Κοσμος

Ο Κουστουρίτσα στις Βρυξέλλες

Ο Σταμάτης Γεωργίου απορεί στις Βρυξέλλες γιατί θάλασσα να είναι μόνο “τα μπάνια του λαού”

Σταμάτης Γεωργίου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τον περασμένο αιώνα πήγα για εννιά μήνες στις Βρυξέλλες για Εράσμους και για να ξεφύγω από τα προβλήματά μου. Την περασμένη βδομάδα πήγα για ένα βράδυ στις Βρυξέλλες για να δω τον αγώνα της Άντερλεχτ και για να ξεχάσω τα προβλήματα του Ηρακλή. Όλα πήγαν σύμφωνα με το πρόγραμμα. Η δουλειά στο γραφείο χαλάρωσε το απόγευμα, άδεια από τη σημαία πήρα, το τραίνο δεν μάσησε όπως τα αεροπλάνα από ισλανδική ηφαιστιόσκονη, οι βέλγικες τηγανητές πατάτες στο γήπεδο καταπληκτικές, η Άντερλεχτ κέρδισε, η Μπρυζ έχασε, ο τίτλος είναι κοντά, ο κόσμος πανηγυρίζει, εγώ κατεβαίνω στο κέντρο.

“'Ελα Beurs Café“ λέει το μήνυμα (είμαστε γαλλόφωνοι ως επί το πλείστον, να πούμε “Beursschouwburg” μας πέφτει κομμάτι δύσκολο), φτάνω, πιτσιρικάδες έξω στο πεζοδρόμιο για να καπνίσουν, η είσοδος δωρεάν, μπαίνω μέσα, παραγγέλνω μια μπύρα, προχωράω στο πλήθος και στο ημίφως προς τη σκηνή. Η μουσική είναι οικεία αλλά δεν αναγνωρίζω ούτε λόγια ούτε γλώσσα, μόνο ο ξέφρενος ρυθμός από τα τύμπανα σε συνδυασμό με το στριγκιές φωνές των πνευστών είναι γνωστός, μουσική σαν του Κουστουρίτσα και της Αντικαπνιστικής του Μπάντας και ο κόσμος γύρω μου έχει την ίδια ηλικία που είχα κι εγώ όταν την πρωτάκουσα, κορίτσια και αγόρια που χορεύουν ασυγκράτητα και μοιάζουν 15 χρονών αλλά θα πρέπει να είναι 20, τουλάχιστον, φαντάζομαι, ελπίζω. Παρόμοιες φρέσκες σαν ανήλικες φάτσες και στη σκηνή, δεν υπάρχει περίπτωση να έχουν ήδη τελειώσει το ωδείο όλοι αυτοί, ο ντράμερ, που ακούγεται σα δέκα τουμπερλέκια και πέντε ντέφια μόνος του, φοράει κοντά παντελονάκια σαν του Travis Barker (δεν έχει τατουάζ!) και καπέλο σαν του Μπηθικώτση (έχει λεπτό μουστακάκι!), ο μπροστάρης (frontman) είναι ένα ωραίο clean cut παιδί που μπορεί να κραυγάζει συγκεκριμένους στίχους, μπορεί και όχι, η βιολονίστρια είναι ολόιδια η Sandrine Bonnaire της εποχής του A Nos Amours και σουφρώνει πολύ σοβαρή και συγκεντρωμένη το στοματάκι της και η κλαρινετίστρια, ααα, κυρίες και κύριοι, η κλαρινετίστρια, όλα όμορφα νεαρά 20χρονα φλαμανδάκια που παίζουν σα 50χρονοι τσιγγάνοι δεξιοτέχνες!

Έχω πλέον ξεχάσει τι ήρθα να κάνω στις Βρυξέλλες, ποιον ήρθα να συναντήσω στο Beurs Café, πόσο ήταν το σκορ, αν θα πέσουν τα spread, δεν υπάρχει πλέον τίποτε άλλο από τη μουσική των παιδιών. Έφυγα ικανοποιημένος όταν άναψαν τα φώτα, οταν σίγησαν τα όργανα, όταν οι αποκαμωμένες από το χορό πιτσιρίκες άρχισαν να ψάχνουνε να βρουν τις τσάντες τους. Έφυγα χαμογελώντας με τη σκέψη για το τι μπορεί να σου συμβεί μετά το ματς – αν δεν είσαι στην Ελλάδα βέβαια. Και όταν την επομένη διάβασα τη Ρίτσα Μασούρα στη Καθημερινή να διακρίνει ανάμεσα στις λέξεις των νέων το πόσο ξεκρέμαστοι νιώθουν, να ακούει να ψελλίζουν με φόβο τις λέξεις εργασία - ανεργία και να αφουγκράζεται το φευγιό τους φοβούμενη ότι η “η Ελλάδα κινδυνεύει να πρωταγωνιστήσει στον μοιραίο νέο κύκλο της μετανάστευσης”, τότε σκέφτηκα ότι αντί να το φοβάται καλά θα κάνει να το εύχεται. Διότι οι νέοι, σαν αυτούς του Beursschouwburg, πρέπει να αφεθούν να βρουν μόνοι τους το δρόμο τους, όποιος κι αν είναι αυτός, σε χώρες όπου έννοιες όπως πανεπιστήμιο, δουλειά, αθλητισμός, διασκέδαση, ελευθερία, αναζήτηση δεν έχουν τσαλακωθεί στριμωγμένες στα στενόχωρα όνειρα των γονιών τους.

Οι δρόμοι των Ελλήνων, θαλασσινοί ή όχι, επί αιώνες οδηγούσαν μακρυά από την Ελλάδα και δεν μπορώ να καταλάβω πως καταφέραμε να το ξεχάσουμε αυτό, σήμερα, σε μια Ευρώπη δίχως σύνορα. Υπήρξε μια εποχή διάβολε που οι Έλληνες έβλεπαν θάλασσα και δεν σκέφτονταν “τα μπάνια του λαού”!

www.beursschouwburg.be/agenda/detail/nl/1853/2010/04/