Κοσμος

Οι Βρυξέλλες μέσα από τα μάτια των Ελλήνων μεταναστών

Σε κάθε συνοικία άφησαν το στίγμα τους

Αχιλλέας Σωτηρέλλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Λίγες στάσεις από το κέντρο των Βρυξελλών, καθώς το τραμ ανηφορίζει, βρίσκεται η γειτονιά του St Gilles με το πολύ ιδιαίτερο χρώμα της, τα art deco οικήματα του Horta, τις μελαγχολικές παλιές πολυκατοικίες, τα καφενεία των Πορτογάλων μεταναστών, τα Πολωνικά alimentation και την περίφημη πλατεία του Parvis de St Gilles, σημείο αναφοράς μποέμηδων, φοιτητών, αλκοολικών και ενίοτε τοξικομανών.

Τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τα Εξάρχεια, με τη διαφορά ότι της λείπει η δηθενιά των τελευταίων, εδώ δεν θα δεις τάχα μου εναλλακτικούς καλλιτέχνες να περιφέρουν τα θλιβερά αυτάρεσκα τομάρια τους αλλά μια πολύ πιο αυθεντική εκδοχή τους μαζί με την ιδιόρρυθμη και συχνά ακατάληπτη τρέλα τους. Στο «Union» Σάββατο μεσημεράκι θα ακούσεις τζαζ κομπανίες να αυτοσχεδιάζουν, στο Libraire «απέναντι» παππούδες να παίζουν αγνό ροκαμπίλι και λίγο πιο πέρα στο καφενείο του Γιώτη ρεμπέτικες βραδιές από Έλληνες μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, όχι κάθε βδομάδα, όποτε τους καπνίσει, όταν τους κάνει κέφι.

Εδώ, στο παρκάκι δίπλα στην πλατεία, στήσανε και τ’ αντίσκηνα όταν το κίνημα «καταλάβετε τις πλατείες» ήταν στα ντουζένια του, κρεμάσανε και μια ελληνική σημαία ανάποδα σε ένδειξη αλληλεγγύης, βγάλανε δυο-τρεις πύρινους αντικαπιταλιστικούς λόγους και ακολούθως το ρίξανε στους μπάφους. Κάτι φιλότιμοι Ισπανοί και Έλληνες που το πήραν στα σοβαρά στην αρχή φύγανε άρον-άρον. Ρώτησα έναν γνωστό μου που κατοικούσε κοντά πως πάει. «Πώς να πάει ρε μαλάκα», μου απάντησε, «κάθε άστεγος με το σκύλο του έχει κατασκηνώσει εδώ». Αυτό είναι το St Gilles…

Ανηφορίζοντας λίγο ακόμα βγαίνεις στο Forest εκεί μέσα στο δάσος βρίσκεται το γηπεδάκι της Union St Gilles, άλλοτε κραταιάς ομάδας του Βελγικού Πρωταθλήματος, νυν παραπαίουσας στην τρίτη εθνική. Βγάζουμε εισιτήριο με τον Κυριάκο και μπαίνουμε, με την έναρξη του δεύτερου ημιχρόνου, να ψάξουμε το Marco στις κερκίδες, ο αγωνιστικός χώρος είναι περιφραγμένος με συρματόπλεγμα- υποθέτω για να μη χάνονται οι μπάλες στο δάσος- μια σημαία της Τουρκίας, μια της Ιρλανδίας και μια πειρατική είναι στερεωμένες πάνω του, η εξέδρα σχεδόν γεμάτη από ανθρώπους κάθε ηλικίας, φάτσες ως επί το πλείστον ταλαιπωρημένες αλλά εύθυμες, οι περισσότεροι ντυμένοι με τα απαραίτητα διακριτικά∙ κασκόλ και μπλουζάκια στα χρώματα της ομάδας, αν δεν μας έκανε ο Marco νεύμα δύσκολα θα τον βρίσκαμε, παίζεται άλλωστε η άνοδος στη δεύτερη εθνική.

Στο πίσω μέρος της φανέλας των γηπεδούχων διακρίνω τον σπόνσορα, Chez Νicolas, Έλληνας ιδιοκτήτης σουβλατζίδικου στο κέντρο της πόλης όπως θα με πληροφορήσει ο Κυριάκος. «Κάποτε αυτή η ομάδα σάρωνε τα πρωταθλήματα και τώρα κοίτα που κατάντησε» το σχόλιο του. Δεν περνάει πολύ ώρα και το πρώτο γκολ φτάνει, τα πλαστικά κυπελάκια με τη μπύρα που οι περισσότεροι κρατάνε εκτοξεύονται στον αέρα γεμάτα ή μισογεμάτα και προσγειώνονται στα κεφάλια των από κάτω, αλλά τι σημασία έχει, εδώ η ομάδα παίζει την άνοδο της. «Θυμάμαι το θείο μου που με έφερνε πιτσιρικά, απέναντι υπήρχε μια ακόμα εξέδρα, τώρα τη βγάλανε». Γνωρίζοντας την ηλικία του αφαιρώ σαράντα χρόνια, προσπαθώ να φανταστώ τις Βρυξέλλες τότε, για κάποιον που ζει εδώ λίγα μονάχα χρόνια δεν είναι εύκολο, μόνο μέσα από τις διηγήσεις τους μπορεί να ταξιδέψει στο παρελθόν της και τις τόσο διαφορετικές ζωές τους, τις ζωές των μεταναστών δεύτερης γενιάς, των παιδιών των «Γκαστερμπάιντερ».

Πρώτα είχα γνωρίσει τον Λεωνίδα και τον Θόδωρο, ο πρώτος με σιελ ανοιγμένο πουκάμισο, μακρύ λαδωμένο μαλλί και κόκκινο φουλάρι στο λαιμό αλα Παπάζογλου, κοντά στα πενήντα, δύσκολα θα υπέθετα ότι εκτός από το να κερνάει τεκίλες τα βράδια το πρωί δούλευε και ως αρχιτέκτονας. Ο Θόδωρος πιο μαζεμένος, με μαύρη δερμάτινη τραγιάσκα, λίγο μεγαλύτερος, μαθηματικός. Ο ένας Βορειοελλαδίτης ο άλλος Πειραιώτης. Ο ένας ΠΑΟΚ ο άλλος Ολυμπιακός. Ο τρίτος, o Marco, από τη Σικελία. Όλοι τους «παλιοροκάδες», όλοι τους παιδιά μεταναστών. Από εκείνους που ήρθαν με τις μεταπολεμικές καραβιές για να «στελεχώσουν» ως επί το πλείστον τα ορυχεία του Σαρλερουά. Η σκληρή και απάνθρωπη ζωή τους αποτυπώθηκε στις αμέτρητες μαντινάδες, τα ποιήματα και τα τραγούδια που γράφτηκαν, και που αναπαράγονται μέχρι και σήμερα στα ξεχασμένα καφενεία, μα την πιο χαρακτηριστική ιστορία μου τη διηγείται ο Θόδωρος. « Είχα πάει μια φορά σε έναν γέρο Ιταλό μπαρμπέρη, μόλις του είπα ότι ήμουν Έλληνας η πρώτη λέξη που μου είπε στη γλώσσα μου ήταν «συμφορά». Ούτε «γεια», ούτε «καλημέρα» ούτε «μαλάκα». Αυτή μόνο τη λέξη άκουγε να λένε μεταξύ τους οι Έλληνες πριν μπουν στις στοές. Αυτή του είχε μείνει».

Η πρώτη γενιά των μεταναστών φτάνει σχεδόν πάντα σε μια χώρα με την ελπίδα να φτιάξει την τύχη της δεύτερης. Από αυτή την άποψη τα παιδιά την πήραν απλά στα χέρια τους. Προσαρμόστηκαν, σπούδασαν, αφομοιώθηκαν, αποτινάξανε την προκατάληψη και γνώρισαν τις Βρυξέλλες όχι μόνο από την ανάποδη αλλά και από την καλή. Φοιτητικά χρόνια και αλητεία. Τους ρωτάω πως ήταν η πόλη το ’80. Πιο άγρια με την καλή έννοια θα μου πούνε, τα στέκια τότε λιγοστά αλλά σταθερά σημεία αναφοράς για ιδεολογικές και καλλιτεχνικές ζυμώσεις. Συναυλίες σε τρύπες και καταγώγια, σε ένα από αυτά είχαν δει και κάποιους Sonic Youth να παίζουν support σε κάτι μαλάκες μποντιμπιλντεράδες που έριχναν μπουνιές ο ένας στον άλλον, τους Front 242, που αργότερα θα φτιάχνανε το δικό τους ιδιαίτερο όνομα περνώντας στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Και μετά την κραιπάλη πρωινό στο αριστοκρατικό τότε Falstaf, κάτι σαν τον παλιό καλό δικό μας Zonars, που κάθε κυριακάτικο ξημέρωμα έπρεπε να υποστεί τους περιέργους τύπους με τις μοικάνες και τα πέτσινα…

Ταξιδεύω στο παρελθόν τους μέσα από τις διηγήσεις τους και κατά μια έννοια τους ζηλεύω, όχι τόσο για τον εξωτισμό που κρύβει, αλλά γιατί ακόμα και τώρα στα δεύτερα -άντα δείχνουν αυθεντικοί και αναλλοίωτοι, με τους ορίζοντες ανοιχτούς και τις ζωές τους χορτασμένες. Κατηφορίζουμε στο κέντρο για να βρούμε τους υπόλοιπους, και η κουβέντα αρχίζει να ρέει ξανά μαζί με τις τεκίλες. Σε κάθε συνοικία των Βρυξελλών από όπου άφησαν το στίγμα τους μετανάστες μπορείς να μπεις ακόμα σε κάποιο παλιό καφενείο και να ακούσεις ιστορίες, δεν είναι μόνο τα λόγια που θα σε συνεπάρουν αλλά και η ατμόσφαιρα, τα σκονισμένα μπουκάλια βερμούτ στα ράφια, οι πράσινες τσόχες στα τραπέζια, οι παλιές διαφημίσεις και τα κάθε λογής ξεθυμασμένα κειμήλια από την πατρίδα.

Ο χρόνος δείχνει να έχει σταματήσει σε κάποια ακαθόριστη ημερομηνία, καμία σχέση με το νεανικό ελαφρώς τυποποιημένο μπαράκι όπου απολαμβάνουμε τα ποτά μας και αναπολούν τα παλιά. «Άντε να σε πάρω και στο γήπεδο της Standard στη Λιέγη να δεις εκεί ατμόσφαιρα» με τσιγκλάει ο Λεωνίδας. «Καλά εσύ δεν μεγάλωσες στο Anderlecht» του αποκρίνομαι, «Ναι», μου λέει. «Και πως έγινες Standard;», « Έτσι ρε φίλε, από αντίδραση»…