Κοσμος

Ιταλία: Τριάντα χρόνια καθαρά ή βρώμικα χέρια

H μεγάλη επιχείρηση εναντίον της διαφθοράς στην Ιταλία, η “Mani Pulite” («καθαρά χέρια») που ξεκίνησε το 1992, εγείρει το ερώτημα τι πέτυχε

Σταύρος Παπαδήμας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για την τριακοστή επέτειο της επιχείρησης “Mani Pulite” η οποία αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση της ιταλικής πολιτικής διαφθοράς

Η “Mani Pulite” ήταν μια δικαστική έρευνα σε εθνικό επίπεδο για την πολιτική διαφθορά στην Ιταλία που διεξήχθη τη δεκαετία του 1990, με αποτέλεσμα τον τέλος της λεγόμενης «Πρώτης Δημοκρατίας» και την εξαφάνιση νέων πολιτικών σχηματισμών. Μερικοί πολιτικοί και επικεφαλής της βιομηχανίας αυτοκτόνησαν όταν αποκαλύφθηκαν τα εγκλήματά τους: 5.000 δημόσια πρόσωπα θεωρήθηκαν ύποπτα για διαφθορά και για διασυνδέσεις με τη μαφία· περισσότερα από τα μισά μέλη του ιταλικού κοινοβουλίου κατηγορήθηκαν για ατασθαλίες, και πάνω από 400 δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια διαλύθηκαν λόγω κατηγοριών για δωροληψίες.

Ο τότε εισαγγελέας Αντόνιο Ντι Πιέτρο ήταν υπεύθυνος για μια έρευνα θηριωδών διαστάσεων, η οποία αναφερόταν ως Tangentopoli (tangente σημαίνει «μίζα), που ξεκίνησε στις 17 Φεβρουαρίου 1992 όταν συνελήφθη ο Mario Chiesa, μέλος του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI), για δωροδοκία από εταιρεία καθαρισμού του Μιλάνου. Το PSI πήρε απόσταση από τον Chiesa, με τον επικεφαλής του κόμματος Bettino Craxi να τον αποκαλεί ’’mariuolo’’, δηλαδή «κακό στοιχείο» σε ένα κατά τα άλλα έντιμο κόμμα. Αλλά ο Chiesa δυσαρεστήθηκε από αυτή τη στάση και άρχισε να κελαϊδάει παρασύροντας πολλά δημόσια πρόσωπα. Εκείνη τη στιγμή, άλλαζε και το πολιτικό τοπίο στην Ιταλία: το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα διασπάστηκε μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και στις εκλογές εκείνης της χρονιάς πολλές ψήφους πήρε η Λέγκα του Βορρά (LN), η οποία δεν ήταν διατεθειμένη να σχηματίσει συμμαχίες με άλλα κόμματα. Το κοινοβούλιο που προέκυψε ήταν επομένως ασταθές.

Τον Απρίλιο του 1992, πολλές προσωπικότητες από τον χώρο της βιομηχανίας και της πολιτικής, τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης, συνελήφθησαν με την κατηγορία της διαφθοράς. Ενώ οι έρευνες ξεκίνησαν στο Μιλάνο, επεκτάθηκαν γρήγορα σε άλλες πόλεις καθώς ο ένας πρόδιδε τον άλλον. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1992, ο σοσιαλιστής πολιτικός Sergio Moroni, κατηγορούμενος για διαφθορά, αυτοκτόνησε, αφήνοντας ένα σημείωμα όπου έγραφε ότι τα εγκλήματά του δεν ήταν για προσωπικό του όφελος αλλά για όφελος του κόμματός του και επέκρινε το σύστημα χρηματοδότησης των κομμάτων. Στις δημοτικές εκλογές του Δεκεμβρίου 1992 που πραγματοποιήθηκαν σε 8 δήμους, το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα έχασε τις μισές ψήφους του, ενώ την επόμενη μέρα, ο Craxi κατηγορήθηκε επισήμως για διαφθορά και παραιτήθηκε από αρχηγός των Σοσιαλιστών. Στις 5 Μαρτίου 1993, η κυβέρνηση του Giuliano Amato (σοσιαλιστής) και ο υπουργός Δικαιοσύνης Giovanni Conso (ανεξάρτητος) προσπάθησαν να βρουν μια λύση με ένα διάταγμα, το οποίο θα επέτρεπε την αντικατάσταση των ποινικών διώξεων για πολλά εγκλήματα διαφθοράς με διοικητικές κυρώσεις. Αλλά, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα μια de facto αμνηστία, πράγμα που εξόργισε τους Ιταλούς. Ο πρόεδρος Oscar Luigi Scalfaro αρνήθηκε να υπογράψει το διάταγμα, θεωρώντας το αντισυνταγματικό. Την επόμενη εβδομάδα, αποκαλύφθηκε σκάνδαλο 250 εκατομμυρίων δολαρίων που αφορούσε την Eni, την ελεγχόμενη από την κυβέρνηση ενεργειακή εταιρεία. Και παρότι το ρεύμα των κατηγοριών, των ομολογιών και των φυλακίσεων συνεχίστηκε, πολλοί πιστεύουν ότι το μαχαίρι δεν έφτασε ποτέ στο κόκαλο: στην πραγματικότητα, η επιχείρηση Mani Pulite κατέστρεψε το Σοσιαλιστικό Κόμμα, εξασθένισε τους Χριστιανοδημοκράτες και κατέδειξε σε όποιον δυσπιστούσε τις σχέσεις που είχε το βαθύ κράτος και η βιομηχανία με τη μαφία.

Ο ντι Πιέτρο με τον συνάδελφο του και επικεφαλής εισαγγελέα στην καταπολέμηση της μαφίας, Τζιανκάρλο Κασέλι © Simona Granati - Corbis/Getty Images

Στις 20 Ιουλίου 1993, ο πρώην πρόεδρος της Eni, Gabriele Cagliari, αυτοκτόνησε στη φυλακή. Αργότερα, η σύζυγός του έδωσε πίσω 3 εκατομμύρια δολάρια από παράνομα κεφάλαια. Εν τω μεταξύ, ο Sergio Cusani κατηγορήθηκε για εγκλήματα που συνδέονταν με την Enimont, μια κοινοπραξία μεταξύ της Eni και μιας άλλης ενεργειακής εταιρείας, της Montedison: η δίκη του μεταδόθηκε από την εθνική τηλεόραση και ήταν ένα είδος βιτρίνας της παλιάς πολιτικής που οι Ιταλοί εύχονταν να πεθάνει για πάντα. Ενώ ο ίδιος ο Cusani δεν ήταν σημαντική προσωπικότητα, η σύνδεση των εγκλημάτων του με την υπόθεση Enimont έφερε όλους τους μεγάλους πολιτικούς του έθνους στη θέση του μάρτυρα. Όταν κλήθηκε να καταθέσει ο πρώην επικεφαλής της κυβέρνησης Arnaldo Forlani (χριστιανοδημοκράτης), έδειχνε ένοχος χωρίς να το παραδέχεται· ο Craxi παραδέχτηκε ότι το κόμμα του έλαβε 93 εκατομμύρια δολάρια από παράνομα κεφάλαια, υπερασπιζόμενος τις πράξεις του λέγοντας ότι «όλοι έκαναν τα ίδια»· ο γραμματέας της Λέγκας του Βορρά Umberto Bossi και ο πρώην ταμίας Alessandro Patelli καταδικάστηκαν για παράνομη χρηματοδότηση 200 εκατομμυρίων λιρών (περίπου 100.000 δολάρια εκείνη την εποχή) ― και ούτω καθεξής.

Καταγγέλθηκε δωροδοκία και στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά δεν διαπιστώθηκε ποιος διέπραξε το αδίκημα διότι τα μέλη του ΚΚ κάλυπταν το ένα το άλλο. Ορισμένοι Μιλανέζοι βουλευτές του Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς κατηγορήθηκαν για διαφθορά κατά την περίοδο που ήταν μέλη του ΚΚ, αλλά αθωώθηκαν. Όπως δήλωσε ο εισαγγελέας Aντόνιο Ντι Πιέτρο, «Η ποινική ευθύνη είναι προσωπική. Δεν μπορώ να φέρω στο εδώλιο  άτομα που δηλώνουν όνομα Κόμμα και επίθετο Κομμουνιστής». Στο μεταξύ, συνελήφθη ο δικαστής του Μιλάνου Diego Curt και ο γραμματέας της Fiat ομολόγησε διαφθορά με επιστολή του σε εφημερίδα. Ο μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης Σίλβιο Μπερλουσκόνι μπήκε στην πολιτική και κέρδισε τις γενικές εκλογές του 1994 , σε κάτι που πολλοί πίστευαν ότι ήταν μια κίνηση για να προστατεύσει τις πολλές επιχειρηματικές δραστηριότητές του από ενδεχόμενο έλεγχο. Αυτή η υποψία ενισχύθηκε στις 11 Φεβρουαρίου, όταν ο αδερφός του Μπερλουσκόνι, Πάολο, ομολόγησε εγκλήματα διαφθοράς.

O Mπερλουσκόνι σκότωσε την επιχείρηση “Mani Pulite”: παρότι ήταν μπλεγμένος σε μια σειρά βρόμικες υποθέσεις σε νοσοκομεία, στην επιχείρηση Fininvest και σε άλλες οικογενειακές εταιρείες, η μάχη μεταξύ Ντι Πιέτρο και Μπερλουσκόνι έληξε χωρίς νικητές: ο Ντι Πιέτρο παραιτήθηκε και ξεκίνησαν έρευνες εναντίον του χωρίς να αποδειχθεί τίποτα επιλήψιμο. Απ’ ό,τι φαίνεται η οικογένεια Μπερλουσκόνι και άλλοι που είχαν κατηγορηθεί μέσω της έρευνάς του ήθελαν να τον εκδικηθούν και χρησιμοποίησαν τα ΜΜΕ του Cavaliere για να διαδώσουν υποψίες. Καθώς περνούσε ο καιρός, η κοινή γνώμη στρεφόταν εναντίον των δικαστών ―η ηθική και η αισθητική του Μπερλουσκόνι επικράτησαν.