Κοσμος

JonBenét Ramsey: Η δολοφονία μιας μικρής Βασίλισσας της Ομορφιάς

Ένα μυστήριο που δεν εξιχνιάστηκε ποτέ

Μιμή Φιλιππίδη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπόθεση JonBenét Ramsey: Η δολοφονία του εξάχρονου κοριτσιού που συγκλόνισε τις ΗΠΑ και δεν εξιχνιάστηκε ποτέ.

Κολοράντο, Δεκέμβριος 1996. Ο Τζον Ράμζι, ιδιοκτήτης μεγάλης εταιρίας υπολογιστών, κι η οικογένειά του επισκέπτονται την παραμονή των Χριστουγέννων του 1996 γείτονές τους στο Μπόλντερ του Κολοράντο, όπου κατοικούν. Πρόκειται για τη δεύτερη οικογένεια του Ράμζι και περιλαμβάνει τη γυναίκα του Πάτσι (39 ετών) και τα δυο παιδιά τους, τον 9χρονο Μπερκ και την 6χρονη ΤζονΜπενέ. Η Τζον Μπενέ είναι ένα χαριτωμένο κοριτσάκι που έχει ήδη κερδίσει πολλούς τίτλους σε παιδικά καλλιστεία, με την υποστήριξη της μητέρας της που είχε υπάρξει Βασίλισσα της Ομορφιάς στα νιάτα της. Το βράδυ επιστρέφουν στη μονοκατοικία τους, που μέσα στο ψιλόχιονο και στολισμένη με γιορτινά λαμπάκια μοιάζει βγαλμένη από Χριστουγεννιάτικο παραμύθι.

Το ξημέρωμα των Χριστουγέννων όμως είναι εφιαλτικό. Πριν τις 6 το πρωί, η Πάτσι βρήκε στα σκαλιά που οδηγούσαν στην κουζίνα του ισογείου ένα ανυπόγραφο σημείωμα δυόμιση σελίδων. Τότε συνειδητοποίησε ότι η ΤζονΜπενέ είχε απαχθεί από το σπίτι, σύμφωνα με τους γράφοντες, οι οποίοι απαιτούσαν 118.000 δολάρια για λύτρα, θα τηλεφωνούσαν αργότερα για να δώσουν τις απαραίτητες οδηγίες και συμβούλευαν τους Ράμζι να μην καλέσουν την αστυνομία. Η Πάτσι κάλεσε αμέσως την Άμεση Δράση. Σε τρία λεπτά οι πρώτοι αστυνομικοί βρίσκονταν στο σπίτι της οικογένειας. Σε μια ώρα είχε φτάσει και η Σήμανση.

Δυστυχώς από την αρχή, η έρευνα ήταν γεμάτη λάθη και παραλείψεις. Μαζί με την αστυνομία είχαν φτάσει και πολλοί φίλοι των Ράμζι για συμπαράσταση, οι οποίοι ελεύθερα τριγυρνούσαν στο σπίτι, μετακινούσαν αντικείμενα, σκούπιζαν, και γενικά αλλοίωναν στοιχεία χρήσιμα για τη Σήμανση. Ένας πρώτος έλεγχος του σπιτιού από την αστυνομία δεν είχε αποφέρει κανένα χρήσιμο στοιχείο. Ενώ οι απαγωγείς δεν είχαν καλέσει ακόμη στις 11 το πρωί, έγινε σύσταση στον πατέρα να ερευνήσει κι εκείνος, μαζί με ένα φίλο, το σπίτι. Αρχίζοντας από το υπόγειο, ο πατέρας άνοιξε μια κλειδωμένη πόρτα -που δεν είχε επιμείνει η αστυνομία να ανοίξει. Πίσω της βρισκόταν το άψυχο σώμα της ΤζονΜπενέ, με μια θηλιά από σκοινί στο λαιμό, σκεπασμένο με μια κουβέρτα. Συγκλονισμένος ο πατέρας πήρε το πτώμα αγκαλιά και το μετέφερε ο ίδιος στο ισόγειο. Τώρα πια ήταν σαφές ότι η αστυνομία δεν είχε να χειριστεί μια απαγωγή, αλλά μια ανθρωποκτονία.

Η επιστολή για τα λύτρα είχε γραφτεί με στυλό των Ράμζι σε χαρτί από το μπλοκ που είχαν οι Ράμζι στην κουζίνα. Το κείμενο ήταν πολύ μεγάλο - κάτι που κορυφαίος άνθρωπος της Σήμανσης δήλωσε ότι δεν είχε δει ποτέ στα 60 χρόνια καριέρας. Επίσης, το ποσό των λύτρων -παράξενο νούμερο- ήταν το ποσό που είχε δώσει την προηγούμενη χρονιά ως δώρο Χριστουγέννων ο Τζον Ράμζι στους υπαλλήλους του. Συμπερασματικά, το σημείωμα ήταν απίθανο να γράφτηκε από κάποιον άγνωστο στους Ράμζι. Έξι πιστοποιημένοι γραφολόγοι έλεγξαν τον γραφικό χαρακτήρα κάθε μέλους της οικογένειας. Αποδείχτηκε ότι κανείς τους δεν το είχε γράψει.

Επίσημα, ως αιτία θανάτου μετά τη νεκροψία/νεκροτομή είχε αναφερθεί η ασφυξία από στραγγαλισμό, σε συνδυασμό με βαρύ κρανιοεγκεφαλικό τραύμα. Ο δράστης είχε χτυπήσει με βαρύ αντικείμενο το παιδί, σπάζοντας μέρος του βρεγματικού οστού. Ο βρόχος ήταν ένα κομμάτι πλαστικού σκοινιού που στην άκρη ο δράστης είχε δέσει και είχε περιστρέψει ένα κομμάτι ξύλου. Το ξύλο ήταν η άκρη από πινέλο ζωγραφικής της Πάτσι που βρέθηκε στο σπίτι (ποτέ δε βρέθηκε ωστόσο το μεσαίο κομμάτι από το πινέλο). Δεν υπήρχαν ίχνη συμβατικού βιασμού, αλλά υπήχαν ίχνη κολπικού τραυματισμού. Τα γεννητικά όργανα είχαν σκουπιστεί με πανί, ενώ στο εσώρουχο είχε βρεθεί αίμα. (Τον Δεκέμβριο του 2003, οι ερευνητές έβγαλαν αρκετό υλικό από το δείγμα μικτού αίματος που βρέθηκε στο εσώρουχο της ΤζονΜπενέ και μπόρεσαν να δημιουργήσουν ένα προφίλ DNΑ που ανήκε σε άγνωστο άντρα και απέκλειε το DNA των αντρών Ράμζι. Αυτό το DNA υποβλήθηκε στο Σύστημα CODIS του FBΙ, μια βάση δεδομένων που περιέχει περισσότερα από 1,6 εκατομμύρια προφίλ DNA, αλλά το δείγμα δεν αντιστοιχούσε σε κανένα στη βάση δεδομένων).

Οι έρευνες της αστυνομίας από την αρχή επικεντρώθηκαν στους γονείς (ακόμη και στον 9χρονο αδερφό). Οι Ράμζι ήταν μια συντηρητική και αγαπημένη οικογένεια, χωρίς ακραίες αυστηρότητες και ξυλοδαρμούς στην ανατροφή των παιδιών (όπως έκριναν διορισμένοι  από την αστυνομία παιδοψυχολόγοι). Η Πάτσι μπορεί να αγανακτούσε καμιά φορά που η ΤζονΜπενέ δεν είχε μάθει ακόμη (στα 6 της χρόνια) να πηγαίνει μόνη της στην τουαλέτα, αλλά παρά την κούραση και την ταλαιπωρία (και με τη δική της υγεία, αφού πάλευε με τον καρκίνο των ωοθηκών), είχε μεγάλη αδυναμία στη μικρή και δεν υπήρχε περίπτωση να της κάνει κακό.

Η υπόθεση είχε αρχίσει να αποκτά τεράστια προβολή. Οι Ράμζι ήταν πολύ πλούσιοι και η ΤζονΜπενέ ήταν ένα παιδάκι σαν ψεύτικη κούκλα. Βίντεο από τις παραστάσεις που έδινε στα παιδικά καλλιστεία έπαιζαν όλη μέρα στην τηλεόραση. Φυσικά, ο χώρος των παιδικών καλλιστείων είναι μαγνήτης για τους παιδόφιλους. Και φυσικά, κάθε θεατής τηλεοπτικών εκπομπών και κάθε αναγνώστης εφημερίδων διατύπωνε τη δική του άποψη, πλάθοντας σενάρια και ενοχοποιώντας ανθρώπους. Το ζεύγος Ράμζι, από κάποια στιγμή και μετά, αρνιόταν να εκτεθεί στη δημοσιότητα και είχε προσλάβει δικηγόρο που χειριζόταν την επικοινωνία τους σε θέματα γύρω από τη δολοφονία. Πράγμα που έκανε τις υποψίες για ενοχή των γονιών στη δολοφονία να φουντώσουν. (Είναι απίστευτος ο αριθμός των μηνύσεων για δυσφήμηση που ακολούθησαν!)

Στο μεταξύ, τα χρόνια περνούσαν, οι δικαστικοί λειτουργοί στο Μπόλντερ άλλαζαν, αλλά η δολοφονία της ΤζονΜπενέ Ράμζι δεν εξιχνιαζόταν. Μια δεύτερη υπόθεση έκανε λόγο για εισβολέα στο σπίτι των Ράμζι, την οποία είχε αρχικά διατυπώσει ο συνταξιούχος ντετέκτιβ Λου Σμιτ, όταν κλήθηκε από τη την εισαγγελία του Κολοράντο: Ο Σμιτ είχε βρει στο υπόγειο των Ράμζι ένα παράθυρο μισάνοιχτο (από όπου περνούσαν τα καλώδια για τα Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια) και μια βαλίτσα ακουμπισμένη στο πάτωμα μπροστά στο παράθυρο. Ο εισβολέας μπορούσε κάλλιστα να έχει μπει στο σπίτι το βράδυ της Παραμονής των  Χριστουγέννων (όσο η οικογένεια έλειπε), να έγραψε με την ησυχία του το σημείωμα απαγωγής και αργότερα (όταν η οικογένεια είχε κοιμηθεί) να πήρε την ΤζονΜπενέ από το κρεβάτι της (τα σημάδια στο κρανίο της μικρής, σύμφωνα με τον Σιμ, είχαν προκληθεί από το εργαλείο που χρησιμοποίησε ο δράστης για να την αναισθητοποιήσει). Στην πορεία, δυστυχώς για κάποιο λόγο τη δολοφόνησε και έφυγε  βγαίνοντας πάλι από το παράθυρο. (Ο Σμιτ επίσης αναρωτιόταν γιατί δεν είχαν φωτογραφηθεί από την αστυνομία τα ίχνη παπουτσιών πάνω στο χιόνι, περιμετρικά του σπιτιού). Δυστυχώς, πολλοί είχαν απαξιώσει τη θεωρία του, όταν βρέθηκαν άθικτοι ιστοί αράχνης δίπλα στο χαλασμένο παράθυρο. Την είχε πάντως συμμεριστεί ο καταξιωμένος profiler του FBI Τζον Ντάγκλας.

Περισσότεροι από 38 πρώην κατάδικοι σεξουαλικών αδικημάτων κατοικούσαν στο Μπόλντερ, σε ακτίνα τριών χιλιομέτρων από το σπίτι των Ράμζι και την εποχή των Χριστουγέννων πολλοί ψεύτικοι Αγιο-Βασίληδες κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα παιδάκια της περιοχής. Δυστυχώς, οι λάθος χειρισμοί της αστυνομίας δεν έλυσαν ποτέ το μυστήριο της δολοφονίας της ΤζονΜπενέ Ράμζι, αν και οι έρευνες δεν έχουν σταματήσει. Η Πάτσι Ράμζι πέθανε από καρκίνο των ωοθηκών δέκα χρόνια μετά την κόρη της και τάφηκε δίπλα της στον οικογενειακό τάφο των Ράμζι.