Κοσμος

«Τα αγόρια δεν κλαίνε»: Το έγκλημα μίσους πίσω από τη βραβευμένη ταινία

Η υπόθεση που έγινε αφορμή να ψηφιστούν πολλοί νόμοι για την τιμωρία εγκλημάτων μίσους προς διεμφυλικά άτομα

Μιμή Φιλιππίδη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπόθεση Τίνα Μπράντον: Η ιστορία πίσω από την άγρια δολοφονία στην οποία βασίστηκε η ταινία “Boys Don't Cry” που βραβεύτηκε με Όσκαρ.

Η Τίνα Μπράντον γεννήθηκε στο Λίνκολν της Νεμπράσκα. Ο πατέρας της σκοτώθηκε σε τροχαίο, όταν ακόμη η έφηβη μητέρα της Τζοάν ήταν έγκυος σε εκείνη. Η Τίνα και η μεγαλύτερη αδερφή της Τάμι μεγάλωσαν με τη γιαγιά τους στο Λίνκολν, ώσπου η μητέρα τους τις πήρε κοντά της, όταν η Τίνα ήταν τριών και η Τάμι έξι ετών. Η οικογένεια ζούσε σε ένα πάρκο με τροχόσπιτα στο βορειοανατολικό Λίνκολν και η μητέρα εργαζόταν σε ένα κατάστημα γυναικείων ειδών για να συντηρεί την οικογένεια. Στην παιδική της ηλικία, όπως αποκάλυψε αργότερα η Τίνα, η ίδια και η Τάμι κακοποιούνταν σεξουαλικά από τον θείο τους για αρκετά χρόνια. Η Τζοάν ξαναπαντρεύτηκε το 1975, αλλά χώρισε το 1980 και από τότε συντηρούσε μόνη της τις δυο κόρες της.

Η Τίνα ήταν ένα εύθυμο και γεμάτο ζωντάνια παιδί, ένα αγοροκόριτσο από την παιδική της ηλικία. Στην εφηβεία, άρχισε να έχει πρόβλημα με τη βιολογική της ταυτότητα. Ένιωθε ότι ήταν άντρας εγκλωβισμένος στο σώμα γυναίκας. Δήλωνε ότι ονομαζόταν Μπράντον Τίνα (αντιστρέφοντας το όνοματεπώνυμό της) και φλέρταρε νέα κορίτσια, τα οποία τη λάτρευαν. Η Τίνα φαινόταν να ξέρει τι λαχταράει μια κοπέλα και να της το προσφέρει. Στο αγροτικό υπερσυντηρητικό περιβάλλον της επαρχιακής Νεμπράσκα, όπου αφθονούν το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, η βία και οι ανύπαντρες έφηβες μητέρες, η Τίνα παρουσιαζόταν ως άντρας αποκρύβοντας την αληθινή της ταυτότητα, έκανε ακριβά δώρα στις φιλενάδες της και τους πρόσφερε έρωτα, σεβασμό, φροντίδα, ενώ παράλληλα συναναστρεφόταν αγόρια της ηλικίας της και αντάλλασσε μαζί τους απόψεις για τις γυναίκες. Όλο αυτόν τον καιρό η μητέρα της αρνιόταν να δεχτεί την αρσενική ταυτότητά της και συνέχιζε να την αποκαλεί κόρη της (και να την φωνάζει Τίνα και όχι Μπράντον).

Η Τίνα και η αδερφή της φοίτησαν σε Καθολικό Γυμνάσιο και Λύκειο στο Λίνκολν, όπου η Τίνα δεν προσαρμόστηκε ποτέ απόλυτα. Στη διάρκεια του δεύτερου έτους, απέρριψε τον Χριστιανισμό αφού διαμαρτυρήθηκε σε έναν ιερέα για τις χριστιανικές απόψεις γύρω από την αποχή από το σεξ και την ομοφυλοφιλία. Άρχισε επίσης να επαναστατεί στο σχολείο και να ντύνεται πιο αντρικά, παραβιάζοντας τον σχολικό ενδυματολογικό κώδικα. Στο πρώτο εξάμηνο του τελευταίου έτους, ένας στρατολόγος από τον στρατό των ΗΠΑ επισκέφθηκε το σχολείο, ενθαρρύνοντας τους μαθητές να καταταγούν στις ένοπλες δυνάμεις. Η Τίνα εγγράφηκε στο στρατό των ΗΠΑ λίγο αφότου έκλεισε τα 18 και ήλπιζε να υπηρετήσει στον Πόλεμο του Κόλπου (Operation Desert Shield). Ωστόσο, κόπηκε στις γραπτές εισαγωγικές εξετάσεις. Εκεί που έπρεπε να σημειώσει το φύλο, τσέκαρε «άρρεν».

Τον Δεκέμβριο του 1990, η Τίνα πήγε σε ένα πάρκο ψυχαγωγίας με τις φίλες της. Είχε δέσει με επιδέσμους το στήθος ώστε να κρύψει τη γυναικεία της ταυτότητα και να περνιέται για αγόρι. Η 18χρονη Tίνα βγήκε ραντεβού με ένα 13χρονο κορίτσι. Γνώρισε επίσης την 14χρονη Χέδερ και άρχισε να ντύνεται τακτικά ως άνδρας. Τους μήνες που κόντευε να αποφοιτήσει από το λύκειο, η Τίνα είχε γίνει ασυνήθιστα εύθυμη και εξωστρεφής. Άρχισε επίσης να κάνει κοπάνες και να αμελεί τα μαθήματά της, ώσπου τελικά αποβλήθηκε από το λύκειο τον Ιούνιο του 1991, τρεις ημέρες πριν από την αποφοίτηση. Το καλοκαίρι του 1991, η Τίνα ξεκίνησε την πρώτη της μεγάλη σχέση, με τη Χέδερ.

Τον Ιανουάριο του 1992, η Τίνα υποβλήθηκε σε ψυχιατρική αξιολόγηση, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπέφερε από μια σοβαρή «κρίση σεξουαλικής ταυτότητας». Το 1993, εξαιτίας κάποιου νομικού προβλήματος, μετακόμισε στην περιοχή Φωλς Σίτυ της κομητείας Ρίτσαρντσον της Νεμπράσκα, όπου δήλωνε αποκλειστικά άντρας. Έπιασε φιλία με  αρκετούς κατοίκους της περιοχής, άρχισε να έχει σχέση με τη 18χρονη Λίντα Τίσντελ και να κάνει παρέα με δυο αγόρια, πρώην καταδίκους. Ήταν ο Τζον Λ. Λότερ και ο Τομ Νίσεν, που προέρχονταν από διαλυμένες οικογένειες, περνούσαν κατά καιρούς φάσεις κατάθλιψης, είχαν σχετικά χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, πίστευαν στην ανωτερότητα της λευκής φυλής και στη φυλακή είχαν μάθει ότι υπερισχύει ο πιο δυνατός. Στις 19 Δεκεμβρίου 1993, η Τίνα συνελήφθη για πλαστογράφηση επιταγών. Η Τίσντελ πλήρωσε την εγγύηση με χρήματα που είχε πάρει από τον πατέρα της. Επειδή η Τίνα ήταν στο γυναικείο τμήμα της φυλακής και η Τίσντελ ρώτησε τον λόγο, η Τίνα ανέφερε ότι είναι τρανσέξουαλ. Αργότερα, της είπε ότι ήταν ερμαφρόδιτος που είχε αρχίσει την αλλαγή φύλου με ορμονοθεραπεία. Η Τίσντελ δεν ενοχλήθηκε και συνέχισαν τη σχέση τους.

Η δημοφιλία όμως της Τίνα (ως Μπράντον) στα κορίτσια είχε αρχίσει να ενοχλεί τους δυο άντρες της παρέας, που είχαν και υποψίες για την αληθινή της ταυτότητα. Στη διάρκεια ενός πάρτι την παραμονή των Χριστουγέννων του 1993, ο Νίσεν και ο Λότερ άρπαξαν την Τίνα και την ανάγκασαν να βγάλει το παντελόνι, για να αποδείξουν στην Τίσντελ ότι είχε γυναικείο κόλπο. Η Τίσντελ κοίταξε μόνο όταν την ανάγκασαν και δεν είπε τίποτα. Ο Λότερ και ο Νίσεν ανάγκασαν μετά την Τίνα να μπει με τη βία στο αυτοκίνητο. Οδήγησαν σε μια ερημική περιοχή, όπου βρισκόταν μόνο ένα εργοστάσιο συσκευασίας κρέατος, κι εκεί την ξυλοκόπησαν και τη βίασαν ομαδικά και βάναυσα. Στη συνέχεια επέστρεψαν στο σπίτι του Νίσεν και τη διέταξαν να κάνει ντους. Η Τίνα δραπέτευσε από το μπάνιο του Νίσεν, βγαίνοντας από το παράθυρο και πήγε στο σπίτι της Τίσντελ. Εκείνη την έπεισε να κάνει καταγγελία στην αστυνομία, παρότι ο Νίσεν και ο Λότερ την είχαν προειδοποιήσει να μην πει στην αστυνομία για τον βιασμό, αλλιώς θα της έκλειναν το στόμα για πάντα. Η Τίνα πήγε επίσης στο νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε εξέταση για βιασμό (δυστυχώς αργότερα η εξέταση χάθηκε).

Ο σερίφης Τσαρλς Λω έκανε ερωτήσεις στην Τίνα για τον βιασμό. Στο υλικό που έχει καταγραφεί σε κασετόφωνο, φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη σεξουαλικότητα της Τίνα και να μην καταλαβαίνει βασικά πράγματα, σε σημείο που η Τίνα βρίσκοντας τις ερωτήσεις του αγενείς και αχρείαστες, αρνιέται να απαντήσει. Ο Νίσεν και ο Λότερ έμαθαν για την καταγγελία και άρχισαν να αναζητούν την Τίνα, αλλά δεν την βρήκαν. Τρεις μέρες αργότερα κλήθηκαν από την αστυνομία. Ο σερίφης ωστόσο αρνήθηκε να τους συλλάβει λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.

Ξημερώματα της 31ης Δεκεμβρίου 1993, ο Νίσεν και ο Λότερ οδήγησαν στο σπίτι της Λίζας Λάμπερτ (φίλης της Τίσντελ), όπου έμαθαν ότι έμενε η Τίνα. Στο σπίτι όμως, εκτός από την Τίνα, έμεναν και η Λίζα Λάμπερτ με το βρέφος της και ένας φιλοξενούμενος μαύρος άντρας. Οι δυο πρώην κατάδικοι ήταν αποφασισμένοι να σκοτώσουν την Τίνα Μπράντον και να μην αφήσουν μάρτυρες. Σε λίγη ώρα ήταν όλοι νεκροί, εκτός από το βρέφος. Ο Νίσεν και ο Λότερ συνελήφθησαν σύντομα και κατηγορήθηκαν για τον φόνο. Ο Νίσεν κατηγόρησε τον Λότερ ότι διέπραξε τις δολοφονίες και με αντάλλαγμα μειωμένη ποινή παραδέχτηκε ότι συμμετείχε στον βιασμό και τη δολοφονία της Τίνα (μετά τους πυροβολισμούς του Λότερ, τη μαχαίρωσε για να βεβαιωθεί ότι πέθανε, επειδή είδε το μάτι της να τρεμοπαίζει). Ο Νίσεν καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Ο Λότερ καταδικάστηκε σε θάνατο.

Το δράμα των διεμφυλικών ατόμων είναι μεγάλο. Αν φερθούν όπως αισθάνονται, η κοινωνία τους μισεί και τους απομονώνει. Αν φερθούν όπως θέλει η κοινωνία, μισούν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Ο ένας στους δυο δεν ζει μέχρι τα γεράματα. Ή αυτοκτονεί, ή δολοφονείται. Η ιστορία της Τίνα Μπράντον που έπασχε από διαταραχή ταυτότητας φύλου (ή μάλλον, γένους, όπως διορθώνουν οι πάσχοντες) έγινε αφορμή να ψηφιστούν πολλοί νόμοι για την τιμωρία εγκλημάτων μίσους προς διεμφυλικά άτομα. Μεταφέρθηκε επίσης στον κινηματογράφο (“Boys Don't Cry”) και η Χίλαρι Σουάνκ ως πρωταγωνίστρια απέσπασε το Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου το 1999.