Κοσμος

Η ιστορία του διαβόητου serial killer Ανρί Λαντρό

Εκτελέστηκε μία ημέρα σαν σήμερα, το 1922

Newsroom
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πολλά χρόνια πριν οι ιστορίες κατά συρροή δολοφόνων περάσουν στον κινηματογράφο, ήταν οι εφημερίδες που με όποια μέσα διέθεταν αφιέρωναν ολόκληρες σελίδες σε τέτοιες ιστορίες, οι οποίες για διάφορους λόγους τραβούσαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Μια τέτοια υπόθεση ήταν του Γάλλου, Ανρί Λαντρό, ο οποίος μία ημέρα σαν σήμερα, το 1922, οδηγήθηκε στην γκιλοτίνα για σειρά εγκλημάτων.

Η αρχή (;) έγινε το 1914, όταν ο Λαντρό δημοσιεύει σε εφημερίδα του Παρισιού την εξής αγγελία: «Χήρος με δύο παιδιά, 43 χρόνων, με ικανοποιητικό εισόδημα, σοβαρός και με γνωριμίες στην καλή κοινωνία, επιθυμεί να γνωρίσει χήρα με προοπτικές για γάμο». Πρώτη ανταποκρίθηκε η μαντάμ Κουσέ, 39 χρόνων. Επισκέφθηκε τον Λαντρό στη βίλα του στο Παρίσι το Γενάρη του 1915 μαζί με τον 16χρονο γιο της, Αντρέ. Κανείς δεν ξανάκουσε γι’ αυτούς. Έκτοτε, η ιστορία επαναλήφθηκε πολλές φορές. Κάποια χήρα έπεφτε στην παγίδα του Λαντρό, του παραχωρούσε την περιουσία της για να την επενδύσει και μετά εκείνη εξαφανιζόταν.

Ο πανέξυπνος Λαντρό κατάφερνε να καλύπτει καλά τα ίχνη του. Σε κάθε γυναίκα έδινε διαφορετικό όνομα και, μετά την εξαφάνισή της, φρόντιζε να διατηρεί σταθερή αλληλογραφία με την οικογένειά της, στέλνοντας ευχές και υποσχέσεις για μελλοντικές επισκέψεις. Για να θυμάται όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι οποίες συνολικά έφτασαν τις 11, κρατούσε σημειώσεις σε ένα τετράδιο.

Η αντίστροφη μέτρηση άρχισε το 1919, όταν πέθανε ο γιος της χήρας Μπουϊσόν, η οποία ήταν μία από τα θύματα του Λαντρό. Η αδελφή αυτής της γυναίκας αποφάσισε να της μεταφέρει το τραγικό νέο από κοντά και την αναζήτησε στην περιοχή Gambais του Παρισίου, στο σπίτι του κυρίου Ζιλιέ. Αλλά στην περιοχή δεν υπήρχε κανένας με αυτό το όνομα. Δεν το έβαλε κάτω και συνέχισε να ψάχνει ρωτώντας από εδώ κι από εκεί μέχρι που μια μέρα έτυχε να δει τον Λαντρό έξω από ένα μαγαζί. Τον αναγνώρισε από μια φωτογραφία που είχε στείλει στην αδερφή της, τον ακολούθησε μέχρι το σπίτι της ερωμένης του κι εκεί έμαθε την πραγματική του ταυτότητα. Στη συνέχεια ενημέρωσε την αστυνομία.

Οι αστυνομικοί που συμμετείχαν στην έρευνα, αν και ήταν πεπεισμένοι για την ενοχή του Λαντρό μετά και την ανεύρεση του τετραδίου, δεν μπορούσαν να βρουν κάποιο άλλο συγκεκριμένο στοιχείο για να τον συνδέσουν με τις εξαφανίσεις. Μέχρι που εντόπισαν ανθρώπινα κόκαλα ανάμεσα στις στάχτες, μέσα στον τεράστιο φούρνο που είχε τοποθετήσει στην κουζίνα του. Μέχρι και την ημέρα του δικαστηρίου ο Λαντρό ποτέ δεν είχε ομολογήσει οτιδήποτε. 

Η διαδικασία κράτησε μόλις δύο ώρες και καταδικάστηκε σε θάνατο. Εκείνος κάθε φορά που τον ρωτούσαν για τη σχέση του με τις γυναίκες, απαντούσε με τον ίδιο τρόπο: «Είμαι κύριος και δεν μιλάω για αυτά τα πράγματα. Δεν μπορώ να αποκαλύψω τη φύση της σχέσης μου με την κυρία, χωρίς την άδειά της».  

Το πρωί της 25ης Φεβρουαρίου του 1922 οι δεσμοφύλακες μπήκαν στο κελί του για να τον οδηγήσουν στην γκιλοτίνα. Μαζί τους ήταν και ο δικηγόρος του Λαντρό. Πριν φύγουν ο μελλοθάνατος έδωσε στο δικηγόρο του μία ζωγραφιά, που απεικόνιζε την κουζίνα με τον φούρνο που έλεγαν ότι έκαιγε τα πτώματα. Επάνω είχε γράψει: «Δεν είναι ο τοίχος αυτός που πίσω του έχει γίνει κάτι, αλλά πράγματι ο φούρνος μέσα στον οποίο έχει καεί κάτι». Ήταν η μόνη φορά που ο Ανρί Λαντρό παραδέχτηκε τα εγκλήματά του...