Κοσμος

Αυτή η φωτογραφία από το Χάρκοβο

Το συγκρότημα με τα διαμερίσματα, το ακατοίκητο υποστατικό, το πάρκο με τα δέντρα, το παγκάκι, και το ζευγάρι στο παγκάκι

Κυριάκος Αθανασιάδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σράπνελ: θραύσματα οβίδας, χειροβομβίδας ή νάρκης

Είδα κι εγώ αυτή τη φωτογραφία από το Χάρκοβο. Έξω από ένα μεγάλο οικιστικό συγκρότημα οκτώ ορόφων που φιλοξενεί πολλές δεκάδες οικογένειες, με ένα παλιό ξύλινο υποστατικό στην άκρη του, ακατοίκητο πια, είναι ένα πάρκο. Έχει δέντρα στη μια μεριά, αυτήν που βλέπουμε, που έχουν ρίξει κάποια από τα φύλλα τους κάτω, στο χορτάρι του πάρκου. Κάποια από τα φύλλα τους, αλλά όχι όλα.

Στο πρώτο πλάνο είναι ένα παλιό παγκάκι. Ένας άντρας κάθεται στη μια άκρη του, όμως άτσαλα, πρόχειρα, όχι στο ίδιο το παγκάκι, αλλά στο αριστερό του μπράτσο. Φοράει ποδηλατικά ρούχα, μια μαύρη βερμούδα και ένα μπλε μπλουζάκι. Έχει ένα κόκκινο τζόκεϊ στο κεφάλι, και στα πόδια του παπούτσια περιπάτου. Πάνω στο παγκάκι έχει αφήσει την τσάντα ώμου που κουβαλούσε μέχρι πριν ένα-δυο λεπτά. Είναι κάπου ανάμεσα στα πενήντα και στα εξήντα.

Δίπλα του, πεσμένη μπροστά στο παγκάκι, στο σημείο όπουτο χορτάρι έχει πατηθεί και δεν φυτρώνει πια, από τα πόδια των ανθρώπων που κάθονται όλα αυτά τα χρόνια εκεί και δροσίζονται λέγοντας τα καθέκαστα, είναι μια γυναίκα, πιθανόν συνομήλική του. Φοράει κίτρινο φουστάνι. Της έχει ανασηκωθεί λιγάκι στον αριστερό μηρό. Φοράει και μπλε σαγιονάρες, αλλά η μία τής έχει βγει. Δίπλα στο ξυπόλυτο δεξί της πόδι είναι μια σακούλα και μια τσάντα, ενώ από την άλλη μεριά, κάπου ενάμισι και τέσσερα μέτρα μακριά αντίστοιχα, είναι δύο άλλα αντικείμενα, μια κίτρινη ασορτί τσάντα και κάτι σαν καλάθι, ή μπολ.

Η γυναίκα, μαθαίνουμε, λέγεται Ναταλία Κόλεσνικ. Κάθε μέρα τάιζε τις γάτες.

Οι γάτες την ξέρουν και την περιμένουν κάθε απόγευμα. Ίσως και κάθε πρωί. Οι γάτες μένουν στο ακατοίκητο υποστατικό, αλλά έρχονται και από άλλες γειτονιές και γατοαποικίες, όπως λέγονται. Έτσι και αυτό το απόγευμα. Η κυρία Ναταλία, που μένει στο οκταώροφο συγκρότημα, είχε βγει να ταΐσει τις γάτες. Έπειτα κάτι έγινε, μια αναταραχή στον αέρα, ένας συριγμός, ένα παρατεταμένο βουητό, ίσως μια φωνή, και μια ταραχή που βγήκε μέσα από τον αέρα, ένα «αχ».

Και μετά έσκασε η βόμβα.

Κομμάτια από καυτό μέταλλο τινάχτηκαν παντού, δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω, στριφογυρνώντας σαν κέρμα που το γυρνάς στον αέρα αλλά με ακανόνιστες, μυτερές άκρες. Ένα από αυτά, ένα από τα πιο μικρά, μπήχτηκε στον λαιμό της κυρίας Ναταλίας. Εξωτερικά δεν έκανε μεγάλη ζημιά. Η κυρία Ναταλία τίναξε τα χέρια της, κι εκείνα τα πραγματάκια που κρατούσε τής έφυγαν, και έπεσαν στα χόρτα. Οι γάτες έτρεξαν κι αυτές, αλλοπαρμένες, με ένα ουρλιαχτό. Η κυρία Ναταλία έπεσε ανάσκελα, με τον νου της γεμάτο εικόνες από τα μουστάκια τους, που τρέμουν όποτε τη βλέπουν, λίγο από αγάπη και λίγο από πείνα και λαχτάρα.

Έπειτα η ζωή γλίστρησε από μέσα της, και πάει. Δεν έμεινε τίποτε στη θέση της. Το σώμα της κυρίας Ναταλίας ήταν γυμνό πια, και μόνο.

Το βρήκε ο σύζυγός της λίγο πιο μετά, μαζί με τον γιο τους, που ανησύχησαν από τον βομβαρδισμό και βγήκαν να τη βρουν. Ήξεραν πού θα ήταν: στο παρκάκι με τις γάτες, για να τις ταΐσει, όπως έκανε κάθε μέρα. Εκεί πήγαν. Και τη βρήκαν, πράγματι.

Κι έπειτα ο κύριος Κόλεσνικ άφησε την τσάντα του και έκατσεστο παγκάκι, στη μια άκρη του, όμως άτσαλα, πρόχειρα, όχι στο ίδιο το παγκάκι, αλλά στο αριστερό του μπράτσο. Κι έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια.

Ο γιος έφυγε μακριά, ίσως για το μέτωπο.

Κι εμείς καταλάβαμε γιατί έπεσαν λίγα φύλλα από τα δέντρα, κάποια μόνο, αλλά όχι όλα. Από εκείνο το ξαφνικό μπαμ που συντάραξε τη γειτονιά, που έδιωξε τις γάτες, που ξάπλωσε στο χώμα την κυρία Ναταλία.