Κορέα, αλλά τις ήδη διαιρεμένες κοινωνικές και πολιτιστικές του παρατάξεις στο εσωτερικό των οποίων τα άτομα αποφεύγουν να εγείρουν αμφιλεγόμενα ζητήματα και να προτείνουν εναλλακτικές λύσεις. To αποτέλεσμα είναι η απώλεια της ανεξάρτητης σκέψης. Η δυσλειτουργική δυναμική της «ingroup» παράγει μια ψευδαίσθηση άτρωτου ―την υπερβολική βεβαιότητα ότι έχει ληφθεί η σωστή απόφαση― με συνέπεια αυτή η «εσωτερική ομάδα» να υπερεκτιμά τις ικανότητές της στη λήψη αποφάσεων και να υποτιμά εκείνες των αντιπάλων της, της «εξωομάδας». Τα σημερινά φαινόμενα της πολιτικής ορθότητας, της woke και cancel culture βασίζονται σ’ αυτό το χαρακτηριστικό, στοιχεία του οποίου μπορούμε να ανασύρουμε από ολόκληρη την αμερικανική ιστορία: κάθε φορά που αναδυόταν διαφωνία ακολουθούσε ηθικός πανικός με συχνά, πολύ συχνά, λήψη παράλογων αποφάσεων (π.χ. Ποτοαπαγόρευση, αντικομμουνιστική εκστρατεία με αντισυνταγματικές πρακτικές 1947-1956).

Στην εξωτερική πολιτική πολλές από τις αμερικανικές αποτυχίες μπορούν να αποδοθούν σ’ αυτή την πλάνη του άτρωτου που δημιουργεί υπερβολική αισιοδοξία και ενθαρρύνει την ανάληψη κινδύνων μαζί με την ακλόνητη πίστη στην ηθική της ομάδας. Ένα χαρακτηριστικό της αμερικανικής «ψυχής» είναι η τάση για λήψη αποφάσεων χωρίς επίγνωση των συνεπειών ―κάτι που συνδέεται με την τάση για groupthink: μια αντίφαση στον αμερικανικό ατομικισμό― μαζί με το ισχυρό αίσθημα του ανήκειν στην «ομάδα»: έτσι, όποιος διαφωνεί με την αμερικανική εξωτερική πολιτική ή ασκεί οποιαδήποτε κριτική στις ΗΠΑ χαρακτηρίζεται μεροληπτικός, μοχθηρός και φθονερός ―un-American αν είναι Αμερικανός. Η κατηγορία un-American έχει ιδιαίτερη σημασία για τις ΗΠΑ εφόσον οι περισσότεροι Αμερικανοί, και σίγουρα όλοι οι μη WASPs. αναγνωρίζουν και μια δεύτερη πατρίδα. Το ερώτημα που μπαίνει είναι: Με ποιανού το μέρος είσαι;

Το δίπολο της πολυπολιτισμικότητας με ταυτόχρονη πίεση για ομοιομορφία φαίνεται επίσης ως ιδιαίτερο αμερικανικό χαρακτηριστικό: η ομοιομορφία λογίζεται ως μια επιθυμητή κατάσταση συμφωνίας μολονότι προϋποθέτει την αυτολογοκρισία των ιδεών που αποκλίνουν από τις συλλογικές. Αλλά, παρά τις αυταπάτες ομοφωνίας, παρά τη θεώρηση της σιωπής ως συμφωνία και την παραδοσιακή ύπαρξη αυτόκλητων προστατών του πληθυσμού από αποκλίνουσες πληροφορίες ―τα ΜΜΕ είναι ένα είδος mindguards― από την αμερικανική κοινωνία λείπει η συνοχή. Ένας αυτόματος τρόπος επίτευξης της συνοχής είναι η μόνωσή της η οποία απορρέει από τον αμερικανικό επαρχιωτισμό και οδηγεί σ’ αυτόν: όσο λιγότερες είναι οι πληροφορίες τόσο ευκολότερη γίνεται η συναίνεση μέσω της ομαδικής σκέψης. 

Η αποτυχημένη αμερικανική εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων τον Απρίλιο του 1961 έχει χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα απόφασης μέσω ομαδικής σκέψης. Το σχέδιο της εισβολής χρονολογούνταν από την κυβέρνηση του Αϊζενχάουερ, αλλά η κυβέρνηση του JFK το αποδέχτηκε χωρίς αμφισβήτηση μετά από πίεση της CIA. Όταν ο Arthur M. Schlesinger Jr και ο γερουσιαστής J. William Fulbright προσπάθησαν να εγείρουν αντιρρήσεις στο σχέδιο, η ομάδα του Κένεντι τις αγνόησε και προσκολλήθηκε στις φήμες για τον Φιντέλ Κάστρο και τους Κουβανούς ―ότι οι αεροπορικές τους δυνάμεις ήταν αναποτελεσματικές κι ότι δήθεν ετοιμάζονταν εσωτερικές εξεγέρσεις. Η πραγματικότητα διέψευσε τις αμερικανικές εκτιμήσεις και έστειλε τον Κάστρο στην αγκαλιά της Σοβιετικής Ένωσης η οποία την επόμενη χρονιά εγκατέστησε βαλλιστικούς πυραύλους στο κουβανικό έδαφος, σε απόσταση 166 χιλιομέτρων από το Μαϊάμι. Τα μαθήματα της ιστορίας δεν αποδίδουν: η ομαδική σκέψη στις ΗΠΑ μοιάζει ξανά και ξανά με μια συλλογική προσπάθεια που έχει στόχο την αποτροπή των δυνάμει αρνητικών απόψεων και προβλέψεων της ομάδας. Έτσι, μέσα από αυτό το πρίσμα αγνοήθηκαν οι υπερβολικά δυσάρεστες προειδοποιήσεις για τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 9/11. Αν επιχειρήσουμε μια σύγκριση της βρετανικής ρητορικής με την αμερικανική στη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου, θα συμπεράνουμε ότι τα πολύ ωραία διατυπωμένα λόγια του Τσόρτσιλ ακούγονταν υπερβολικά ποιητικά και σκοτεινά στα αμερικανικά αυτιά: η εμψύχωση των Αμερικανών χρειαζόταν απλούστερες και πιο αισιόδοξες διατυπώσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Αμερικανοί του 1941 είναι οι Αμερικανοί τού 2022: οι αλλαγές στη δημογραφική σύνθεση, στις ιδεολογίες και στις νοοτροπίες δυσχεραίνουν ακόμα περισσότερο τις γενικεύσεις. Πράγματι, οι παλιές συναινέσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ, που δημιουργούσαν μια λίγο-πολύ ενιαία ταυτότητα και «ψυχή» ―τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε από τη μία πλευρά τις πολιτείες του βορρά κι από την άλλη τις πολιτείες του νότου― δεν ισχύουν πια. Ιδιαίτερα στο περιβάλλον της πολυπολιτισμικότητας, στο οποίο έχει καταργηθεί de facto η πολιτική του χωνευτηριού, η αμερικανική κοινωνία κατακερματίζεται σε κοινότητες με όλο και λιγότερα παναμερικανικά χαρακτηριστικά: τόσο η ταυτότητα όσο και η ψυχή αποκτούν μικρότερη εμβέλεια και χάνουν τον ενοποιητικό τους ρόλο· κατά κάποιον τρόπο αραιώνουν. Φαίνεται σαν να επιστρέφουμε στον 17ο και στον 18ο αιώνα όταν στις ακτές του Ατλαντικού έφταναν άνθρωποι με διαφορετικό υπόβαθρο και διαφορετικές επιδιώξεις ―τότε που δεν υπήρχε ακόμα η συγκολλητική ουσία της οργανωμένης κοινωνίας: η σημερινή πολυπολιτισμικότητα και η δημογραφική αλλοίωση που έχουν καταστήσει οριακή τη λευκή πλειοψηφία υπονομεύοντας την κυρίαρχη αφήγηση, ακυρώνει την «κοινή» αμερικανική ταυτότητα όπως είχε διαμορφωθεί και όπως εξελισσόταν μέχρι τη δεκαετία του 1980.

Συμπερασματικά, η εμπειρία των πρώτων αποίκων και στη συνέχεια της Κατάκτησης της Δύσης ―μια σειρά από σκληρές δοκιμασίες, δεινοπαθήματα και θριάμβους― ευνόησαν μερικά χαρακτηριστικά που τα θεωρούμε αμερικανικά: το φιλοπόλεμο πνεύμα, την αντίσταση στους ξένους πολιτισμούς, τον μεσσιανισμό, τη σχηματική και εικονοποιητική θρησκευτικότητα ―Θεός, διάβολος, άγγελοι― και την εικονοποιητική εξωτερική πολιτική: Θεία χάρη, Πρόνοια, ιερές αποστολές, νέα σύνορα. Όλα αυτά, και μερικά ακόμη, δημιούργησαν την ιδέα του αμερικανικού εξαιρετισμού που θα δούμε στη συνέχεια.

Παραλλήλως, η τάση προς το τετριμμένα εγκόσμια πράγματα και ταυτοχρόνως προς την εκκεντρικότητα διαφοροποιεί τις ΗΠΑ από ό,τι θεωρείται φυσιολογικό και αποδεκτό στην Ευρώπη. Αν και από την ευρωπαϊκή ιστορία δεν λείπουν οι εκκεντρικότητες, ένας Ευρωπαίος ηγέτης δύσκολα θα εμφανιζόταν αγκαλιά με κατοικίδιο ρακούν, όπως έκανε ο πρόεδρος Calvin Coolidge, ή θα έλεγε δημοσίως «σιχαίνομαι τα μπρόκολα» όπως ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος, με αποτέλεσμα καλλιεργητές μπρόκολου από την Καλιφόρνια να του στείλουν στον Λευκό Οίκο 10 τόνους σε ένδειξη διαμαρτυρίας.

Αμερικανική σημαία

O αμερικανικός εαυτός στον 21ο αιώνα

Σήμερα, ο κατακερματισμένος αμερικανικός εαυτός ―αποτέλεσμα έλλειψης κοινωνικής συνοχής και διαδοχικών αποτυχιών στην εξωτερική πολιτική― έχει καταστήσει αναχρονιστικά πολλά από τα αμερικανικά σύμβολα τα οποία εξέφραζαν μια κοινή «αμερικανικότητα». Για παράδειγμα, ο θείος Σαμ, η εθνική προσωποποίηση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών που, σύμφωνα με τον μύθο, χρησιμοποιήθηκε στον πόλεμο του 1812, συμβολίζει ήδη από τη δεκαετία του 1960 τον αμερικανικό μιλιταρισμό ― ένα κάθε άλλο παρά ελκυστικό και ενοποιητικό χαρακτηριστικό. Στην πραγματικότητα, από το 1973, όταν καταργήθηκε η υποχρεωτική στράτευση, ο θείος Σαμ δεν συμβολίζει τίποτα, εκτός από το φιάσκο του  αμερικανικού ιμπεριαλσμού. Ούτε η Columbia συμβολίζει τίποτα: η παλαιότερη γνωστή προσωποποίηση των Ηνωμένων Πολιτειών που δημιουργήθηκε το 1738 (δηλαδή πριν από την Ανεξαρτησία) και που μερικές φορές συνδέθηκε με τη Lady Liberty, εμφανίζεται κάθε χρόνο στις 4 Ιουλίου· αν ρωτήσουμε έναν Αμερικανό τι συμβολίζει η εν λόγω κυρία δεν θα ξέρει την απάντηση ―εκτός αν θυμάται ότι έγινε η μασκότ της Columbia Pictures στη δεκαετία του 1920. Στην εποχή της Αμερικανικής Επανάστασης, εμφανίστηκε και ο αδελφός Τζόναθαν, ως σύμβολο της Νέας Αγγλίας που εξελίχθηκε σε σύμβολο του αμερικανικού καπιταλισμού: στην πραγματικότητα, μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο συναντάμε αυτά τα σύμβολα περισσότερο σε πολιτικές γελοιογραφίες παρά σε εκδηλώσεις γνήσιου αμερικανικού πατριωτισμού. Η εμφάνιση και η λειτουργία τους αλλοιώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου· οι αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου που έκρινε συνταγματικό δικαίωμα τη «σύληση ή καύση της αστερόεσσας» [9] κατέδειξαν την παρακμή των ενοποιητικών συμβόλων. Αυτή η παρακμή συνέπεσε με ριζικές αλλαγές στον αμερικανικό τρόπο ζωής οι οποίες επέφεραν, αναπόφευκτα, αλλαγές στην πρόσληψη του «εαυτού».

Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιχείρησαν να δημιουργήσουν μια υπερ-ταυτότητα από όλες τις ταυτότητες που εισήγαγαν οι μετανάστες: να δώσουν απάντηση στα ερωτήματα αν υπάρχει «κυρίαρχη» πολυπολιτισμική (ή πλουραλιστική) λαϊκή κουλτούρα κι αν αυτή η κουλτούρα συμβαδίζει με «συνταγματικό πατριωτισμό», αν δηλαδή οι Αμερικανοί τοποθετούνται πρόθυμα κάτω από τη σκέπη του αμερικανικού Συντάγματος. Στο βιβλίο του Who Are We? The Challenges to America's National Identity (2004) ο Samuel P. Huntington στοχάστηκε πάνω στο αίσθημα του εαυτού: μπορεί να υπάρξει «αμερικανικός εαυτός» σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία; Θεωρητικά, τα άτομα και οι ομάδες έχουν επιμέρους ταυτότητες, αλλά η εθνική ταυτότητα απαιτεί αναγνώριση μιας κοινής μοίρας. Μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, ή ίσως από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, η υπόθεση των Δύο Αμερικών ―την οποία θα εξετάσουμε σε επόμενο άρθρο― πήρε διάσταση πολλαπλού κατακερματισμού. Όμως, για να χαραχτεί και να εφαρμοστεί η εξωτερική πολιτική χρειάζεται κοινωνική συνοχή και κάποιος βαθμός συναίνεσης. Η συνοχή και η συναίνεση προϋποθέτουν εθνική ταυτότητα, βασισμένη σε κοινωνικό συμβόλαιο, πατριωτική αλλά ανοιχτή σε όλους όσοι επιθυμούν να ενταχθούν σε αυτή. Ο ανεπιθύμητος τύπος εθνικής ταυτότητας ―ο «εθνικιστικός», ο βασισμένος σε εθνοτικά χαρακτηριστικά ή ιδεολογικές αρχές, ο οποίος περιορίζεται σε όσους μοιράζονται αυτά τα χαρακτηριστικά ή τις πεποιθήσεις― δεν οδηγεί σε συναίνεση· αντιθέτως, κατατεμαχίζει περαιτέρω το κοινωνικό σώμα· κάτι που συμβαίνει με όλο και μεγαλύτερη ένταση.

Η προέλευση της εθνικής ταυτότητας στις ΗΠΑ είναι αφηρημένη και ιδεολογική, αφού σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τη Γερμανία, δεν είχαν εξαρχής γλωσσική και πολιτιστική ενότητα. Παρότι η Γερμανία ενοποιήθηκε ως πολιτική οντότητα μόλις το 1871, ο «τευτονικός κόσμος» ήταν ένας «κόσμος». Από την άλλη πλευρά, η Αμερικανική Επανάσταση δημιούργησε μια καινούργια πολιτική οντότητα με ανάγκη για εθνική συνείδηση, η οποία όμως δεν μπορούσε να προέρχεται από τις διαφορετικές γλώσσες, θρησκείες και εθνικότητες των εποίκων στις δεκατρείς αποικίες ούτε να ορίζεται σε αντίθεση με τη Βρετανία η οποία ήταν πολιτικός αντίπαλος και ταυτοχρόμως πολιτιστικός πρόγονος. Έτσι, ο Philip Gleason δηλώνει, σωστά, ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες αυτοπροσδιορίστηκαν ως έθνος με τη δέσμευσή τους στις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της διακυβέρνησης με βάση τη συναίνεση, και η εθνικότητα του λαού τους προήλθε από την ταύτισή τους με αυτές τις αρχές.» [10] Αλλά κατά τον 18ο αιώνα αυτό ήταν εύκολο: γύρω στο 1790, οκτώ στους δέκα λευκούς Αμερικανούς ήταν βρετανικής καταγωγής, επομένως υπήρχε προθυμία για να οριστεί η εθνικότητα με όρους προέλευσης ― κι αυτός ο ορισμός οδήγησε φυσικά στον παραμερισμό των μαύρων και των Ινδιάνων για λόγους φυλής. Τότε, θεωρητικά, η βασική προϋπόθεση για να γίνει Αμερικανός ένας μετανάστης δεν ήταν το εθνικό, γλωσσικό ή θρησκευτικό του υπόβαθρο· ήταν η δέσμευσή του στις ιδέες της ισότητας και του ρεπουμπλικανισμού, η προθυμία του να αποδεχτεί την αγγλική παράδοση της ελευθερίας και την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Αυτή η δέσμευση έκανε τον G.K. Chesterton να παρατηρήσει «Η Αμερική είναι το μοναδικό έθνος στον κόσμο που βασίζεται σε ένα δόγμα», το οποίο από το 1917 έγινε γνωστό ως «America’s Creed» ― κι αφού ο William Tyler Page το διατύπωσε ως «την περίληψη των θεμελιωδών αρχών της αμερικανικής πολιτικής πίστης όπως καταγράφονται στα σπουδαιότερα έγγραφά της, στις πιο αξιόλογες παραδόσεις της και στους μεγαλύτερους ηγέτες της», εγκρίθηκε την επόμενη χρονιά από το Κογκρέσο ως το κείμενο του όρκου πίστης προς την αμερικανική σημαία [11].

Μια τέτοια έννοια ταυτότητας με ιδεολογικά κίνητρα έκανε την πολιτογράφηση εκπληκτικά εύκολη κατά την περίοδο της μαζικής μετανάστευσης: από τον πρώτο ομοσπονδιακό νόμο του 1790 μέχρι τον νόμο περί πολιτογράφησης του 1906, οι ελεύθεροι λευκοί μετανάστες, ανεξάρτητα από την εθνικότητα ή τη γλώσσα τους, μπορούσαν να γίνουν Αμερικανοί πολίτες απλώς με το να ορκιστούν ότι είχαν ζήσει στις ΗΠΑ επί πέντε χρόνια, ότι παραιτούνται από όλους τους κληρονομικούς τίτλους κι από την πολιτική αφοσίωση σε οποιοδήποτε άλλο κράτος και ότι θα υπακούουν στο σύνταγμα των ΗΠΑ. Στην πράξη, η πολυμορφία κατέληξε να γίνει «υπερβολική». Αν και οι πρώτοι άποικοι και οι Ιδρυτές Πατέρες ήταν προτεστάντες, άρα βρίσκονταν σε έντονη αντίθεση με τον Καθολικισμό, το άνοιγμα σε καινούργιους μετανάστες, ακόμα και πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο, οδήγησε σε μεγάλη αύξηση του πληθυσμού των ρωμαιοκαθολικών: η «ανεξιθρησκία» αποδείχτηκε ότι αφορούσε μόνο τις προτεσταντικές εκκλησίες ―και καθώς το 1860 ο αριθμός των Καθολικών είχε αυξηθεί από 35.000 το 1790 σε 3,1 εκατομμύρια, η θρησκεία άρχισε να παίζει σημαντικό ρόλο στον ορισμό της εθνικής ταυτότητας. Η θρησκευτική ανοχή ήταν καλή στα χαρτιά, αλλά δεν ήταν εύκολο να εκριζωθεί ο αντικαθολικισμός ο οποίος οδήγησε στο βραχύβιο (1844-1860) κίνημα των Know Nothings και σε σκληρούς αγώνες για την εκπαιδευτική πολιτική. Οι Know Nothings οφείλουν το όνομά τους στην αρχική συνωμοτικότητα της οργάνωσής τους («Δεν ξέρω τίποτα!») ―και παρότι δεν πήγαν μακριά με τη συγκεκριμένη μορφή, επηρέασαν τη διαδικασία της «αμερικανοποίησης» η οποία σήμαινε, μεταξύ άλλων, την απόρριψη του παπισμού. Αργότερα, στη διάρκεια της Χρυσής Εποχής, επικράτησε η ιδέα του «χωνευτηριού» που είχε εισάγει ο Crèvecœur στο Letters from an American Farmer (1782) που σήμαινε αφομοίωση, όχι απλή ενσωμάτωση [12]. 

Το «Τρίτο Γράμμα» του Crèvecœur, που περιέχει ένα από τα πιο συχνά αναφερόμενα αποσπάσματα στην αμερικανική βιβλιογραφία, θεωρείται η πρώτη προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος της αμερικανικής ταυτότητας. Όταν οι θεοσεβούμενοι πουριτανοί της Νέας Αγγλίας, οι ειρηνικοί Κουάκεροι της Πενσυλβάνια, οι αριστοκράτες Βρετανοί ιδιοκτήτες φυτειών της Βιρτζίνια, οι Καθολικοί άποικοι του Μέριλαντ, οι Μενονίτες του Κρέφελντ στο Germantown και πολλοί άλλοι που είχαν έρθει στις δεκατρείς βρετανικές αποικίες, κοίταξαν γύρω τους, αναρωτήθηκαν τι ήταν εκείνο που, παρά τις διαφορετικές γλώσσες, το εθνικό υπόβαθρο και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τους έκανε πολίτες των νεοϊδρυθεισών Ηνωμένων Πολιτειών και εκπροσώπους αυτού του καινούργιου είδους, του «Αμερικανού». Ο Crèvecœur υποστήριζε ότι οι μετανάστες στην Αμερική ήθελαν να ξεχάσουν την καταπίεση, τις θρησκευτικές διώξεις και τη φτώχεια από την οποία είχαν δραπετεύσει κι ότι η επαφή με την παλιά τους πατρίδα περιοριζόταν στη γνώση της γλώσσας και στην αγάπη για μερικούς συγγενείς. Πίστευε ότι ξεχνούσαν γρήγορα τις ρίζες τους: ubi panis ibi patria.

Στο μεταξύ, μερικοί πληθυσμοί, όπως οι Κινέζοι, θεωρήθηκαν μη αφομοιώσιμοι, άρα ακατάλληλοι για πολιτογράφηση: στις αρχές του 20ού αιώνα, ο εξαμερικανισμός σήμαινε συμμόρφωση με την πολιτιστική πλειοψηφία ως προς τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα ήθη και τις αξίες ―η «αφομοίωση» θεωρούνταν προϋπόθεση για να γίνεις Αμερικανός πολίτης. Ο εξαμερικανισμός ή η αμερικανοποίηση, αν και κρίνεται σήμερα «ρατσιστική» πρακτική, εξασφάλιζε, στο μέτρο που ήταν μη βίαιη και συναινετική, την κοινωνική συνοχή και τη μοναδική αμερικανική ταυτότητα [13]. Πολλά έμελλε να συμβούν: μετά την είσοδο των ΗΠΑ στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η αντιγερμανική εκστρατεία ανάγκασε πολλούς Γερμανούς μετανάστες να επιδείξουν υπερβάλλοντα ζήλο αφομοίωσης και να ξεχάσουν τις γερμανικές τους συνήθειες. Κι όπως ήταν αναμενόμενο, στη δεκαετία του 1920 επιβλήθηκαν ποσοστώσεις μαζί με τεστ εναλφαβητισμού προκειμένου να συγκρατηθούν τα μεταναστευτικά κύματα. H Επιτροπή Dillingham (1907-1911) έκανε διάκριση μεταξύ ευπρόσδεκτων και ανεπιθύμητων μεταναστών, ενώ, από την άλλη πλευρά, κέρδιζε έδαφος η έννοια του πολιτισμικού πλουραλισμού που πρότεινε το 1915 ο Horace Meyer Kallen στο δοκίμιό του «Democracy versus the Melting Pot: A Study of American Nationality». Οι υποστηρικτές του Kallen απέρριπταν τον εξαμερικανισμό και τον αγγλοσαξονικό ρατσισμό ως εκφράσεις στενού εθνοκεντρισμού, μετέτρεψαν το ακρωνύμιο WASP από εγκωμιαστική ετικέτα σε εθνοτική δυσφήμιση και αντιλαμβάνονταν τις ΗΠΑ όχι ως έθνος με κοινή ταυτότητα, αλλά ως πολιτική ενότητα μιας ποικιλίας από κουλτούρες. Στην πραγματικότητα, ο Kallen, ως φιλελεύθερος Βρετανο-εβραίος, διεκδικούσε την εβραϊκή ταυτότητα στο πλαίσιο της αμερικανικής ―για τους μαύρους πάντως, δεν έλεγε τίποτα συγκεκριμένο. Όσα ακολούθησαν είναι γνωστά: οι Αφροαμερικανοί συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση του αμερικανικού πολιτισμού και διεκδίκησαν την κατάργηση της κατάφωρης ασυμφωνίας μεταξύ των υψηλών αμερικανικών ιδεωδών όπως διατυπώνονται στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και της εσφαλμένης αμερικανικής πραγματικότητας. Αλλά την πολυπόθητη κοινωνική συνοχή υπονόμευσαν διαδοχικά γεγονότα ―όπως ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ― μαζί με ένα κύμα εσωτερικών εθνικισμών και ιδιαίτερων ομαδικών συμφερόντων ―Black Power, Black Pride, κινήματα των Chicanos και των ιθαγενών Αμερικανών― το οποίο κατέληξε σε παράλληλες διαδικασίες εθνοτικής αυτοεπιβεβαίωσης. Την ίδια εποχή παρατηρήθηκε κάτι απροσδόκητο: οι δεύτερες και τρίτες γενιές μεταναστών, ακόμα και Ευρωπαίων, συνδέονταν στενότερα με τις παλιές πατρίδες από ό,τι οι γονείς τους. Το 1972, ο Michael Novak, στο «The Rise of the Unmeltable Ethnics» απέρριπτε την αμερικανοποίηση ως ευφημισμό για τη WASPποίηση μιλώντας εκ μέρους των PIGS, δηλαδή των Πολωνών, των Ιταλών, των Ελλήνων και των Σλάβων: ωστόσο, στο μέλλον θα αναδύονταν κι άλλοι unmeltable ethnics· οι πολιτιστικές διαμάχες της δεκαετίας του 1980 και η πολυπολιτισμικότητα της δεκαετίας του 1990 αντικατέστησαν το pluribus unum με το pluribus plures, ενώ το κίνημα της πολιτικής ορθότητας υπονόμευσε την ιδέα της αμερικανικής ψυχής και ταυτότητας: οι ΗΠΑ παρουσιάζονται σήμερα σε κρίση «εθνικότητας», χωρίς ενιαίο εθνικό μυθιστόρημα, χωρίς την ενωτική δύναμη μιας κοινής πίστης.

Η αγγλοπροτεσταντική κουλτούρα των πρώτων εποίκων παρείχε το ενοποιητικό στοιχείο για όλες τις μεταγενέστερες ομάδες μεταναστών, οι οποίοι υιοθέτησαν τα βασικά στοιχεία αυτής της κουλτούρας, δηλαδή την αγγλική γλώσσα, τον χριστιανισμό ως ηθική δέσμευση στις αξίες του κράτους δικαίου, της ευθύνης των κυβερνώντων και των δικαιωμάτων των ατόμων, καθώς και τις προτεσταντικές αξίες του ατομικισμού και του εργασιακού ήθους. Με λίγα λόγια, οι νεοφερμένοι καλούνταν να συμφωνήσουν ότι είχαν την ικανότητα και το καθήκον να δημιουργήσουν έναν παράδεισο στη γη, την πόλη στον λόφο. Το γεγονός ότι κατά τον 19ο αιώνα οι μεταφορές ήταν δύσκολες και πολυδάπανες συνέβαλε, όπως προανέφερα, στην αποκοπή τους από τις ευρωπαϊκές παλιές πατρίδες και διευκόλυνε τη διαδικασία του εξαμερικανισμού τους: αν υποθέσουμε σήμερα ότι αυτή η κληρονομιά έχει χαθεί, θα συμπεράνουμε ότι η παραδοσιακή αμερικανική ταυτότητα απειλείται από πλήθος διασπαστικών δυνάμεων.

Όχι ότι η πολιτική του χωνευτηριού δεν εμφάνισε ακρότητες: ο Χένρι Φορντ είχε τη μανία να «εξαμερικανίσει» τους εργάτες των εργοστασίων του· όποιος δεν ακολουθούσε κατά γράμμα τις αμερικανικές συνήθειες δεν άξιζε το μεροκάματο των πέντε δολαρίων που πρόσφερε η Ford το 1914. Ο Φορντ πίστευε ότι η ταυτότητα έπρεπε να είναι «αμερικανική» και όχι hyphened: η παύλα στον Πολωνο-αμερικανό ή στον Ελληνο-αμερικανό θεωρούνταν μειονέκτημα. Οι ακρότητες πάντως δεν ήταν το κεντρικό πρόβλημα της πολιτικής του χωνευτηριού: το πρόβλημα ήταν ότι, στην πραγματικότητα, δεν διήρκεσε και δεν ολοκληρώθηκε [14].

Αν και οι Ιδρυτές Πατέρες δεν καθιέρωσαν τα αγγλικά ως επίσημη γλώσσα στο Σύνταγμα, εκτός από μερικές εθνοθρησκετικές ομάδες όπως οι Άμις, οι Ολλανδοί της Πενσυλβάνια ή οι Εβραίοι Λούμπαβιτς που παρέμειναν προσκολλημένοι στη μητρική τους γλώσσα, όλοι οι νεοφερμένοι προσπαθούσαν να μάθουν αγγλικά όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ο πρόεδρος Θίοντορ Ρούσβελτ έλεγε ότι αν ένας μετανάστης δεν έχει μάθει αγγλικά μέσα σε μια πενταετία, έπρεπε να τον ξαποστείλουν στη χώρα του. Το ότι οι ισπανόφωνοι μετανάστες από την Κεντρική και τη Νότια Αμερική επέμειναν στα δίγλωσσα σχολεία, περιέπλεξε τα πράγματα: η δίγλωσση εκπαίδευση που άνθισε στο πολυπολιτισμικό κλίμα της δεκαετίας του 1980 και του 1990 διέβρωσε ακόμα περισσότερο την κοινωνική συνοχή, απομόνωσε και γκετοποίησε τους μη αγγλόφωνους και όξυνε τον εθνικισμό της αμερικανικής δεξιάς και των ίδιων των μειονοτήτων [15]. Ήταν αναμενόμενο: οι Ηνωμένες Πολιτείες, χάνοντας την αφομοιωτική τους δυνατότητα, έχασαν την ταυτότητα και την «ψυχή» την οποία προσπαθούσαν να χτίσουν επί δύο αιώνες. Στα τέλη του 20ού αιώνα και στην αρχή του 21ου, φορείς της αμερικανικής ταυτότητας θεωρούνται οι δεξιοί εθνικιστές ―από αυτόν τον κοινωνικό κατακερματισμό και την οικειοποίηση των αμερικανικών αξιών από τη θρησκευτική δεξιά προκύπτει η ιδέα της παρακμής.

Αμερικανική σημαία

Τα αρνητικά στερεότυπα για τους Αμερικανούς

Οι προκαταλήψεις εναντίον των Αμερικανών αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τους λευκούς. Ωστόσο, τα στερεότυπα γύρω από τον αμερικανικό χαρακτήρα, καθώς οι προσλήψεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής εκ μέρους των μη Αμερικανών είναι συγκοινωνούντα δοχεία τα οποία καταδεικνύουν την εξομοίωση όλων των Αμερικανών στα μάτια των μη Αμερικανών. Στην πραγματικότητα, όπως προσπάθησα να εξηγήσω, σήμερα ο «Αμερικανός» δεν υπάρχει· υπάρχουν μόνο τα στερεότυπα του Αμερικανού, ένα σύνολο αντιφατικών ιδιοτήτων: αλαζονεία, αφέλεια σε βαθμό κουταμάρας, αμορφωσιά, απληστία και ταυτοχρόνως γενναιοδωρία, πολεμοχαρές πνεύμα μαζί με φιλικότητα, ενσυναίσθηση, επινοητικότητα, αισιοδοξία.

Μπορούμε να δούμε όλες αυτές τις ιδιότητες στην εξωτερική πολιτική: οι Ηνωμένες Πολιτείες στέλνουν στρατιωτική, αναπτυξιακή και ανθρωπιστική βοήθεια και προμήθειες σε πολλές χώρες μέσω θεσμών όπως η United States Agency for International Development (USAID) και προγράμματα όπως ήταν στο παρελθόν το Σχέδιο Μάρσαλ και η Πράξη Αμοιβαίας Ασφάλειας. Το 2020 αυτή η βοήθεια ανερχόταν σε 51 δισεκατομμύρια δολάρια, περίπου το 1% του εθνικού προϋπολογισμού. Το αν η βοήθεια διοχετεύεται όπως πρέπει, το αν αρκεί και το αν έχει συμφεροντολογικά κίνητρα είναι άλλη ιστορία.         

Η αισιοδοξία και η θετική σκέψη που αποδίδεται στους Αμερικανούς σχετίζεται με την ιδέα του ατομικισμού, με την πεποίθηση ότι το αμερικανικό όνειρο είναι εφικτό για όλους και με την αυταπάτη της παντοδυναμίας (που προκαλεί αλαζονεία) ―του εθνικισμού gung ho. Η αισιοδοξία βασίζεται στην εργατικότητα, σε ένα εργασιακό ήθος που διαφέρει από εκείνο του υπόλοιπου δυτικού κόσμου και που αποτελεί μέρος ενός θετικού και μαζί αρνητικού στερεοτύπου: όπως οι Αμερικανοί απορούν, για παράδειγμα, μπροστά στις πέντε εβδομάδες πληρωμένων διακοπών των Γάλλων ―και στο πλήθος των αργιών― έτσι οι Γάλλοι απορούν μπροστά στην υποβάθμιση της σπουδαιότητας των διακοπών στις ΗΠΑ. Η αμερικανική επικέντρωση στην εργασία, στη σταδιοδρομία και στο χρήμα καθρεφτίζει στα μάτια των μη Αμερικανών μια κοινωνία που κρίνει όλα τα πράγματα από την οικονομική τους αξία και που περιφρονεί όποιον βρίσκεται σε χαμηλή κοινωνικοοικονομική θέση: υποτίθεται πως όποιος δεν κερδίζει αρκετά, δεν προσπαθεί αρκετά. Η ιδέα του loser διαχέεται από τα άτομα στις χώρες και χαρακτηρίζει όλους όσοι δεν καταφέρνουν να σταθούν στα πόδια τους.

Η οπλοφορία και οπλοχρησία που δημιουργεί το στερεότυπο του φιλοπόλεμου Αμερικανού καθρεφτίζεται επίσης, και κυρίως, στην εξωτερική πολιτική και ενισχύεται από το πλήθος των εικόνων της αμερικανικής ζωής στα μέσα ενημέρωσης, στον κινηματογράφο, σε όλες τις μορφές τέχνης. Η ένοπλη βία στο εσωτερικό της χώρας, η οποία επιδεινώνεται από την ελεύθερη ή σχεδόν ελεύθερη οπλοφορία, συνοδεύεται από ένοπλη βία στο εξωτερικό: η εικόνα του Αμερικανού πιστολά, που έχει δημιουργηθεί από την ιστορία και μυθολογία των Συνόρων, ενισχύεται τόσο από τα δεδομένα της οπλοκατοχής στο εσωτερικό (120,5 όπλα ανά 100 πολίτες, ίσως και περισσότερα δεδομένης της παράνομης οπλοκατοχής), όσο κι από τη στρατιωτική παρουσία στο εξωτερικό: περίπου 750 στρατιωτικές εγκαταστάσεις σε 80 έθνη και εδάφη.

Και παρά τις «εγκαταστάσεις» στο εξωτερικό, οι Αμερικανοί θεωρούνται, και είναι, αδαείς έναντι άλλων χωρών και πολιτισμών: απεικονίζονται χωρίς πνευματική περιέργεια και με υπεροψία προς οποιονδήποτε δεν είναι Αμερικανός. Θα δούμε αυτό το χαρακτηριστικό σε επόμενο άρθρο όταν θα αναλύσουμε τον αμερικανικό επαρχιωτισμό. Πάντως, σύμφωνα με το στερεότυπο, οι Αμερικανοί, εφόσον πιστεύουν ότι είναι ο περιούσιος λαός με τον ανώτερο πολιτισμό, βρίσκουν φυσικό τον ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα, ιεραπόστολου, ειρηνοποιού και επιτηρητή: πιστεύουν ότι ολόκληρος ο κόσμος χρειάζεται τη βοήθειά τους ―ακόμα κι αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα προληπτικές στρατιωτικές επεμβάσεις― επειδή είναι κατά κάποιο τρόπο εξαιρετικοί. Αυτό το στερεότυπο γεννήθηκε από τις στρατιωτικές επεμβάσεις του Ψυχρού Πολέμου και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ και ο πόλεμος στο Ιράκ, στους οποίους ωστόσο πολλοί Αμερικανοί αντιτάχθηκαν. Εδώ προστίθεται το σύνδρομο του ήρωα που απορρέει από τον μεσσιανικό χαρακτήρα της εξωτερικής πολιτικής: οι ΗΠΑ δημιουργούν ή επιδεινώνουν κρίσεις τις οποίες σπεύδουν να επιλύσουν και να αναδειχτούν σε σωτήρες. Και πάλι, είναι αμφίβολο. το κατά πόσον το καταφέρνουν.

Αναμφισβήτητα, ο αμερικανοκεντρισμός που προκύπτει από την ιδέα του εξαιρετισμού αλλά και από τον επαρχιωτισμό, καθορίζει, εν πολλοίς, την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Αλλά επειδή τις αποφάσεις εκπονούν και τις εφαρμόζουν άνθρωποι, η εξωτερική πολιτική εξαρτάται επίσης από τις προσωπικότητες που φέρουν ή δεν φέρουν αυτά τα «τυπικά» αμερικανικά ψυχικά χαρακτηριστικά. Αν και στον τομέα της ανάλυσης εξωτερικής πολιτικής, η επίδραση της προσωπικότητας στη λήψη αποφάσεων παραμένει αμφιλεγόμενη, οι γνωστικές διαδικασίες των ηγετών, το ψυχικό τους υπόβαθρο, τα κίνητρα και οι πεποιθήσεις τους δεν μπορούν να αγνοηθούν. Οι περιορισμοί του διεθνούς συστήματος, οι εγχώριες πολιτικές δομές, τα φαινόμενα της ομαδικής σκέψης παίζουν, όπως είπα, σημαντικό ρόλο, το ύφος όμως της ηγεσίας ταυτίζεται συχνά με το περιεχόμενό της. Σε πολλές περιπτώσεις ισχύει το it’s the singer not the song ακόμα κι αν αναφερόμαστε σε δημοκρατικές κοινωνίες όπως οι ΗΠΑ: αν και η αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν άλλαξε από το 2001, ο Τζορτζ Γ. Μπους και ο Ντόναλντ Τραμπ, ο καθένας με τον τρόπο του, ήταν οι αντι-Ομπάμα. Και μολονότι η αμερικανική προεδρία δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου, η εξωτερική πολιτική ―ιδιαίτερα οι καταστάσεις κρίσης, οι καταστάσεις που είναι διφορούμενες ή επηρεάζονται από υπερβολικά λίγες ή υπερβολικά πολλές πληροφορίες― είναι επιρρεπής στην ιδιοσυγκρασία της ηγετικής προσωπικότητας. Αν και οι αμερικανικές ηγεσίες δεν έχουν την ευχέρεια επαναπροσανατολισμού της εξωτερικής πολιτικής (όπως έχουν, για παράδειγμα, οι ισραηλινές), η ιδιοσυγκρασία τους επηρεάζει τις σχέσεις των ΗΠΑ με τον υπόλοιπο κόσμο. Όσο πιο απομακρυσμένη είναι αυτή από τις ευρωπαϊκές αξίες και από τα ευρωπαϊκά πρότυπα, τόσο πιο προβληματική γίνεται η θέση των ΗΠΑ στον διεθνή χώρο.

H κρίση των ομήρων και το Καναδέζικο Κόλπο

H διάσωση έξι Αμερικανών διπλωματικών υπαλλήλων στη διάρκεια της κρίσης των ομήρων του 1979-80 στην Τεχεράνη είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της αμερικανικής ιδιομορφίας· του ριψοκίνδυνου επιχειρηματικού και περιπετειώδους πνεύματος. Στις 4 Νοεμβρίου του 1979, ενώ στο Ιράν είχε επικρατήσει η ισλαμική επανάσταση, φανατικοί ισλαμιστές φοιτητές εισέβαλαν στην αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη και συνέλαβαν ομήρους τους διπλωματικούς υπαλλήλους απαιτώντας από τις ΗΠΑ να παραδώσει τον Σάχη προκειμένου να δικαστεί για τα εγκλήματά του. Κατά την εισβολή στην πρεσβεία, έξι Αμερικανοί που εργάζονταν στο διπλανό κτίριο του προξενείου, διέφυγαν και με τη βοήθεια της Βρετανικής Αποστολής και του καναδικού διπλωματικού προσωπικού βρήκαν προστασία, μετά από μια εβδομάδα όπου άλλαζαν καταφύγιο, στο σπίτι του Καναδού αξιωματούχου John Sheardown, στο οποίο παρέμειναν τελικά επί 79 ημέρες. Οι Καναδοί και οι Σουηδοί που επίσης προσφέρθηκαν να βοηθήσουν διέτρεξαν μεγάλο προσωπικό και διπλωματικό κίνδυνο. Όσο για τους έξι περίμεναν τη διάσωσή ή το τέλος τους κλεισμένοι στο σπίτι παίζοντας χαρτιά και Scrabble.

Στο μεταξύ, η CIA, σε συνεργασία με τους Καναδούς αποφάσισε να φυγαδεύσει τους έξι από το Ιράν με ένα κυριολεκτικά κινηματογραφικό κόλπο: ο πράκτορας της CIA Tony Mendez πρότεινε να εμφανιστούν οι έξι ως μέλη κινηματογραφικού συνεργείου που δήθεν γύριζε την ταινία επιστημονικής φαντασίας «Argo» και βρισκόταν στην Τεχεράνη για ρεπεράζ. Υποτίθεται ότι το συνεργείο αποτελούνταν από έξι «Καναδούς», έναν Ιρλανδό και έναν Λατινοαμερικανό, ενώ υπήρχε ένα δήθεν σενάριο με εξωγήινους που ζουν σε ένα πλανήτη ο οποίος μοιάζει με τη Μέση Ανατολή: επρόκειτο για τη διασκευή ενός βιβλίου fantasy με τίτλο «Ο Κύριος του Φωτός» του Roger Zelazny, κάτι σαν τον Πόλεμος των Άστρων σε φτηνή έκδοση και με φόντο μιναρέδες. Στο κόλπο συνεργάστηκαν με τον Mendez, πλαστογράφοι και τεχνικοί του Χόλιγουντ που πόζαραν ως παραγωγοί: ο Mendez σκάρωσε μαζί με έναν βετεράνο μακιγιέρ, τον John Chambers, μια εταιρεία παραγωγής, το Studio Six Productions, που είχε έδρα τη λεωφόρο Σάνσετ και κανονικά τηλέφωνα στα οποία απαντούσε ως γραμματέας η Joan, σύζυγος του Chambers. Είχε προβλεφθεί και διαφημιστική κάλυψη στα χολιγουντιανά έντυπα Variety και Hollywood Reporter ώστε να γίνει όσο το δυνατόν πιο αληθοφανής η υπόθεση του γυρίσματος της ταινίας.

Μετά από πολλή αγωνία, εμπόδια, αναποδιές, λάθη, υποψίες εκ μέρους των Ιρανών, οι έξι Αμερικανοί διπλωμάτες φυγαδεύτηκαν με καναδικά διαβατήρια με πτήση της Swissair και πρώτο προορισμό τη Ζυρίχη: το όνομα του αεροσκάφους ήταν Aargau από το ομώνυμο ελβετικό καντόν, αλλά οι έξι, ο Mendez και ο «Λατινοαμερικανός» συνεργάτης του, με το ψευδώνυμο Julio το διάβασαν Argo. Στη συνέχεια, οι διασωθέντες μεταφέρθηκαν στην αμερικανική στρατιωτική βάση του Ράμσταϊν στη δυτική Γερμανία και τέλος στην αεροπορική βάση του Ντέλαγουερ, ενώ ο Καναδάς έκλεισε την πρεσβεία του στο Ιράν.

Οι ισλαμιστές απελευθέρωσαν τους υπόλοιπους ομήρους στις αρχές του 1981 και ο ρόλος της CIA αποκαλύφθηκε το 1997. Όπως ήταν αναμενόμενο, η επιχείρηση μεταφέρθηκε στην οθόνη: το 1981, έγινε τηλεοπτική ταινία με τίτλο «Iran: The Canadian Caper», και αργότερα κινηματογραφική υπερπαραγωγή με τίτλο «Argo» [16]. To 2010, την ιστορία αφηγήθηκε ο Robert Wright στο «Our Man in Tehran» και το 2013 έγινε παιδικό βιβλίο με εικόνες και τίτλο «Escapes!» των Eric Hoffer, Laura Scandiffio και Stephen MacEachern.

Αναφέρω την υπόθεση διότι συμπυκνώνει πολλά στοιχεία της αμερικανικής ψυχής: εκτός τις ανορθόδοξες μεθόδους που αρέσκονται να χρησιμοποιούν οι αμερικανικοί θεσμοί και οι Αμερικανοί ήρωες της καθημερινότητας ―με κυμαινόμενη επιτυχία― η κρίση των ομήρων έφερε στην επιφάνεια συνήθειες και μορφές συλλογικής συμπεριφοράς που θύμιζαν το χαμένο κοινοτικό ιδεώδες. Εκείνες τις μέρες της ομηρίας, σε πολλές μικρές πόλεις οι άνθρωποι τύλιγαν κίτρινες κορδέλες γύρω από βαλανιδιές ―τότε ακουγόταν ακόμα το παλιό τραγουδάκι «Tie a Yellow Ribbon Round the Ole Oak Tree» των Dawn ―το ερμήνευε ο Tony Orlando― που αναφερόταν στην επιστροφή στην πόλη κάποιου που μόλις είχε αποφυλακιστεί: η κίτρινη κορδέλα ήταν σημάδι καλωσορίσματος. Η κρίση των ομήρων, όπως κάθε αληθινή ή φαντασιακή κρίση, έγινε αφορμή εκδήλωσης της αμερικανικότητας: νομίζω ότι το Καναδέζικο Κόλπο μπορούσε να επινοηθεί μόνο στο μυαλό της CIA και πουθενά αλλού.

H κρίση των ομήρων δεν τελείωσε με το Καναδέζικο Κόλπο. Οι ΗΠΑ προσπάθησαν να απελευθερώσουν τους 52 που κρατούνταν με την επιχείρηση Νύχι του Αετού, γνωστή και ως Επιχείρηση Tabas. Κι αυτή μού φαίνεται ενδεικτική της αμερικανικής ιδιομορφίας: ήταν μια από τις πρώτες της Delta Force και συνάντησε πολλά εμπόδια· στο τέλος ματαιώθηκε. Επρόκειτο για ένα υπερφιλόδοξο σχέδιο στο οποίο συμμετείχαν στρατιώτες από όλα τα σώματα του αμερικανικού στρατού, ελικόπτερα και αεροσκάφη C-130, τα οποία ακολουθώντας διαφορετικές διαδρομές, έδωσαν ραντεβού σε μια αλυκή με την κωδική ονομασία Desert One, 360 χλμ. νοτιοανατολικά της Τεχεράνης. Τα ελικόπτερα θα ανεφοδιάζονταν με καύσιμα από τα C-130 και θα παραλάμβαναν τα μαχητικά στρατεύματα που είχαν πετάξει στα μεταγωγικά C-130. Στη συνέχεια, τα ελικόπτερα θα μετέφεραν τα στρατεύματα σε μια ορεινή τοποθεσία (Desert Two) πιο κοντά στην Τεχεράνη από όπου θα ξεκινούσε η πραγματική επιδρομή διάσωσης στην πόλη την επόμενη νύχτα. Η επιχείρηση επρόκειτο περαιτέρω να υποστηριχθεί από ομάδα της CIA εντός της χώρας. Με την ολοκλήρωση της επιδρομής, οι όμηροι θα μεταφέρονταν σε ένα κατεχόμενο αεροδρόμιο της Τεχεράνης από το οποίο θα πετούσαν για την Αίγυπτο. Ένα ελικόπτερο αντιμετώπισε υδραυλικό πρόβλημα, ένα άλλο έπεσε σε αμμοθύελλα, σε ένα τρίτο ράγισε η λεπίδα του ρότορα. Ο πρόεδρος Κάρτερ ματαίωσε την αποστολή, και καθώς οι αμερικανικές δυνάμεις προετοιμάζονταν να αποσυρθούν ένα από τα εναπομείναντα ελικόπτερα συνετρίβη σε μεταγωγικό αεροσκάφος όπου βρίσκονταν στρατιωτικοί και καύσιμα. Η πυρκαγιά κατέστρεψε και τα δύο αεροσκάφη με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους οκτώ στρατιώτες. Ο Ιρανός ηγέτης Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί δήλωσε ότι την αποστολή είχε ακυρώσει το χέρι του Αλλάχ «ρίχνοντας χαμπούμπ» και ο Tζίμι Κάρτερ έχασε τις εκλογές, μεταξύ άλλων επειδή είχε αποτύχει να απελευθερώσει τους ομήρους. Στις 20 Ιανουαρίου 1981, λίγα λεπτά μετά τη λήξη της θητείας του Κάρτερ, οι 52 αιχμάλωτοι που κρατούνταν στο Ιράν αφέθηκαν ελεύθεροι, δίνοντας τέλος στην κρίση ομήρων που διήρκεσε 444 ημέρες.

Τι βλέπουμε εδώ: υπερβολική αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία, βουλησιαρχία, αίσθημα παντοδυναμίας, υποτίμηση και άγνοια του εχθρού. Χωρίς να μπούμε στις λεπτομέρειες του επίσης κινηματογραφικού σχεδίου, οι εμπνευστές του φαίνεται ότι είχαν δει προσφάτως το «Ο άνεμος και το λιοντάρι» με τον Σον Κόνερι και τις «Άγριες Χήνες» με τον Ρίτσαρντ Μπέρτον. Το πρόβλημα με το Νύχι του Αετού ήταν ότι ενέπλεκε υπερβολικό αριθμό παραγόντων ο οποίος μπορεί να λειτουργήσει σε ταινίες δράσης σαν αυτές που ανέφερα, αλλά όχι στην πραγματική ζωή. Το επίσημο μνημείο Operation Eagle Claw βρίσκεται στο Εθνικό Κοιμητήριο του Άρλινγκτον, ενώ από την πλευρά των Ιρανών, κάθε χρόνο κυβερνητικοί αξιωματούχοι, θρησκευτικοί ηγέτες και πλήθος συγκεντρώνονται στην Ταμπάς, γύρω από τα συντρίμμια των αμερικανικών αεροπλάνων και ελικοπτέρων. Στο σημείο της συντριβής έχει χτιστεί «τζαμί ευγνωμοσύνης». Εν κατακλείδι, μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου, το «περιπετειώδες πνεύμα» οδήγησε σε περισσότερες αποτυχίες απ’ ό,τι επιτυχίες.

Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, αν και η αμερικανική κοινωνία συντίθενται από μια ποικιλία θυλάκων με πολύ διαφορετικές αρχές και σύμβολα, κυριαρχεί πράγματι ένα «πνεύμα»: ενώ στην κοινωνία δεν υπάρχει κανενός είδους συναίνεση, αλλά αντιθέτως πολλαπλές συγκρούσεις, οι ελίτ που λαμβάνουν τις αποφάσεις προσπαθούν να συγκρατήσουν ενωμένους τους Αμερικανούς μέσω πατριωτικών, οικογενειακών και, προπάντων, καταναλωτικών τελετουργιών. Η εξωτερική πολιτική ως απόκριση σε αληθινούς ή φανταστικούς εχθρούς, καθώς και ως μεσσιανική αποστολή χρησιμεύει ως ομοιογενοποιητικός παράγοντας που σφυρηλατεί μια υποτιθέμενη «αμερικανική ψυχή». Επιχειρήσεις όπως η απελευθέρωση των ομήρων ή, πιο πρόσφατα, το κυνηγητό και η θανάτωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν μπορούν να παίξουν αυτόν τον ρόλο. Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική, θα συμφωνήσουμε όλοι, είναι μια πιο σύνθετη διαδικασία από δραματικές «επιχειρήσεις» κατά τις οποίες γίνεται επίδειξη ανδρείας και επινοητικότητας.

Αμερικανική σημαία

  1. Βλ. Peter Baldwin, The Narcissism of Minor Differences: How America and Europe Are Alike, Oxford University Press, 2011. O Baldwin προβάλλει το επιχείρημα ότι παρά τις εκτεταμένες προσπάθειες 
  2. Βλ. Susan J. Matt, ’’You Can't Go Home Again: Homesickness and Nostalgia in U.S. History’’, The Journal of American History, Vol. 94, No. 2 (Sep., 2007), pp. 469-497, Oxford University Press.
  3. Για τις αντιφάσεις της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας στις ΗΠΑ, βλ. Richard Hofstadter. βλ. Τhe Age of Reform, Κnopf, 1955
  4. Bλ. H. W. Longfellow, Kavanagh, Α Τale, Boston, 1849.
  5. D.H. Lawrence, Studies in Classic American Literature, Thomas Seltzer,1923.
  6. Στον «Ήσυχο Αμερικανό», ο Βρετανός δημοσιογράφος Thomas Fowler αποδέχεται τη νεαρή Βιετναμέζα Phuong όπως είναι: δεν θέλει ούτε να την αλλάξει, ούτε να την προστατεύσει. Αντιθέτως, ο Αμερικανός Alden Pyle θέλει να την πάρει μαζί του στις ΗΠΑ, να την παντρευτεί και να την εξαμερικανίσει.
  7. Υπάρχουν και άοπλες πολιτοφυλακές όπως είναι οι Guardian Angels της Νέας Υόρκης, ένας θεσμός που προέκυψε από ιδιωτική πρωτοβουλία με στόχο τον περιορισμό της εγκληματικότητας.
  8. Texas v. Johnson, 491 U.S. 397 (1989), και ξανά U.S. v. Eichman, 496 U.S. 310 (1990)
  9. Speaking of Diversity: Language and Ethnicity in Twentieth Century America, 1992.
  10. Περισσότερα για τον όρκο πίστης: "The American's Creed". The Journal of Education. 91 (22): 609. 1920.
  11. Το 1908, The Melting Pot ήταν ο τίτλος θεατρικού έργου του Israel Zangwill.
  12. Πράγματι, η ιδεολογία της λευκής αγγλοσαξονικής υπεροχής δεν έλειπε ― ο Josiah Strong με Our Country (1886), ο Madison Grant με το The Passing of the Great Race (1916) και ο Lothrop Stoddard με το The Rising Tide of Color (1920) ήταν μερικοί από τους ιδεολόγους― αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εφαρμοζόταν πάντοτε με τη βία.
  13. Nathan Glazer και Daniel Patrick Moynihan, Beyond the Melting Pot: The Negroes, Puerto Ricans, Jews, Italians, and Irish of New York, ΜΙΤ Press, 2η έκδ., 1970.
  14. Κι όμως, οι προειδοποιήσεις δεν έλειπαν: Βλ. Lionel Sosa, The Americano Dream: How Latinos Can Achieve Success in Business and in Life, Dutton, 1998.
  15. Το «Argo» του Ben Affleck (2012) είναι αριστουργηματικό θρίλερ αλλά ελαχιστοποιεί τον ρόλο των Καναδών, αναδεικνύοντας εκείνο της CIA.

Δειτε περισσοτερα