Κοσμος

Είναι ο βιασμός πράξη φαλλοκρατίας ή βιολογικής καθυστέρησης;

Ή και τα δύο;

Ελπίδα Κουμιώτου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το έγκλημα του βιασμού, οι πεποιθήσεις και οι αντιλήψεις των ανθρώπων για το φαινόμενο κατά καιρούς

Η αντίθεση μεταξύ «συντηρητικών» και «προοδευτικών» είναι ορατή και στο πώς βλέπουν την εγκληματικότητα. Οι προοδευτικοί τείνουν να πιστεύουν ότι δεν γεννιόμαστε εγκληματίες, κι ότι οι κοινωνικές δομές είναι υπεύθυνες για την κατασκευή αντικοινωνικών στοιχείων· ότι οι εγκληματίες είναι το αποτέλεσμα της φτώχειας, των ανισοτήτων και των αδικιών. Από την άλλη πλευρά, οι συντηρητικοί πιστεύουν ότι η εγκληματικότητα είναι απόρροια ατομικής απουσίας ηθικής και τονίζουν ότι ήταν πολύ χαμηλή σε περιόδους φτώχειας όπως η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930. Σύμφωνα με τους συντηρητικούς, θα υπάρχουν πάντοτε άνθρωποι με προδιάθεση να εκμεταλλευτούν και να βλάψουν τους άλλους - και γι’ αυτό πρέπει να υπάρχουν θεσμοί για να τους συγκρατούν, να προλαμβάνουν τα εγκλήματα και να τα τιμωρούν. Στα μάτια των προοδευτικών αυτοί οι θεσμοί είναι ταυτοχρόνως η αιτία του κακού και το «αναγκαίο κακό» της αντιμετώπισής του.

Είναι αλήθεια ότι οι εγκληματίες προέρχονται, κατά πλειοψηφία, από χαμηλά κοινωνικά στρώματα - αν και όχι κατά συντριπτική πλειοψηφία. Αυτό το δεδομένο ενισχύει τη θέση που τους υπερασπίζεται ως θύματα της κοινωνικής διάρθρωσης. Αλλά η ερμηνεία αυτή φαίνεται πως δεν ισχύει για τη σεξουαλική εκμετάλλευση και τον βιασμό, εγκλήματα που επισύρουν μεγάλες σωματικές και ψυχικές βλάβες χωρίς να μπορούμε να διακρίνουμε πάντοτε κάποιο ταξικό περιεχόμενο.

Ο βιασμός είναι έγκλημα των ανδρών -οι περιπτώσεις με ένοχες γυναίκες είναι πάρα πολύ σπάνιες. Το φαινόμενο δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη συνηθισμένη ταξική λογική: η αριστερά το εξηγεί μέσω των δομών της πατριαρχίας που διατρέχουν όλες τις κοινωνικές τάξεις. Σε αυτό το σημείο, οι προοδευτικοί τείνουν, εκόντες άκοντες, να παραδεχτούν ότι οι καλοί φτωχοί εργάτες και οι κακοί πλούσιοι άνδρες μοιράζονται κάποια χαρακτηριστικά και έχουν ροπή προς τα ίδια εγκλήματα.

Το 1975, η Αμερικανίδα φεμινίστρια Susan Brownmiller έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Ο βιασμός» όπου ανέλυε το φαινόμενο ως «εσκεμμένη πράξη εκφοβισμού κατά την οποία όλοι οι άνδρες τοποθετούν όλες τις γυναίκες σε κατάσταση διαρκούς υποταγής». Η Brownmiller υποστήριζε ότι ο βιασμός είναι μια αρσενική επινόηση που διαιωνίζει την πατριαρχία και μαθαίνει τις γυναίκες να φοβούνται τους άνδρες και να βλέπουν το ανδρικό γενετήσιο όργανο σαν ένα όπλο που μπορεί να τους προξενήσει σωματική και ψυχική βλάβη, άρα για ένα όργανο εξουσίας που ασκείται και επιβάλλεται βιαίως. Ως προϊστορική επινόηση, ο βιασμός πρέπει να θεωρηθεί θεμέλιο της ανθρώπινης κοινωνίας όπως η φωτιά και ο πέλεκυς. Υπό αυτή την έννοια, που σήμερα θεωρείται αποδεκτή -ο βιασμός είναι βίαιο έγκλημα που καταδεικνύει τα υπολείμματα της πατριαρχίας- βγαίνουμε από τη λογική δεξιάς-αριστεράς ή μάλλον πλησιάζουμε την αριστερή αντίληψη σύμφωνα με την οποία πρόκειται για διαταξικό έγκλημα που οφείλεται στην πατριαρχία.

Παλιότερα, οι άνθρωποι πίστευαν ότι ο βιασμός ήταν έγκλημα πάθους, μια θεωρία που τον δικαιολογούσε ή του έδινε ελαφρυντικά. Όμως, από τη δεκαετία του 1970, αποχωρίστηκε από τα εγκλήματα «εν βρασμώ ψυχής» ή από τα εγκλήματα με κίνητρο την ερωτική ζήλια και την ερωτική κτητικότητα. Όχι μόνο επειδή δεν συνοδεύεται από «αισθήματα», αλλά επειδή σε πλείστες περιπτώσεις πρόκειται για προμελετημένο έγκλημα: ήδη, στη δεκαετία του 1950 ο Ισραηλινός κοινωνιολόγος Menachem Amir έδειξε με μια έρευνα που έκανε στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ ότι 8 στους 10 βιασμούς ήταν αποτέλεσμα σχεδίου και όχι, όπως πιστευόταν εκείνη την εποχή, συνέπεια μιας στιγμής όπου «θόλωνε ο νους». Με λίγα λόγια, τον βιασμό δεν πυροδοτεί το δήθεν προκλητικό ντύσιμο ή τα «μηνύματα» που εκπέμπει το θύμα. Προηγείται συνήθως στρατηγική προετοιμασία· δεν τίθεται ζήτημα ακατανίκητης ερωτικής επιθυμίας. Πάντως, δεν συμφωνούν όλοι με αυτή την ανάλυση.

Οι ανθρωπολόγοι που προσπάθησαν κατά καιρούς να αναδείξουν πρωτόγονες κουλτούρες ως ηθικά ανώτερες από τον δυτικό πατριαρχικό πολιτισμό είπαν πολλά ψέματα για τα σεξουαλικά ήθη διαφόρων φυλών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Margaret Mead που εξιδανίκευσε τις φυλές των νησιών Σαμόα και την οποία διέψευσε ένας άλλος ανθρωπολόγος, ο Derek Freeman, που αποκάλυψε ότι στα νησιά Σαμόα όχι μόνο δεν έλειπε ο βιασμός αλλά ήταν πολύ συχνό φαινόμενο. Απλώς στις πρωτόγονες φυλές ο φαλλός δεν συνδέεται με τη σεξουαλική απόλαυση αλλά με τη λειτουργία του ως κοινωνικό σύμβολο εξουσίας. Η δυτική ανάλυση περί εγκληματικότητας δεν έχει καμιά ισχύ σε αυτές τις κοινωνίες.

Ο βιασμός είναι συνηθισμένη πρακτική στα ζώα και οι ζωολόγοι έχουν παρατηρήσει αναγκαστική συνουσία σε πιθήκους και ελάφια: τα αρσενικά είναι εκείνα που αναγκάζουν τα θηλυκά και δεν έχει σημειωθεί το αντίστροφο. Επίσης, ο βιασμός στα ζώα δεν φαίνεται συχνότερος σε αντίξοες συνθήκες όπως υπερπληθυσμός, αιχμαλωσία ή ασθένεια. Τα ζώα βιάζουν σχεδόν πάντοτε θηλυκά σε γόνιμη ηλικία. Η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι παρόμοια:  η ηλικία και η εμφάνιση των γυναικών παίζουν κεντρικό ρόλο -οι νέες και εμφανίσιμες γυναίκες είναι ο κύριος στόχος των βιαστών- αν και βεβαίως υπάρχουν βιαστές που εγκληματούνσε παιδιά και ηλικιωμένες γυναίκες. Σύμφωνα με τη National Sexual Assault Hotline, το 54% των θυμάτων βιασμού είναι 18-34 ετών, το 28% 35-64, το 15% 12-17 και 3% πάνω από 65.

Σύμφωνα με τους εξελικτικούς βιολόγους, με τους οποίους ευθυγραμμίζονται οι συντηρητικοί, ο βιασμός είναι ένα από τα κατάλοιπα της βιολογικής μας εξέλιξης, ένα κατάλοιπο πρωτογωνισμού, το οποίο σβήνει ο πολιτισμός και το νομικό σύστημα, αλλά αναζωπυρώνουν οι μη κανονικές συνθήκες διαβίωσης: για παράδειγμα, στο περιβάλλον της φυλακής οι βιασμοί είναι συχνότεροι και βιαιότεροι από όσο σε συνθήκες ελευθερίας ακόμα και μεταξύ ανθρώπων που έχουν διαπράξει άλλα εγκλήματα. Πράγματι, και σε αυτή την περίπτωση μπορούμε να δούμε τους βιασμούς στις φυλακές ως πράξη υπεροχής-υποταγής.

Έτσι κι αλλιώς όσοι πιστεύουν περισσότερο στη βιολογία και λιγότερο στην ψυχοποιητική ικανότητα της κοινωνίας, βλέπουν τον βιαστή σαν έναν πρωτόγονο άνθρωπο που δεν μπορεί να συγκρατήσει και να διοχετεύσει καταλλήλως τις σεξουαλικές του επιθυμίες. Οι συντηρητικοί δυσπιστούν έναντι της θεωρίας της πατριαρχικής εξουσίας: φρονούν ότι ανάμεσά μας υπάρχουν, και ότι πιθανότατα θα υπάρχουν πάντοτε, νοσηρά άτομα με αντικοινωνική σεξουαλικότητα και εγκληματική συμπεριφορά.

Με πληροφορίες από το Quillete.