Κοσμος

Ντέινα Γιούελ: Ο νέος που δολοφόνησε την οικογένειά του

Μια υπόθεση απληστίας που συγκλόνισε την Καλιφόρνια

Μιμή Φιλιππίδη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπόθεση Ντέινα Γιούελ: Ο νέος, ευφυής, αλαζόνας που δολοφόνησε την οικογένειά του στις ΗΠΑ το 1992

Τη δεκαετία του ’80 υπήρξαν φόνοι στις ΗΠΑ που είχαν κίνητρο την απληστία, διαπράχθηκαν από νεαρούς και προνομιούχους «γιάπις» και απέκτησαν μεγάλη προβολή από τα μέσα ενημέρωσης. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι φόνοι των αδερφών Μενέντεζ, των οποίων η δίκη με την τηλεοπτική κάλυψη καθήλωσε το κοινό (Criminal Minds: Αδελφοί Menendez - Τα κακομαθημένα πλουσιόπαιδα που σκότωσαν τους γονείς τους) και οι φόνοι της «Λέσχης των Νεαρών Δισεκατομμυριούχων» (Criminal Minds: Ο Τζο Χαντ και η Λέσχη των Νεαρών Δισεκατομμυριούχων) που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστή τον Κέβιν Σπέισι. Οι φόνοι της οικογένειας Γιούελ ήταν ο επίλογος στους φόνους τέτοιου τύπου.  

Ήταν 19 Απριλίου 1992, Κυριακή του Πάσχα. Ο 59χρονος Ντέιλ Γιούελ, η 57χρονη γυναίκα του Γκλη και η 25χρονη κόρη τους Τίφανι είχαν περάσει τη μέρα του Πάσχα στο παραθαλάσσιο εξοχικό τους και επέστρεφαν το βράδυ στο σπίτι τους, στο Φρέσνο της Καλιφόρνιας, με δυο αυτοκίνητα. Πρώτα έφτασαν η Τίφανι με τη μητέρα της. Μόλις η Τίφανι μπήκε στο σπίτι, ένας άγνωστος την πυροβόλησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Έπεσε αμέσως νεκρή, σπάζοντας τα μπουκάλια κρασιού που είχε στην αγκαλιά της. Η Γκλη έτρεξε προς το εσωτερικό του σπιτιού για να αποφύγει τον δράστη, αλλά εκείνος την πρόλαβε και τη σκότωσε πυροβολώντας την τέσσερις φορές. Μισή ώρα αργότερα έφτασε ο πατέρας, ο Ντέιλ. Μόλις πέρασε το κατώφλι του σπιτιού, ο δράστης τον πυροβόλησε από πίσω και τον σκότωσε ακαριαία. Οι δολοφονίες δεν έγιναν γνωστές ως την επόμενη μέρα.

Τη Δευτέρα το πρωί η γυναίκα που καθάριζε το σπίτι τον Γιούελ ξαφνιάστηκε που βρήκε τις πόρτες κλειδωμένες. Άνοιξε με το κλειδί της και διαπίστωσε ότι ο συναγερμός ήταν απενεργοποιημένος. Ακόμη μεγαλύτερο σοκ την περίμενε μέσα στο σπίτι, όταν αντίκρισε τα τρία πτώματα με ξεραμένο αίμα γύρω τους, στο πάτωμα και στα χαλιά. Κάλεσε αμέσως την αστυνομία. Οι Γιούελ ήταν γνωστή και εύπορη οικογένεια του Φρέσνο. Οι αστυνομικοί ενημέρωσαν το τέταρτο μέλος της οικογένειας Γιούελ που έμενε στο σπίτι, τον 21χρονο Ντέινα, που εκείνη τη μέρα είχε την τύχη να βρίσκεται 200 χιλιόμετρα μακριά. 

Ο Ντέιλ Γιούελ ήταν ένας αυτοδημιούργητος πολυεκατομμυριούχος. Είχε μεγαλώσει σε αγρόκτημα στις Μεσοδυτικές Πολιτείες, είχε διδαχθεί πειθαρχία και σκληρή δουλειά από τον πατέρα του και όταν μεγάλωσε σπούδασε αεροναυπηγική και στη συνέχεια υπηρέτησε στην Πολεμική Αεροπορία. Το 1960 γνώρισε τη Γκλη που εργαζόταν τότε στη CIA και ήταν κληρονόμος μεγάλης περιουσίας από πετρέλαια. Παντρεύτηκαν και μετακόμισαν στην Καλιφόρνια, όπου ο Ντέιλ ασχολήθηκε με τις πωλήσεις μικρών αεροπλάνων. Όταν ο ιδιοκτήτης της εταιρίας όπου εργαζόταν κατηγορήθηκε για διακίνηση ναρκωτικών και μπήκε στη φυλακή, ο Ντέιλ αγόρασε την εταιρία κι εργάστηκε σκληρά πουλώντας μικρά αεροπλάνα σε κτηματίες και μαθαίνοντάς τους να πιλοτάρουν και να εποπτεύουν τα χωράφια τους. Οι πωλήσεις της εταιρίας απογειώθηκαν και ο Ντέιλ άρχισε να φτιάχνει την περιουσία του. Οι Ντέιλ είχαν σημαντικές επενδύσεις στο χρηματιστήριο και τοπικές καλλιεργήσιμες εκτάσεις, αλλά παρά την οικονομική τους άνεση, ζούσαν μια λιτή ζωή αποφεύγοντας την επίδειξη του πλούτου τους, που τότε ήταν περίπου 8 εκατομμύρια δολάρια (σημερινά 14 εκατομμύρια δολάρια).

Η Τίφανι ήταν μεταπτυχιακή φοιτήτρια Λογιστικής, πρόσχαρη κι αγαπητή σε φίλους και συμφοιτητές. Ο Ντέινα σπούδαζε οικονομικά στο πανεπιστήμιο της Σάντα Κλάρα και αντίθετα με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας έκανε επίδειξη της οικονομικής του άνεσης κυκλοφορώντας με χρυσή Μερσεντές και φορώντας ακριβά κοστούμια στο πανεπιστήμιο. Τη μέρα που η οικογένειά του δολοφονήθηκε, ο Ντέινα ήταν φιλοξενούμενος στο σπίτι των γονιών της μνηστής του στο Σαν Φρανσίσκο και ο μέλλων πεθερός του ήταν πράκτορας του FBI. Όσο ο Ντέινα σπούδαζε στο πανεπιστήμιο, παρουσίαζε τα επιτεύγματα του πατέρα του σαν δικά του. Μια τοπική εφημερίδα είχε δημοσιεύσει συνέντευξη του Ντέινα το 1990, όπου εμφανιζόταν ως αυτοδημιούργητος εκατομμυριούχος που απολάμβανε τις πολυτέλειες που του χάρισε η επιτυχία του. Όταν έμαθαν για τα ψέματά του οι γονείς του, τροποποίησαν τα σχέδια που είχαν για την ακίνητη περιουσία τους. Συγγενείς πίστευαν ότι ο Ντέιλ Γιούελ σχεδίαζε να τερματίσει την οικονομική υποστήριξη στον γιο του μετά την αποφοίτησή του, γεγονός που θα ήταν κίνητρο για τους φόνους.

Μετά τους φόνους η αστυνομία επί τέσσερις μέρες ερευνούσε τον τόπο του εγκλήματος στο σπίτι των Γιούελ. Οι αστυνομικοί ντετέκτιβ Σούζα και Κέρτις υποψιάστηκαν ότι ο δολοφόνος είχε κρυφτεί στο σπίτι και περίμενε ώσπου να επιστρέψει η οικογένεια. Η Γκλη είχε πυροβοληθεί τέσσερις φορές, ενώ η Τίφανι και ο Ντέιλ από μια φορά ο καθένας. Οι δολοφονίες φαινόταν να έχουν σχεδιαστεί κι εκτελεσθεί με μεγάλη προσοχή. Ο δράστης είχε καλό στόχο - είχε χάσει μόνο μία από τις πολλές βολές που έριξε. Ένα κουτί με σφαίρες 9 χιλιοστών  που είχε αγοράσει ο πατέρας στις αρχές της δεκαετίας του 1970 βρέθηκε στο σπίτι και οι ερευνητές κατέληξαν ότι αυτές χρησιμοποιήθηκαν για να σκοτώσουν την οικογένεια. Οι σφαίρες που αφαιρέθηκαν από τα πτώματα  είχαν σημάδια που φανέρωναν ότι είχαν βγει από όπλο με σιγαστήρα. Ενώ το σπίτι ήταν αναστατωμένο σαν να είχαν μπει ληστές κι έψαχναν για πολύτιμα αντικείμενα, ο ντετέκτιβ Σούζα που είχε μεγάλη εμπειρία στη διερεύνηση διαρρήξεων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σκηνή ήταν σκηνοθετημένη ώστε να φαίνεται πως η οικογένεια διέκοψε έναν κλέφτη.

Μελετώντας το ιστορικό των θυμάτων η αστυνομία βρήκε πιθανά κίνητρα για τους φόνους σε ανθρώπους με επαγγελματικές δοσοληψίες με τον Ντέιλ και διασυνδέσεις με τη Γκλη από τα χρόνια της στη CIA, αλλά τελικά η έρευνα τους απέκλεισε όλους. Αν και το άλλοθι του Ντέινα Γιούελ για την ώρα των δολοφονιών ήταν η  φιλοξενία του το Σαββατοκύριακο του Πάσχα στην οικογένεια της μνηστής του στο Σαν Φρανσίσκο, οι αστυνομικοί αφού απέκλεισαν κάθε άλλο ύποπτο, εστίασαν τελικά σε αυτόν. Ο θείος του Ντέινα ανέφερε ότι μετά τις δολοφονίες ήταν κολλημένος στις λεπτομέρειες της διαθήκης των γονιών του και θύμωσε όταν έμαθε ότι δε μπορούσε να έχει πρόσβαση στα πλούτη της οικογένειας μέχρι τα τριάντα του. Τα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία μετά το θάνατό τους βρίσκονταν σε καταπίστευμα. Ένας διαχειριστής θα πλήρωνε για τη φροντίδα και τα έξοδα του Ντέινα μέχρι την ηλικία των 25 ετών, ενώ από τα 25 έως τα 30 θα λάμβανε μερίσματα από επενδύσεις, αλλά δε θα είχε πρόσβαση ο ίδιος.  

Ο Τζόελ Ράντοβσιτς, φίλος του Ντέινα στο πανεπιστήμιο, εγκατέλειψε απότομα τις σπουδές του λίγο μετά τους φόνους και τράβηξε τις υποψίες των αστυνομικών. Ο Ντέινα είχε εμμονή με τα χρήματα και την κοινωνική θέση, ο Ράντοβσιτς με τα όπλα και τα εκρηκτικά. Ο Ντέινα και ο Ράντοβσιτς τράβηξαν περισσότερο τις υποψίες, όταν εγκαταστάθηκαν στο σπίτι της οικογένειας Γιούελ λίγες εβδομάδες μετά τους φόνους. Έκαναν πολλές αγορές με μετρητά, ενώ ο Ράντοβσιτς (αν και άνεργος) έκανε ακριβά μαθήματα πτήσης με ελικόπτερο - οι αστυνομικοί ανακάλυψαν ότι οι πληρωμές γίνονταν από τον Ντέινα. Οι δυο τους επικοινωνούσαν με βομβητή και συνομιλούσαν από δημόσια τηλέφωνα, ώστε να μην παρακολουθούνται οι συνομιλίες τους.

Η αστυνομία τους παρακολουθούσε στενά για πολλούς μήνες. Ο Ντέινα έφυγε για λίγο καιρό από το πανεπιστήμιο και πήγαινε στο γραφείο της μικρής εταιρείας αεροπλάνων του πατέρα του, απαντώντας σε τηλεφωνήματα και δίνοντας ελάχιστη προσοχή στην επιχείρηση. Άρχισε να ξοδεύει μεγάλα χρηματικά ποσά, αγοράζοντας ένα αεροπλάνο 130.000 δολαρίων και πράγματα για τον εαυτό του. Πούλησε τις γούνες της μητέρας του και τριγυρνούσε με την Κάντιλακ της οικογένειας, συχνά με τον Ράντοβσιτς στο πλευρό του. Ο Ράντοβσιτς ταράχτηκε την πρώτη φορά που οι δυο αστυνομικοί, οι υπεύθυνοι για τη διερεύνηση των δολοφονιών Γιούελ, ζήτησαν να του μιλήσουν και ρώτησε αν θα τον συλλάβουν. Οι αστυνομικοί είχαν πεισθεί ότι Ράντοβσιτς και Ντέινα ευθύνονταν για τις δολοφονίες, αλλά χρειάστηκαν τρία χρόνια για να συγκεντρώσουν τα στοιχεία που θα στοιχειοθετούσαν την ενοχή τους – γνωρίζοντας όλον αυτόν τον καιρό ότι ο αλαζονικός Ντέινα, με δείκτη νοημοσύνης 170, τους ειρωνευόταν και τους κορόιδευε αποκαλώντας τους αργόστροφους και διανοητικά καθυστερημένους. 

Η εγκληματολογική εξέταση έδειξε ότι το όπλο των δολοφονιών ήταν ένα ειδικό όπλο 9 χιλιοστών. Τέτοιο όπλο είχε αγοραστεί από έναν φίλο του Ράντοβσιτς, τον Τζακ Πονσέ, λίγο πριν τους φόνους. Ο Πονσέ παραδέχτηκε ότι αγόρασε το όπλο για τον Ράντοβσιτς, αλλά αρνήθηκε πως γνώριζε ότι θα χρησιμοποιηθεί για τις δολοφονίες. Ο Πονσέ απέκρυψε επίσης στοιχεία μετά τους φόνους, γεγονός που τον καθιστούσε συνεργό. Του έγινε πρόταση να συνεργαστεί με την Εισαγγελία ώστε να του χορηγηθεί ασυλία από τη δίωξη και συμφώνησε να καταθέσει εναντίον του Ντέινα Γιούελ και του Τζόελ Ράντοβσιτς. Σύμφωνα με τους εισαγγελείς, τα αστυνομικά και τα δικαστικά έγγραφα, ο Ντέινα Γιούελ προσέφερε στον Ράντοβσιτς τη μισή περιουσία της οικογένειάς του για να σκοτώσει τους γονείς και την αδελφή του. Οι δυο τους σκόπευαν να μετακομίσουν στην Ευρώπη για να ζήσουν με τα χρήματα.

Η Εισαγγελία του Φρέσνο άσκησε ποινική δίωξη εναντίον του Ντέινα Γιούελ και του Τζόελ Ράντοβσιτς, οι οποίοι συνελήφθησαν στις αρχές του 1995. Η δίκη άρχισε στις 16 Δεκεμβρίου 1997, διήρκεσε πάνω από οκτώ μήνες, είχε μεγάλη προβολή και συγκλόνισε τις ΗΠΑ. Οι ένορκοι, πολλοί από αυτούς γονείς, μελέτησαν ενδελεχώς τα στοιχεία αδυνατώντας να πιστέψουν ότι οι δυο νεαροί είχαν διαπράξει τρεις ειδεχθείς δολοφονίες για χρηματικό όφελος.

Στις 12 Μαϊου 1998 κρίθηκαν ένοχοι για τρεις ανθρωποκτονίες από πρόθεση. Παρότι αντιμετώπιζαν την πιθανότητα της θανατικής ποινής, τελικά στις 20 Ιουλίου 1998 καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα αναστολής. Όλες οι προσφυγές απορρίφθηκαν και βρίσκονται φυλακισμένοι στην Καλιφόρνια, σε πτέρυγα απομόνωσης από τον γενικό πληθυσμό των φυλακών.