Κοσμος

Ρωσο-ουκρανικός πόλεμος: είναι η Δύση έτοιμη να μάθει;

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ανέδειξε τις αδυναμίες των διεκπεραιωτικών πρακτικών της Δύσης απέναντι στον αυταρχισμό του Κρεμλίνου

Βάσω Κόλλια
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ρωσο-ουκρανικός πόλεμος: η Δύση καλείται να επαναπροσδιορίσει οριστικά τις αξιακές της θέσεις

«Οι πρόσφατες προσπάθειες της ρωσικής επιβολής είναι ένα απλοϊκό προϊόν άνευ αρχιτεκτονικής, το αντιδραστικό κατασκεύασμα ενός φιλόδοξου δικτάτορα και επίδοξου διοικητή της ανατολικής Ευρώπης». Αυτό είναι, μέσες-άκρες, ένα βολικό αφήγημα που απαλλάσσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ από κάθε πρότερη παράλειψη ή δισταγμό. Ακούγεται σαν απαίτηση του αδύνατου: τι αποτρεπτικό μέτρο μπορεί άραγε να λάβει ένας θεσμός ή μία χώρα απέναντι σε έναν πόλεμο; Ειδικά όταν μόνες εγγυήσεις μας φαίνονται η απόλυτη ισχύς, η ουτοπία, ή η ουδέτερη συνεργασία. Μήπως αυτές οι λύσεις δεν είναι μόνο δοκιμασμένες, αλλά και συνταγές για την αποτυχία; Ποιος δρόμος ανοίγεται στον ελεύθερο κόσμο, όταν πλέον γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η εφαρμογή του μηδενιστικού, άναρχου ωφελιμισμού – αλλά και, αντιθέτως, της αγαθής αδράνειας…δεν είναι λύσεις;

Αλλά η απόλυτη ισχύς είναι εφικτή. Ο αμερικανικός παρεμβατισμός που ακολούθησε το 2001 ήταν θεμιτός και δικαιολογημένος, χωρίς να γνωρίζει σημαντικές αντιστάσεις από τα υπόλοιπα δυτικά κράτη. Εντούτοις, σύν μυρίοισι τά καλά γίγνεται πόνοις. H ντε-φάκτο νομιμοποιημένη διεθνής ηγεμονία του Συμβουλίου Ασφαλείας που υπαγορεύει ότι ο κύριος πομπός παγκόσμιας συνέτισης είναι όχι μόνο οι P-5 (ΗΠΑ, Ρωσία, Αγγλία, Γαλλία και Κίνα) – αλλά και ορισμένες μόνο χώρες εξ αυτών, εγγυάται μετά της ασφάλειας, και μία συνέπεια: έναν απολυτισμό, ο οποίος σταματά να έχει νόημα στην πρώτη ρωγμή του. Όταν η συμμόρφωση εξασφαλίζεται μέσω μιας πρόσοψης, με την πρώτη αληθινή πρόκληση καταρρέει.

Η ουτοπία, φυσικά, δεν υπάρχει. Και όμως, το νέο χαρακτηριστικό του ελεύθερου κόσμου είναι, ειρωνικά, η δίχως ουσιαστική παρεμβολή, ανάκριση ή διάλογο…εκ των πραγμάτων πυρηνική χρησιμοθηρία. Φυσικά, οι ενδότερες πολιτικές τάσεις «ανεξαρτητοποίησης» και πολιτικού απομονωτισμού στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο με εργαλεία την προπαγάνδα και τον διπολισμό δεν μπορούσαν παρά να συνεισφέρουν σε απόλυτους διαχωρισμούς: ο οπορτουνισμός είναι ωφέλιμος (έως ότου να αποτύχει), η άκρατη σκληρότητα και η αυθαιρεσία δικαιολογούνται (ώσπου να σταματήσουν να είναι αποτελεσματικές), η έλλειψη πολιτικής συνοχής συγχωρείται (μέχρι να αποβεί μοιραία). Κάθε ανάλογη τάση επιβραβεύεται και θεωρείται σύμμαχος στην προσπάθεια – ποιος ξεχνάει, άραγε, τις φιλικές προθέσεις του πρώην Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στον Βλαντιμίρ Πούτιν; Βεβαίως, η αντίθετη αντιμετώπιση μπορεί να φέρει τα ίδια αποτελέσματα. Ο παντελής αποκλεισμός μίας ισχυρής δύναμης από τους διεθνείς διαλόγους εντείνει τις δυναμικές αποκλεισμού και τις συμπαγείς συμμαχίες που οδηγούν σε παιχνίδια μόνο με νικητές και χαμένους.

Μήπως η ουδετερότητα (οριοθετημένη με αμοιβαία πλεονεκτήματα) είναι προτιμότερη; Ίσως δυστυχώς, αυτό ήταν το τελευταίο μέλος που στοιχειοθέτησε την έναρξη ενός «ασφαλούς πολέμου» από τον Πούτιν. Οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απευθυνόμενες μόνο στην «άμεσα διαθέσιμη» υλική πραγματικότητα, σήμερα χαιρετούν το εμφατικό τους αντίτιμο από την άλλη πλευρά της διελκυστίνδας. Αν αυτό ακούγεται υπερβολικό, ας ρίξουμε μια ματιά στις δεκαεφτά διαφορετικές κυρώσεις που έχει επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση στην Ρωσία από το 2014 έως το 2018, με περισσότερες από τριανταπέντε παρατάσεις – χωρίς παρ’ όλ’ αυτά, να θίγουν τον αγωγό Nord Stream 2. Ασφαλώς, αυτή η προσέγγιση φαίνεται επαρκώς πραγματιστική, ενώ δεν μαρτυρά παρά την ευκαιριακή και αναποτελεσματική αντιμετώπιση της Ευρώπης απέναντι στη Ρωσική παρέμβαση τα τελευταία οκτώ χρόνια. Οι εξίσου επικίνδυνες κινήσεις κλιμάκωσης τους τελευταίους μήνες, ήταν επίσης εντελώς αναποτελεσματικές. Μέχρι και τώρα, οι διεθνείς κυρώσεις που έχουν επιβληθεί σε Ρώσους υπηκόους, τράπεζες, και εταιρίες παρέχουν αρκετά παραθυράκια για να μην αποτελούν απτά προβλήματα (όπως η εύκολη παροχή ψευδών στοιχείων ή η ποσοστιαία συνιδιοκτησία θυγατρικών εταιριών σε άλλες χώρες).

Αν ένα πράγμα έχει γίνει σαφές τους τελευταίους μήνες, είναι ότι η ρωσική πρόκληση δεν είναι η αντίδραση ενός παράγοντα που επιθυμεί να αναδυθεί ως νικητής απέναντι στον Δυτικό αποκλεισμό. Αν μη τι άλλο, από το εδραιωτικό ξεκίνημα της μεταπολεμικής διεθνούς πολιτικής η ρωσόφωνη διπλωματική παράδοση δεν δήλωνε αμέτοχη ή αποκομμένη από τις  δημοκρατικές διαδικασίες. Μάλιστα, έως και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η ΕΣΣΔ ήταν ο δεινότερος χρήστης της δύναμης του βέτο – όπως και οι ΗΠΑ– ενώ ο συνεχής ανταγωνισμός δεν ήταν μόνο εντεταμένος, αλλά και παραγωγικός: η Σύμβαση ENMOD των Ηνωμένων Εθνών (για την απαγόρευση τεχνικών τροποποίησης του περιβάλλοντος για στρατιωτικούς σκοπούς ή οποιαδήποτε άλλη επιθετική χρήση) δημιουργήθηκε κατόπιν πολύτιμης συνεργασίας και πιέσεων τόσο από τoν ένα όσο και από τον άλλο παράγοντα. Με το «Τέλος της Ιστορίας», την περαιτέρω εδραίωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην διεθνή σκηνή και το 1994, η αισιόδοξη και ελπιδοφόρα ευφορία της Δύσης ήταν δικαιολογημένη και ίσως, ακόμα και αναγκαία. Όμως, η διαχείριση των έρρυθμων διακρατικών δυναμικών προχώρησε από την αβεβαιότητα στην στυγνή διεκπεραίωση – που όπως φαίνεται έως εδώ, δεν οδηγεί παρά σε πρεσβυωπικές λύσεις. Οι διακρατικές κρίσεις κλιμακώνονται χειρότερα όταν αναζητούμε προσωρινές απαλλαγές έναντι ξεκάθαρων θέσεων, αποφεύγοντας την ουσιαστική τριβή.

Οι προειδοποιήσεις για εχθροπραξίες πλήρους κλίμακας δεν σταμάτησαν το 2014, η ρωσική επιθετικότητα επανήλθε το 2018, με ελάχιστη αναγνώριση ή προετοιμασία για την έκταση του αληθινού ρίσκου σε εδαφικό και ανθρώπινο επίπεδο. Η Δύση – και ακόμα περισσότερο η Ευρώπη – οφείλει να βρει την έξοδό της από την οικονομική, ενεργειακή, και ανθρωπιστική κρίση το συντομότερο δυνατόν, με κάθε διαθέσιμο μέσο. Κάποια στιγμή όμως, θα κληθεί να απαντήσει με οριστικές θέσεις: υπέρ της εθνικής αυτοδιάθεσης, κατά του επιθετικού παρεμβατισμού σε καιρό ειρήνης, και προσφέροντας πρακτικές εναλλακτικές για κάθε συνέπεια που ακολουθεί. Ίσως πιο προκλητικά, αυτά απαιτούν – σε πείσμα των γνωστών μεθόδων– κάτι ακόμα πιο ουτοπικό: συμμετοχή.