Κοσμος

PLANET VOICE: Η σιφουνιέρα, το stabbing και οι κολοκύθες

Η Σάντρα-Οντέτ Κυπριωτάκη στέλνει γράμμα απ'το Λονδίνο

Σάντρα - Οντέτ Κυπριωτάκη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μετακόμισα στο Λονδίνο.

Για να μαζέψω όλη τη φυλή Ομπρελών Θαλάσσης – όπως λέει ο αγαπημένος θείος Νένες. Όχι μόνο βέβαια (αλήθεια, μαμά και μπαμπά!). Ήρθα εδώ και κουβάλησα μαζί και το playmobile-σπίτι μου και λίγα μόνο –τα πιο πιο αγαπημένα μου– ρούχα.

Πήρα το σαλόνι για δωμάτιο. Που έχει γιαγιαδίστικη σιφουνιέρα και ένα ξύλινο τραπέζι –κυριακάτικου μεσημεριανού στο χωριό–, που εγώ το έχω κάνει γραφείο. Κι έχει και μεγάλο παράθυρο που βλέπεις έξω που είναι “grey & bright”. Καταπληκτικός καιρός. Δροσά. Ζώνω και τις φανέλες μου στο βρακί να μην κρυώσω.

Θα κάνουμε ένα δείπνο εδώ στο σπίτι. Θα καλέσουμε το συγκάτοικό μας το Μ. που είναι ωραίος, Σαλονικιός mod-άς και τη Jossie την 80χρονη γειτόνισσά μας που βάφει τα μαλλιά της πολύχρωμα και φλερτάρει τον Τζόνι Ντεπ στα όνειρά της. Κι έναν ακόμη φίλο που είναι λίγο με τα χάπια, αλλά είναι πολύ καλός τύπος. Α! Και τη φοβερή Γιαπωνέζα, εικαστικό συμφοιτήτριά μου. Που όταν βγήκαμε να πάμε να ακούσουμε κάτι κουλούς Γιαπωνέζους μουσικούς, η γκόμενά της λύσσαξε: “Οh Lesvos! Oh it’s beautiful!”...

Μια μέρα έκαναν απεργία οι εργαζόμενοι στο μετρό. Για μια μέρα. Μια μοναδική μερούλα, όπου τα λεωφορεία λειτουργούσαν σχεδόν ακόμη καλύτερα από ό,τι συνήθως. Την επομένη, στις εφημερίδες είχε πρωτοσέλιδο την ταλαιπωρία των Λονδρέζων που ήθελαν να πάνε στη δουλειά τους και δεν μπορούσαν. Χα!

Ακούω Chew Lips και κοιτάζω τον κόσμο στα μάτια. Κάνω πειράματα και τους αγγίζω για να δω τις αντιδράσεις τους. Τρομάζουν φρικτά.

Πίνω μπίρα με ένα δάχτυλο λεμονάδα πάνω-πάνω. Και ο καινούργιος φίλος μου, ο Olli, αυτό πίνει. Και φοράει κάτι παιδικά φούτερ και χρυσά κοσμήματα και πουά αδιάβροχο. Και πιστεύει ότι οι CCTV κάμερες που είναι φυτεμένες σε κάθε γωνιά του Λονδίνου δεν είναι και τίποτα τόσο τραγικό: «Αν κάνεις κάτι κακό, το έχουν γραμμένο. Αν δεν κάνεις τίποτα κακό, τότε τι σε νοιάζει;»...

Η συγκάτοικός μου έχει σηκώσει από τα βιντατζάδικα τα ρούχα όλων των νεκρών γιαγιάδων του κόσμου. Τα μοιραζόμαστε. Κι εγώ σκέφτομαι ότι όταν φοράω όλα αυτά τα ρούχα πάνω μου, πιστεύεις ότι μπορεί να έρθει κάποιος να με κάνει stab; Γιατί, σου λέει, εδώ υπάρχει πολύ η κουλτούρα του stabbing. Τύπου τρελαμένα, εφηβιόπληκτα πιτσιρίκια σε μαχαιρώνουν, στα καλά του καθουμένου. Αλλά πραγματικά θα με μαχαίρωνε κανείς εμένα;

Εδώ, εκτός από το stabbing (που δεν με προβληματίζει και πολύ – εκτός από τη στιγμή που ντύνομαι), πολύς κόσμος πηδάει στις γραμμές του τρένου. Ή δολοφονούνται, γενικά. Δεν ξέρω αν δολοφονούνται περισσότερο από ό,τι στην Ελλάδα, αλλά κάθε μέρα στο εξώφυλο των φρι πρες «ΜΕΤRO» και “Evening Standard”, έχει ή δολοφονίες ή Χ-Factor. Χαμός με το Χ-Factor. Μη στα λέω τώρα.

Γνώρισα και τις δίδυμες από τους Pet Shop Boys. Τις θυμάσαι; Φοβερές.

Ε, αυτά.

Ακούω για τη μιζέρια εκεί. Κι η μαμά στο τηλέφωνο φωνάζει: «Μη γυρίσεις. Εκεί κάτσε και βρες και δουλειά! Πάρε και κανένα καλό παλτό και μπότες!». Αλλά κι εδώ όλο στενοχωριούνται τώρα με τα cuts. Τι με νοιάζει; Εγώ διαγράφηκα από τα ελληνικά ταμεία και είμαι χαρούμενη. Κι ας μην έχω ιδέα τι σπουδάζω εδώ. Μου αρκεί που πάω βόλτα ανατολικά και τρυπώνω σε κάνα ζεστό καφέ και ρουφάω σούπα.

Κι όταν είναι και θελήσω να γυρίσω, θα φορτώσω την πραμάτεια μου στο mobile-playmobile μου και θα έρθω. Θα φορτώσω και τους φίλους και τις τραβέλες και τα μπισκότα και τα σαλ τα μάλλινα και τους περίεργους κυρίους και τη γειτόνισσα την Jossie. Και θα παρκάρω κάπου αλλού.

Τόσο απλά.

Άντε αγάπη, ρε μουνιά.