Κοσμος

Οικογένεια Τέρπιν: Ισόβια στους γονείς για βασανισμό των παιδιών

Πώς τα εγκλήματα δεν έγιναν αντιληπτά από τους γείτονες; Γιατί τα παιδιά δεν επιχείρησαν να δραπετεύσουν;

Μιμή Φιλιππίδη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπόθεση Οικογένειας Τέρπιν: Οι γονείς που βασάνιζαν για χρόνια τα 13 παιδιά τους, οι συνθήκες διαβίωσης, η απόδραση της μίας κόρης και η ισόβια καταδίκη τους.

Τα ξημερώματα της 14ης Ιανουαρίου 2018 έγινε μια κλήση στην Άμεση Δράση από μια κοπέλα που ισχυριζόταν ότι λεγόταν Τζόρνταν Τέρπιν, ήταν 17 ετών και το είχε σκάσει από το σπίτι για να σώσει τα 12 αδέρφια της από τους βασανιστές γονείς τους. Όταν η αστυνομία ζήτησε τη διεύθυνση, η κοπέλα διάβασε τον ταχυδρομικό κώδικα από έναν φάκελο που πήρε φεύγοντας από το σπίτι – ήταν φανερό ότι δεν ήξερε τι σημαίνει διεύθυνση. Της ζητήθηκε τότε να διαβάσει το όνομα της οδού από την ταμπέλα στην άκρη του δρόμου. Η κοπέλα βρισκόταν σε ένα προάστιο του Λος Άντζελες, στο Πέρις, και το πλησιέστερο περιπολικό θα ήταν κοντά της σε είκοσι λεπτά. Όταν έφτασε ο αστυνομικός, με κάμερα πάνω στο σώμα του, είχε αρχίσει να ξημερώνει. Η Τζόρνταν τρέμοντας από τον φόβο απαντούσε στις ερωτήσεις του με πολύ φτωχό λεξιλόγιο. Αν κι έλεγε ότι ήταν 17 ετών, έμοιαζε με 10χρονο παιδί. Ο αστυνομικός τη ρώτησε αν είχε πάρει φάρμακα, η Τζόρνταν ρώτησε «τι θα πει φάρμακα;» και αρνήθηκε ότι είχε πάρει. Ο αστυνομικός, που ανυπομονούσε να πάει στο σπίτι του αφού η βάρδια του τελείωνε, άκουγε με μεγάλη δυσπιστία την καταγγελία για τον βασανισμό της ίδιας και των αδερφών της από τους γονείς τους. Στο τέλος τη ρώτησε αν είχε φωτογραφίες όσων ισχυριζόταν και η Τζόρνταν ψάχνοντας στο κινητό (που της είχε δώσει κρυφά ο αδερφός της) είπε: «ευτυχώς μου είπαν τα αδέρφια μου να τραβήξω δύο». Μόλις είδε τις φωτογραφίες με τα παιδιά αλυσοδεμένα στα κρεβάτια τους, ο αστυνομικός άρχισε να συνειδητοποιεί τη σοβαρότητα της καταγγελίας και κάλεσε αμέσως ενισχύσεις.

Αστυνομικοί έφτασαν στη διεύθυνση του σπιτιού και χτύπησαν την πόρτα δηλώνοντας ότι βρίσκονταν εκεί για να ελέγξουν αν όλα είναι καλά. Μετά από λίγο άνοιξαν οι γονείς, η Λουίζ και ο Ντέιβιντ Τέρπιν - η Λουίζ φαινόταν να απορεί με την παρουσία της αστυνομίας. Μέσα, το σπίτι ήταν πνιγμένο σε σωρούς από παιχνίδια, ρούχα, ψόφια ζώα, κουτιά και κάθε λογής αντικείμενο. Αλυσίδες και σκοινιά κρέμονταν από πολλές κουκέτες των παιδιών, ενώ ούρα και περιττώματα στο πάτωμα ανέδιδαν μια ανυπόφορη βρόμα. Σε λίγο βρήκαν τα άλλα 12 παιδιά. Ένα ήταν δεμένο στο κρεβάτι για εβδομάδες και άλλα δύο είχαν μόλις λυθεί. Μερικά είχαν μώλωπες στα μπράτσα, ενώ όλα ήταν αδύναμα και βρόμικα. Ήταν τόσο υποσιτισμένα που οι αστυνομικοί νόμιζαν ότι ήταν όλα κάτω των 18, ενώ στην πραγματικότητα τα επτά ήταν μεγαλύτερα - η μεγαλύτερη κόρη ήταν 29 ετών και ζύγιζε 37 κιλά. Το σπίτι περιείχε εκατοντάδες σελίδες από ημερολόγια που κρατούσαν τα παιδιά.

Τα στοιχεία που βρήκε η αστυνομία φανέρωναν παρατεταμένη κακοποίηση. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν τρομακτικές. Δεδομένου του αριθμού των εξαρτημένων ατόμων που εμπλέκονταν, του βαθμού και της παρατεταμένης φύσης της κακοποίησης επί δεκαετίες, η ιστορία είχε μεγάλη δημοσιογραφική προβολή στις ΗΠΑ και διεθνώς. Ειδικοί σε θέματα οικογενειακής κακοποίησης θεώρησαν την υπόθεση πολύ σοβαρή και ιδιαίτερη για διάφορους λόγους, ενώ ο κόσμος απορούσε: Οι γείτονες δεν είχαν αντιληφθεί τίποτα τόσα χρόνια; Γιατί τα παιδιά δεν επιχείρησαν ποτέ να φύγουν, όταν οι γονείς τα έβγαζαν σε δημόσιους χώρους;

Ο Ντέιβιντ Τέρπιν (γεννημένος στις 17 Οκτωβρίου 1961) μηχανικός υπολογιστών που είχε εργαστεί κατά καιρούς σε μεγάλες εταιρίες, όπως η Lockheed, και η Λουίζ Ρομπινέτ (γεννημένη στις 24 Μαΐου 1968) γνωρίστηκαν στη Δυτική Βιρτζίνια και παντρεύτηκαν το 1985, όταν ο Ντέιβιντ ήταν 23 ετών και η Λουίζ 16. Ήταν Πεντηκοστιανοί Χριστιανοί και μάλιστα προσκολλημένοι στο κίνημα Quiverfull που θεωρεί τα παιδιά «θείο κάλεσμα» και ενθαρρύνει την απόκτηση πολλών παιδιών. Απέκτησαν δέκα κόρες και τρεις γιους μεταξύ 1988 και 2015. Παρά τις κοινωνικά συντηρητικές πεποιθήσεις τους, υπήρξε περίοδος που το ζευγάρι συμμετείχε σε ομάδες ανταλλαγής συντρόφων.

Ο Ντέιβιντ Τέρπιν, κατηγορούμενος για κακοποίηση και αιχμαλωσία των 13 παιδιών του, στο δικαστήριο στις 4 Μαΐου 2018 στο Ρίβερσαϊντ της Καλιφόρνια © Frederick M. Brown/Getty Images

Η οικογένεια έζησε στο Φορτ Ουόρθ του Τέξας μέχρι το 1999 (η απόλυση του πατέρα προκάλεσε σοβαρά οικονομικά προβλήματα) που μετακόμισε στη γειτονική πόλη Ρίο Βίστα. Το 2007 οι γονείς μετέφεραν δέκα από τα παιδιά τους σε ένα απομονωμένο τρέιλερ ιδιοκτησίας τους. Ο Ντέιβιντ και η Λουίζ πήραν τα δύο μικρότερα και άφησαν τα υπόλοιπα παιδιά να τα βγάλουν πέρα μόνα τους, φέρνοντάς τους τρόφιμα σε εβδομαδιαία βάση, αλλά όχι αρκετά για να φάνε όλα. Η Τζόρνταν Τέρπιν, η οποία ήταν έξι ετών εκείνη την εποχή, δήλωσε ότι πεινούσαν πολύ και η ίδια είχε καταφύγει στο να φάει «κέτσαπ ή μουστάρδα ή πάγο». Όταν η οικογένεια εγκατέλειψε το Ρίο Βίστα το 2010, γείτονες βρήκαν περιττώματα και κρεβάτια με σχοινιά μέσα στο σπίτι, μαζί με ψόφιες γάτες και σωρούς σκουπιδιών.

Το 2014 οι Τέρπιν μετακόμισαν στην Καλιφόρνια, στο προάστιο Πέρις του Λος Άντζελες. Γείτονες ανέφεραν -μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης- ότι τα παιδιά ήταν σιωπηλά και μιλούσαν μόνο όταν τους απηύθυναν τον λόγο, «λες και η μόνη τους άμυνα ήταν να είναι αόρατα». Φαίνονταν υποσιτισμένα και χλωμά. Δεν κυκλοφορούσαν τη μέρα, ενώ ήταν ξύπνια τη νύχτα. Μερικοί είχαν δει τα αγόρια να ψάχνουν στα σκουπίδια για φαγώσιμα – ωστόσο, δεν είχαν θελήσει να ανακατευτούν. Η αδερφή της Λουίζ ανησυχούσε για το βάρος των παιδιών βλέποντας τις φωτογραφίες που ανέβαζε η Λουίζ στο Facebook (οι φωτογραφίες τους έδειχναν όλους να χαμογελούν στη Ντίσνεϋλαντ, τα αγόρια και τα κορίτσια ντυμένα με ασορτί μπλουζάκια, και στο Λας Βέγκας, όπου το ζευγάρι ανανέωσε τους γαμήλιους όρκους του) αλλά δεν έκανε τίποτα αφού «έδειχναν ότι είναι μια μεγάλη ευτυχισμένη οικογένεια». Ο Ντέιβιντ και η Λουίζ σχεδίαζαν να μετακομίσουν την οικογένεια στην Οκλαχόμα τη στιγμή της σύλληψής τους. Η 17χρονη Τζόρνταν άκουσε τους γονείς της να μιλούν για τη μετακόμιση και αποφάσισε ότι ήταν ώρα να καλέσει την αστυνομία.

Αυτό που ξεκίνησε ως παραμέληση έγινε σοβαρή, παρατεταμένη κακοποίηση των παιδιών, που προφανώς περνούσε απαρατήρητη για χρόνια στο Τέξας και στην Καλιφόρνια, ώσπου η Τζόρνταν κατάφερε να δραπετεύσει. Όταν δεν ήταν δεμένα, τα κλείδωναν σε διαφορετικά δωμάτια και τρέφονταν ελάχιστα. Οι τιμωρίες περιλάμβαναν ξυλοδαρμό, σπρώξιμο στις σκάλες και απόπειρες στραγγαλισμού. Δεν έλαβαν ποτέ οδοντιατρική φροντίδα και δεν είχαν επισκεφτεί γιατρό για περισσότερα από τέσσερα χρόνια. Σύμφωνα με έντυπα που είχε υπογράψει ο πατέρας και είχαν γίνει δεκτά από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, τα παιδιά παρακολουθούσαν μαθήματα στο σπίτι. Σπάνια έβγαιναν έξω, αφού είχαν αναστραφεί ώστε να μένουν ξύπνια όλη τη νύχτα και να πηγαίνουν για ύπνο λίγο πριν την αυγή. Ενώ τα παιδιά στερούνταν φαγητό, οι γονείς έτρωγαν καλά και μάλιστα χλεύαζαν τα παιδιά βάζοντας μηλόπιτες και κολοκυθόπιτες στον πάγκο της κουζίνας, αλλά δεν τους επιτρέπονταν να φάνε. Επίσης, δεν επιτρεπόταν στα παιδιά να παίζουν με παιχνίδια, αν και πολλά βρέθηκαν σε όλο το σπίτι μέσα στην αρχική τους συσκευασία – στο σπίτι υπήρχαν ακόμη πολλά παιδικά ρούχα μέσα στη συσκευασία τους.

Τον Φεβρουάριο του 2019 και οι δύο γονείς ομολόγησαν την ενοχή τους για δεκατέσσερα κακουργήματα, που περιλάμβαναν: βάναυση συμπεριφορά σε εξαρτώμενο ενήλικο, βάναυση συμπεριφορά σε ανήλικο, βασανιστήρια και παράνομη κράτηση (ο Ντέιβιντ κατηγορήθηκε και για ψευδορκία σχετικά με τις ένορκες βεβαιώσεις του προς το Υπουργείο Παιδείας).

Τον Απρίλιο του 2019 καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη με δυνατότητα αποφυλάκισης υπό όρους σε 25 χρόνια. Οι ειδικοί πιστεύουν ότι δεν θα αποφυλακιστούν ποτέ υπό όρους λόγω της σοβαρότητας των εγκλημάτων.

Με την ομολογία ενοχής, οι γονείς απάλλαξαν τα παιδιά από την υποχρέωση να καταθέσουν στη δίκη. Ωστόσο, στη φάση της επιβολής ποινής τα παιδιά είχαν το δικαίωμα να μιλήσουν. Όλα τα παιδιά θεωρούσαν ότι το περιβάλλον της διαβίωσή τους ήταν επιβεβλημένο από την θρησκεία τους. Παρά τις κακουχίες και τα μαρτύρια, κανένα τους δεν μίλησε σκληρά για τους γονείς τους. Ήταν μια πραγματικότητα που είχαν αποδεχτεί. Μελετώντας την υπόθεση, πολλοί ειδικοί έκαναν λόγο για σύνδρομο της Στοκχόλμης (φαινόμενο κατά το οποίο όμηροι εκφράζουν συμπάθεια και συμπόνια και έχουν θετικά συναισθήματα προς τους απαγωγείς τους, μερικές φορές σε σημείο να υπερασπίζονται και να ταυτίζονται με τους απαγωγείς), πράγμα που μπορεί να ισχύει, αφού μάλιστα τα παιδιά συνδέονταν με δεσμούς αίματος με τους δράστες και εκείνοι ήταν τα άτομα που τα ανέθρεψαν.

Για την ψυχική υγεία των γονέων δεν υπάρχουν στοιχεία, αν και είναι φανερό ότι ζούσαν σε μια δική τους πραγματικότητα. Είναι πιθανό να μοιράζονταν στοιχεία ψύχωσης («Folie a deux» / «τρέλα για δύο»). Ένα από τα παιδιά είχε δει τον πατέρα να δέρνει άγρια τη μητέρα μια φορά. Ο φόβος, η υποτίμηση και η απομόνωσή της μητέρας ίσως έκαναν τη Λουίζ να «απορροφηθεί» από την πραγματικότητα του Ντέιβιντ. Υπήρξε στο παρελθόν διάγνωση ότι η Λουίζ έπασχε από ιστριονική (δραματική) διαταραχή προσωπικότητας (κραυγαλέα, δραματική, ευέξαπτη συμπεριφορά με σκοπό την προσέλκυση προσοχής), αλλά ειδικοί κρίνουν ότι μια τέτοια διάγνωση είναι πολύ σπάνια και χρειάζονται πολλά στοιχεία για να διαπιστωθεί. 

Είναι άγνωστο αν το εργασιακό περιβάλλον του πατέρα αντιλήφθηκε κάτι. Όσο για τους γείτονες, που αν και γνώριζαν σιωπούσαν και κρατούσαν «θέση παρατηρητή», δυστυχώς είναι ένα φαινόμενο της εποχής μας παγκοσμίως.

Ορισμένα από τα παιδιά της οικογένειας Τέρπιν έχουν πλέον παραμεληθεί από τις κοινωνικές υπηρεσίες και δεν έχουν πρόσβαση στις εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια από δωρεές του κόσμου. Τα χρήματα έχουν τοποθετηθεί σε ένα καταπίστευμα που ελέγχεται από έναν δημόσιο κηδεμόνα διορισμένο από το δικαστήριο. Η Τζόρνταν Τέρπιν έχει δηλώσει ότι αφέθηκε ελεύθερη χωρίς δεξιότητες ζωής, χωρίς σχέδια για στέγαση ή γνώσεις για το πώς να τραφεί και να έχει υγειονομική περίθαλψη.