Μίμης Δομάζος: Ο Στρατηγός του ελληνικού ποδοσφαίρου
© Action Images / Eurokinissi
Αθλητισμος

Μίμης Δομάζος 1942-2025: Ο «Στρατηγός» του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν είναι πια εδώ

Γεννημένοι στη χώρα που μεγαλούργησε ο Μίμης
img_20180508_220957_2.jpg
Zastro
12’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Μίμης Δομάζος 1942-2025: Ο θρυλικός Στρατηγός - Από τις αλάνες της Λεωφόρου Αλεξάνδρας μέχρι τις χρυσές εποχές του Γουέμπλεϊ

Η Αθήνα έγλειφε ακόμη τις πληγές της από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον μεγάλο λιμό, τον καταστροφικό Εμφύλιο που έκαιγε τα σωθικά της. Λίγο πιο πέρα απ’ την καρδιά της, στη γειτονιά των Αμπελοκήπων, έστεκαν ακόμη οι φυλακές Αβέρωφ, ο Άγιος Σάββας, η Βίλα Μαργαρίτα, τα Κουντουριώτικα.

Έσφυζαν από ζωή. Ήταν πικρή και φτωχική ζωή, αλλά τα πρόσωπα των ανθρώπων ήταν γεμάτα αισιοδοξία – πίστευαν ότι τα πολύ δύσκολα ήταν πίσω. Από την αρχή και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50, το γήπεδο του Παναθηναϊκού επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας αποτελούσε εκτός από τοπόσημο και νότα χαράς και αισιοδοξίας για την Αθήνα που «ανανήφει».

Το γήπεδο είχε αποκτήσει εντυπωσιακούς προβολείς, είχε «σηκωθεί» και το πέταλο που έχει πλάτη στον Λυκαβηττό. Το συγκεκριμένο πέταλο είναι η ιστορική αργότερα «Θύρα 13», η οποία πρωτοϋψώθηκε το 1950 και περατώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με το κολυμβητήριο του Παναθηναϊκού.

Μίμης Δομάζος: Από τις αλάνες της Λεωφόρου στις χρυσές εποχές του Γουέμπλεϊ

Μίμης Δομάζος: Ο Στρατηγός του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν είναι πια εδώ
Ο Μίμης Δομάζος μαζί με τον Ηλία Ρωσίδη του Ολυμπιακού. © Action Images / Eurokinissi

Ο Μίμης Δομάζος μαζί με τον Ηλία Ρωσίδη του Ολυμπιακού. © Action Images / Eurokinissi

Πίσω ακριβώς δυο μικρά και στενόμακρα κεραμιδόκτιστα, το σπίτι του κυρ-Κώστα και της κυρα-Κούλας. Τα ενώνει μια μικρή αυλή, όπου που παίζουν τα παιδιά τους, ο Γιωργάκης κι η Χρυσούλα. Φωνές, παιχνίδι, ποδοβολητά, «γειτονιά».

Η φαμίλια τράταρε πού και πού κι άλλα παιδάκια, η κυρία Κούλα ήταν σπουδαία μαγείρισσα, είχε τον τρόπο της. Άθελά της, ανθρώπινα, ξεχώριζε κάποια παιδιά. Είχε μεγάλη αδυναμία σε έναν ισχνό πιτσιρίκο, παιδί χωρισμένων γονιών, που ’χε κατέβει από τα Τουρκοβούνια, τον Μίμη Δομάζο.

Ο μικρός είχε μόλις κλείσει τα 14, έμενε πια με τη μάνα του, την Ουρανία, σε μια παράγκα σχεδόν κολλητά με το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Από νωρίς το μεσημέρι τριγυρνούσε πέριξ του γηπέδου και έπαιζε μπάλα. Δεν είχε μυαλό για τίποτ’ άλλο, έδινε τη ζωή του για εκείνη την πρωτόλεια μορφή δερμάτινης μπάλας, αυτής με το πετσί και τα τεντωμένα κορδόνια για να την «κρατάνε» και να μη διαλύεται. Βάρδα μόνο να μην σε πετύχαινε εκείνη η μπάλα στο πρόσωπο, θα το θυμόσουν για μια ζωή.

Ο μικρός μέρα παρά μέρα έφευγε σφαίρα απ’ τη Σεβαστοπούλειο, την πρώτη τεχνική σχολή στην Ελλάδα, και μάζευε τους φίλους του χτυπώντας τα ντουβάρια στις κατά συνθήκην μεσοτοιχίες των προσφυγόσπιτων. Η μάνα του δεν είχε γυρίσει ακόμα από το «Έλενας», εκεί έβγαζε με κόπο το μεροκάματο η Ουρανία, στο πρώτο «σύγχρονο» Μαιευτήριο της Αθήνας, που πήρε τ’ όνομά του από την Ελένη Σκυλίτση, σύζυγο του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Ο Μίμης είχε και μια αδερφή που χάθηκε μικρή, στον κόσμο είχε μονάχα τη μάνα του και την μπάλα. Στη σχολή πάλευε να μάθει την τέχνη της μεταλλουργίας. Το χέρι του «έπιανε» στον τόρνο. Η ψύχωσή του όμως ήτανε με το παιχνίδι με το πετσί, το μοναδικό πράγμα στο οποίο δεν ήταν απλώς καλός, ήταν το κάτι άλλο.

Τον ήξερε όλη η γειτονιά, ήταν «αστέρι» της τοπικής Άμυνας Αμπελοκήπων, της ομάδας των προσφύγων της Περιβόλας. Τον δήλωσαν δύο χρόνια μεγαλύτερο για να μπορεί να παίζει, η ξεροκεφαλιά κι η επιμονή του κραύγαζαν ότι είναι γεννημένος γι’ αυτό. Γήπεδο για προπόνηση δεν είχαν τότε τα παιδιά. Δυο τσάντες σχολικές, δυο τσουβάλια, ό,τι βρίσκαν μπροστά τους για δοκάρια και βούταγαν στο κυνήγι του πετσιού.

Μίμης Δομάζος: Ο Στρατηγός του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν είναι πια εδώ
Ο Μίμης Δομάζος με τον Γιώργο Σιδέρη σε προπόνηση της εθνικής. © Action Images / Eurokinissi

Ο Μίμης Δομάζος με τον Γιώργο Σιδέρη σε προπόνηση της εθνικής. © Action Images / Eurokinissi

Δεν υπήρχε το σχολείο πίσω από τη Λεωφόρο ακόμη, ήταν αλάνα για να παίζουν τα παιδιά μπάλα και να κάνουν προπόνηση, γιατί τότε στη «Φυσική Αγωγή» στα σχολεία επιτρεπόταν μόνο η σουηδική γυμναστική.

Τις Κυριακές ήταν κάτι σαν γιορτή. Από νωρίς το πρωί, από στόμα σε στόμα η ώρα έναρξης του επόμενου «ντέρμπι». Γκύζη, Ζωγράφου, Τουρκοβούνια, Λυκαβηττός, όλες οι γύρω γειτονιές να «σκοτώνονται» μεταξύ τους για την περηφάνια, την πορτοκαλάδα, το βλέμμα των «ψαράδων».

Έτσι τους έλεγαν τότε τους κυνηγούς ταλέντων, σήμερα τους λένε «scouts». Διάφοροι τέτοιοι ρομαντικοί τύποι τριγυρνούσαν στις γειτονιές προκειμένου να εντοπίσουν τον επόμενο σταρ της μπάλας. Ο Μίμης είχε είδωλο τον Θανάση Μπέμπη. Ναι, του Ολυμπιακού. Τον είχε και σε αφίσα στο δωμάτιο, όπως είχε δηλώσει σε μια παλιά συνέντευξη, τόσο πολύ τον είχαν εντυπωσιάσει τα τσαλίμια και το ταλέντο του θρύλου του Ολυμπιακού.

Αυτό που δεν μπορούσε να υπολογίσει και να φανταστεί ο Μίμης ήταν ότι το ποδόσφαιρο εκείνα τα χρόνια θα μεγάλωνε μαζί με την ελληνική κοινωνία, την οικονομία, το βιοτικό επίπεδο χιλιάδων Ελλήνων.

Το παλιό γήπεδο της Περιβόλας, το άλλοτε «άντρο του τρελο-Τσακογιάννη» του βοσκού, που πετούσε πέτρες σε όποιον ενοχλούσε τα ζωντανά του, είχε μετατραπεί στην απόλυτη ατραξιόν για τους Αθηναίους και ήταν το πιο πολύτιμο πετράδι της διαρκώς αναπτυσσόμενης περιοχής των Αμπελοκήπων.

Συνέρρεαν μαζικά στο χωρητικότητας 13 χιλιάδων πλέον θεατών γήπεδο του Παναθηναϊκού, για να παρακολουθήσουν από κοντά τους νέους ήρωες, τα καινούργια αστέρια των ομάδων του ΠΟΚ να αριστεύουν στο σπορ που γοήτευε τα πλήθη.

Ο Παναθηναϊκός ειδικά, ως σύλλογος, εκείνη την εποχή διήγαγε τη «χρυσή του εποχή» σε όλα τα αθλήματα και όλος ο κόσμος στους Αμπελόκηπους σιγοσφύριζε το καινούργιο του τραγούδι, που το είχαν γράψει δυο Γιώργηδες, ο Μουζάκης και ο Οικονομίδης, και πρωτοτραγούδησε ο Λέανδρος Παπαθανασίου.

Ο Μίμης τότε είχε φτάσει 16 χρονών, είχε ήδη κινήσει το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού και είχε αφήσει μ’ ανοιχτό το στόμα τους ανθρώπους του μετά από μια απίθανη εμφάνιση με το Κορωπί, σε ένα παιχνίδι που έληξε 6-0. Μερικές εμφανίσεις, δυο χιλιάδες δραχμές και εγένετο η «υποσχετική». Έτσι γίνονταν τότε οι μεταγραφές, οι «εγγραφές» στα μητρώα των ποδοσφαιρικών ομάδων. Αποκτούσαν το δελτίο του ποδοσφαιριστή που τους ενδιέφερε με «υποσχετική» και συνήθως τον άφηναν μια τελευταία σεζόν στο σωματείο που τον έβγαλε από τα σπλάχνα του.

Ο Μίμης το ντεμπούτο του με το Τριφύλλι, έλεγε πάντα ότι το έκανε κατά τη διάρκεια ενός «Κυπέλλου Εορτών»: «Θυμάμαι το πρώτο μου παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό ήταν το 1958, όταν ήμουν ακόμα στην Άμυνα Αμπελοκήπων. Ήταν Κυριακή, το πρωί έπαιξα πρωτάθλημα με την Άμυνα Αμπελοκήπων και το απόγευμα έπαιζε Παναθηναϊκός-ΑΕΚ στο γήπεδο της Λεωφόρου για το Κύπελλο Χριστουγέννων. Το Συμβούλιο της Άμυνας Αμπελοκήπων τότε, δούλευε στο μπαρ της Λεωφόρου στα παιχνίδια του Παναθηναϊκού. Κάθε Κυριακή πήγαιναν οι άνθρωποι για να πάρουν κάνα μεροκάματο. Θυμάμαι ότι με έβαζαν και εμένα μέσα, γιατί ήμουν μικρός και έβλεπα τα παιχνίδια από το μπαρ. Εκείνη την Κυριακή λοιπόν, ήταν περίπου μία ώρα πριν το ματς και περνούσαν απ’ το μπαρ παίκτες και οι τρεις Έλληνες προπονητές: ο Μυγιάκης, ο Σούτσος και ο Σίμος. Τού λένε λοιπόν του Σίμου οι άνθρωποι από την Άμυνα Αμπελοκήπων, “Δεν παίρνετε και τον μικρό να παίξει αφού είναι φιλικό παιχνίδι;”. Πάω μέσα και μου λέει ο Μυγιάκης, "Έπαιξες το πρωί;" Λέω "Όχι, κύριε Μυγιάκη". Εγώ φυσικά είχα παίξει 90 λεπτά, είχα φάει και μία κλοτσιά. Μου λέει «Ε τότε κάτσε να παίξεις στο δεύτερο ημίχρονο εξτρέμ». Ήταν το πρώτο μου παιχνίδι αυτό. Αντίπαλος ήταν η ΑΕΚ. Ήταν 1-1 στο ημίχρονο κι έβαλα ένα γκολ μετά. Έκανα μια πάσα να βγει σέντρα κι αυτό πήγε γκολ. Έτσι κάναμε το 2-1. Μετά έβγαλα μια σέντρα και το έβαλε ο Αγγελόπουλος. Κερδίσαμε 3-1».

Έτσι τα θυμότανε ο Μίμης. Ήταν σύνηθες τότε να διεξάγονται φιλικοί αγώνες εν είδει «τουρνουά» για να ξεσκάσει και να χαρεί ο κόσμος και να βγάλουν κανέναν παρά και οι ομάδες. Πλήθος κόσμου συγκεντρωνόταν για να θαυμάσει από κοντά τους τρεις μεγάλους του Κέντρου, μαζί με τις εξωτικές για την εποχή γιουγκοσλάβικες, ουγγρικές που τότε ήταν υπερηχητικές, μεικτές ρουμάνικες και ούτω καθεξής.

Για εκείνη την εποχή ήταν ό,τι εγγύτερο σε διεθνή διοργάνωση το περίφημο «Κύπελλο Χριστουγέννων» ή το «Κύπελλο του Πάσχα» αντίστοιχα. Ο θεσμός εφθάρη και εν τέλει ξεχάστηκε όταν πια το ποδόσφαιρο έγινε κοινωνικό γεγονός και θεσπίστηκε το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα της Α΄ Εθνικής, το 1959/60, την πρώτη επίσημη σεζόν δηλαδή του Μίμη με τη φανέλα του Παναθηναϊκού.

Άλλες εποχές, άλλο ποδόσφαιρο, άλλοι Αμπελόκηποι, άλλη Αθήνα. Ο οικισμός «Νέα Ανατολή» είχε πάψει να υπάρχει πια, το τετράγωνο Αλεξάνδρας – Αμπελακίων – Δημητσάνας – Πανόρμου κατεδαφίστηκε και επρόκειτο να οικοδομηθεί από την αρχή.

Εκείνο που έστεκε ακόμη και άρχισε να γνωρίζει μεγάλες πιένες ήταν το «Οινομαγειρείον» του κυρ-Κώστα και της κυρα-Κούλας πίσω από τη θύρα 13. Σουβλάκι ψητό, ντολμάδες, μεζέδες της στιγμής, ό,τι είχε κέφι η οικοδέσποινα. Ο Μίμης είχε ήδη ξεκινήσει να γίνεται «Δομάζος», αλλά την παλιά τη γειτονιά δεν την ξέχασε ποτέ.

Η μάνα του τον καμάρωνε τα μεσημέρια της Κυριακής, παρ’ όλο που δεν άντεχε στη σκέψη να παίζει μπάλα. Εμφανίστηκε κι ο πατέρας του, ο Χρήστος, ο γιατρός για να τον δει. Γιατί ο Δομάζος ήταν κάτι το απίθανο όταν πατούσε γήπεδο. Οποιοδήποτε γήπεδο.

Ταλαντούχος, εγωιστής όσο κανένας άλλος, επαγγελματίας πριν καν επινοηθεί ο όρος για τους ποδοσφαιριστές, πάνω απ’ όλα ο πρώτος που λειτουργούσε πρώτα με το μυαλό και μετά με τα πόδια. Μεγάλοι παίκτες υπήρξαν και θα υπάρχουν πολλοί, «Στρατηγός» θα είναι μόνον εκείνος, διότι χωρίς αυτόν δεν ήξεραν πώς να πολεμήσουν οι άλλοι.

Μίμης Δομάζος: Ο Στρατηγός του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν είναι πια εδώ
Ο Μίμης Δομάζος σηκώνει το κύπελλο Ελλάδας μετά τον τελικό με τον Ολυμπιακό. © Action Images / Eurokinissi

Ο Μίμης Δομάζος σηκώνει το κύπελλο Ελλάδας μετά τον τελικό με τον Ολυμπιακό. © Action Images / Eurokinissi

Η εποχή του συνέπεσε με τη γιγάντωση του Παναθηναϊκού, με τα ανθσιμένα λουλούδια της σποράς του Μπόμπεκ, πλάι σε μύθους όπως ο Λουκανίδης, ο Λινοξυλάκης, ο Παπαεμμανουήλ, ο Πανάκης. Την μπαγκέτα στην ορχήστρα την κρατούσε εκείνος, ένας κοντός αλλά θαυματουργός ποδοσφαιριστής, ένα από τα μεγαλύτερα «δεκάρια» στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.

Δεν είναι υπερβολή, τόσο μεγάλη ήταν η επιρροή και η επίδραση του Δομάζου στο ίδιο το παιχνίδι. Όπως όλοι οι μεγάλοι, ήταν μπροστά από την εποχή του, «είδε» το ποδόσφαιρο που ερχόταν και όχι εκείνο που έπαιζαν οι συμπαίκτες και οι αντίπαλοί του. Για πρώτη φορά ο ελληνικός αθλητισμός είχε αποκτήσει έναν ήρωα που αρνιόταν να χάσει.

Διόλου τυχαία, ο «δικός του» Παναθηναϊκός, το 1964, κατέκτησε το περίφημο αήττητο πρωτάθλημα, επιτυγχάνοντας 24 νίκες και έχοντας μόλις 6 ισοπαλίες στον μαραθώνιο των 30 αγωνιστικών της σεζόν. Ο Μίμης ήταν 22 χρονών. Κι ήταν ήδη ο ηγέτης εκείνης της τρομερής ομάδας του Μπόμπεκ.

Περιζήτητος εντός κι εκτός γηπέδων, είχε ήδη προλάβει να ταράξει τα νερά στη νυχτερινή Αθήνα εξαιτίας και της δημοφιλίας του και του διαρκώς αναπτυσσόμενου star system μεταξύ ποδοσφαιριστών και κοριτσιών της showbiz. Ας μη λησμονούμε ότι ήταν η εποχή που μεσουρανούσε το σινεμά, το θέατρο, τα μπουζούκια.

Ήταν μια νύχτα, το φθινόπωρο του ‘63, στην περίφημη «Τριάνα» στη Συγγρού, στον Άγιο Σώστη της Καλλιθέας. Η «Τριάνα» του Χειλά είναι ίσως ένα από τα θρυλικότερα, μυθικότερα νυχτερινά μαγαζιά διαχρονικά στην Αθήνα. Άπειροι αστικοί μύθοι, κυριολεκτικά όλα τα μεγάλα ονόματα της νυχτερινής Αθήνας, σταθερά από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 και για μια εικοσαετία, είχαν περάσει από το πάλκο της «Τριάνας». Παπαϊωάννου, Τσιτσάνης, Μαρίκα Νίνου, Μητσάκης, Ζαμπέτας, Πόλυ Πάνου, Καπλάνης, Άννα Χρυσάφη, Χιώτης, Μαίρη Λίντα, Σεβάς Χανούμ, Γαβαλάς, Ρία Κούρτη, Καζαντζίδης, Μαρινέλλα, Μπέλλου, Μπιθικώτσης. Κυριολεκτικά ο κόσμος όλος, η αφρόκρεμα του ελληνικού πενταγράμμου.

Ο επιχειρηματίας Βασίλης Χειλάς κυκλοφορούσε στα στέκια με τη φήμη ότι έχει κάνει φυλακή στο αφροδισιακά τρομακτικό Sing-Sing της Νέας Υόρκης, ότι συνεργαζόταν με τον Αλ Καπόνε τον καιρό της ποτοαπαγόρευσης, ότι απελάθηκε, ότι επέστρεψε στην Ελλάδα για να μη δολοφονηθεί από τη μαφία και ουκ ολίγα urban legends ακόμη.

Εκείνη τη νύχτα του ’63, ο «κούνελος» («Παπαμανώλης» για τους συμπαίκτες του και «Παπακανόνης» για τους φίλους του Παναθηναϊκού), Ανδρέας Παπαεμμανουήλ, έχει στο τραπέζι του έναν από τους πιο «δύσκολους» για τέτοιες εξορμήσεις συμπαίκτη του: τον Στρατηγό Μίμη Δομάζο. Το μαγαζί είναι στο πόδι, οι αδερφές Γεωργούλη κάθονται ήδη στο τραπέζι «του Παναθηναϊκού» και έχουν συνεννοηθεί με την πρωτάρα και ντροπαλή του μαγαζιού Βίκυ Μοσχολιού να την καλέσουν στο τραπέζι για να γνωρίσει τον Μίμη.

Οι δυο τους συμπαθιούνται αμέσως, είναι νέα παιδιά, ερωτεύονται. Τη σεζόν που ο Μίμης πανηγυρίζει το «αήττητο», η Βίκυ διαλύει τα πάντα με το «Χάθηκε η νύχτα» του Ξαρχάκου στη μυθική «Λόλα» του Ντίνου Δημόπουλου. Παροξυσμός. Δομάζος-Μοσχολιού γίνονται κάτι σαν «Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ» για τον Τύπο και την κοινή γνώμη της εποχής.

Η φρενίτιδα του κοινού για το ζευγάρι είναι πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα και αδιανόητη για αθλητή. Υπήρξαν ανέκαθεν οι γοητευτικοί, οι «ωραίοι», οι «σταρ» όπως ο Μίμης Στεφανάκος, ο εστέτ Σάββας Θεοδωρίδης, ο παιχνιδιάρης Τάκης Λουκανίδης, αλλά το ζευγάρι Μίμης-Βίκυ απασχόλησε τόσο πολύ, που έμεινε ανεξίτηλο για δεκαετίες μετά τον χωρισμό τους. Απέκτησαν δυο κόρες, τη Ράνια (Ουρανία, τίμησε τη μάνα του δίνοντας στην κόρη του το όνομά της) και την Ευαγγελία. Ο γάμος τους, την Πρωτομαγιά του ’67 στη Μητρόπολη, ήταν το κοσμικό γεγονός της δεκαετίας για την Αθήνα. Περισσότερες από επτά χιλιάδες μπομπονιέρες, οι περίφημες για χρόνια με το μουσικό κλειδί του Σολ και το σήμα του Παναθηναϊκού, το τριφύλλι, οι ζημιές (!) ύψους 30 χιλιάδων δραχμών στον Ιερό Ναό της Μητροπόλεως, οι πάνω από 30 (!) χιλιάδες… απρόκλητοι καλεσμένοι, ένα αλαλάζον πλήθος που αγνόησε ακόμη και τις «απειλές» της Χούντας που είχε επιβληθεί στη χώρα μόλις δέκα ημέρες πριν.

Είναι πολύ δύσκολο να επεξηγηθεί το μέγεθος της λατρείας και ο συνδυασμός όλων των παραγόντων, προκειμένου να γίνει κατανοητό το impact Δομάζος στον Παναθηναϊκό, στην Εθνική, στη showbiz, στις κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής. Γεγονός είναι ότι επρόκειτο για έναν Παναθηναϊκό στην κορυφαία δεκαετία της ιστορίας του, οι ομάδες του Γκέιμ και του Μπόμπεκ υπήρξαν σύγχρονες, νεωτεριστικές, κατέκτησαν τίτλους (πρωταθλήματα Ελλάδος 1960, 1961, 1962, 1964, 1965, 1969, 1970 – Κύπελλα Ελλάδος 1967, 1969), πήγαν το σπορ στο επόμενο επίπεδο και τακτικά και σε νοοτροπία, με αποκορύφωμα ασφαλώς το «κλείσιμο» αυτής της εποχής με το Γουέμπλεϊ.

Ο Παναθηναϊκός ήταν «η ομάδα του Δομάζου». Φίλαθλο κοινό όλων των οπαδικών προτιμήσεων πάσχιζε να βρει ένα εισιτήριο για τα παιχνίδια της ομάδας, όλοι ήθελαν να θαυμάσουν από κοντά τον Στρατηγό να κραδαίνει την μπαγκέτα και τους σπουδαίους συμπαίκτες του να ακολουθούν.

Μίμης Δομάζος: Ο Στρατηγός του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν είναι πια εδώ
© Action Images / Eurokinissi

© Action Images / Eurokinissi

Ο Μίμης ανταπέδιδε απλόχερα αρχικά στο ξερό και μετά στο χορτάρι. Επί της ουσίας, «δημιούργησε» και το φαινόμενο Αντώνη Αντωνιάδη, έναν από τους σπουδαιότερους γκολτζήδες στην ιστορία του ποδοσφαίρου μας, ο οποίος πολύ γρήγορα έγινε «διόσκουρος» του Δομάζου και σκόραρε κατά ριπάς, εκμεταλλευόμενος τις άριστες μεταβιβάσεις του Μίμη.

Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί πως όπως ο μεγάλος Άγιαξ ήταν «η ομάδα του Κρόιφ», έτσι και ο Παναθηναϊκός του Γουέμπλεϊ ήταν η ομάδα του Δομάζου. Για εκείνη την ομάδα, εκείνη την επιτυχία, τα λόγια μοιάζουν φτωχά.

Όλα τα αγγίζει ο χρόνος, όλα τα ξεφτίζει, όλα τα σβήνει. Μονάχα στα αληθινά πολύ µεγάλα, µονάχα σ’ εκείνα που έχουν µπολιάσει µέσα µας κάνει πίσω. Ο χρόνος µονάχα σε µια συνθήκη σέβεται την ιστορία: όταν εκείνη γίνεται µύθος. Έχει παρέλθει πάνω από µισός αιώνας, αλλά το Γουέμπλεϊ και η ομάδα του Πούσκας ήταν, είναι και θα είναι εδώ.

Όπως και η εικόνα του Μίμη στα 29 του, στην πιο ώριμη ποδοσφαιρικά ηλικία της καριέρας του, να πατά πρώτος εκείνο το πράσινο χαλί, με την πράσινη φανέλα κολλημένη επάνω του και το περιβραχιόνιο δεμένο στο μπράτσο του. Το άξιζε. Πέρα για πέρα. Όπως άξιζε και τη συμμετοχή στο ονειρεμένο Παγκόσμιο Κύπελλο στο Μεξικό έναν χρόνο νωρίτερα, αλλά τα πείσματα και οι λεπτομέρειες στέρησαν σε μια από τις πλατινένιες γενιές της ποδοσφαιρικής ιστορίας μας την ύψιστη αυτή τιμή.

Μίμης Δομάζος: Ο Στρατηγός του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν είναι πια εδώ
© Action Images / Eurokinissi

© Action Images / Eurokinissi

Ένα πείσμα με τον Νταν Γεωργιάδη, μια παρεξήγηση, ο υπέρμετρος εγωισμός ένθεν κακείθεν και η αιώνια εμμονή του Μίμη να τα «κανονίζει» όλα όπως τα είχε στις δαιδαλώδεις διακλαδώσεις του εγκεφάλου του. Είκοσι δύο χρόνια μεγαλειώδους καριέρας κι έμεινε το ίδιο παιδάκι που κυνηγούσε το πετσί στους δρόμους και στην αλάνα των Αμπελοκήπων. Είκοσι δύο χρόνια επαγγελματίας, όταν όλοι ξεκίνησαν από το 1979 και μετά. Είκοσι δύο χρόνια «αγύριστο» κεφάλι.

Κόντρες, πείσματα, χαμένος σεβασμός και αυτή η νοοτροπία του παιδιού που τα μαζεύει όλα μέσα του. Αν δεν ήταν αυτός ο χαρακτήρας του δεν θα βροντούσε το τραπέζι στη ρήξη με τον Αντώνη Μαντζαβελάκη για να πάει στην ΑΕΚ του Λουκά Μπάρλου. Κι εκεί Στρατηγός απεδείχθη, κατέκτησε το νταμπλ, ξαναβρήκε τον αγαπημένο του Πούσκας, ανέπτυξε μια σχέση πατέρα-γιου με τον κορυφαίο πρόεδρο στην ιστορία της ΑΕΚ.

Ιανουάριο του 1980 ζήτησε ακρόαση από τον Μπάρλο, είπε ορθά και κοφτά ότι ήθελε να τον αφήσει να φύγει, να κλείσει την καριέρα του στην ομάδα με την οποία ήταν συνυφασμένος και η καρδιά του χτυπούσε στους ρυθμούς της μελωδίας του Μουζάκη και της ένρινης φωνής του Γιάννη Βογιατζή. Η ιστορία ολοκληρώθηκε όπως ακριβώς ήταν γραφτό. Με τη φανέλα του Παναθηναϊκού, στο γήπεδο της Λεωφόρου, στη γειτονιά που γεννήθηκε, μεγάλωσε, γαλουχήθηκε, ανδρώθηκε, άλλαξε δέρμα σαράντα φορές.

Το «έκοψε» 39 χρονών. Δεν συνηθιζόταν τότε, αλλά ποιος και πώς να κόψεις την μπάλα στον Δομάζο; Γεννήθηκε μ’ αυτή, τη λάτρεψε, την τιθάσευσε, τον ερωτεύτηκε και δεν ξεκολλούσε από πάνω του. Όσο έπαιζε, είχε μάτια μόνο για εκείνη. Πριν αποσυρθεί και τυπικά από τον Παναθηναϊκό, η ΕΠΟ καθάρισε τη μουτζούρα και διοργάνωσε και ένα παιχνίδι της Εθνικής προς τιμήν του. Ένα φιλικό Ελλάδα-Αυστραλία, τον Νοέμβριο του 1980 –πού αλλού;– στη Λεωφόρο. Σκόραρε, χαιρέτησε, έκλεισε ένα κεφάλαιο που του τριβέλιζε το μυαλό για χρόνια και αφοσιώθηκε στις επιχειρήσεις του. Για χρόνια έγραψε ιστορία στη νυχτερινή Αθήνα με τον ιστορικό «Ζυγό», παρέα με τον Νίκο Παπαμιχαήλ και τον αδερφό του, Δημήτρη. Αλεξίου, Γαλάνη, Πάριος, Μητροπάνος, Πλέσσας... όλοι οι μεγάλοι πέρασαν από τον «Ζυγό» του Μίμη. Διατηρούσε και ένα καφέ-εστιατόριο στην Πλατεία Βικτωρίας, αυτές ήταν οι δουλειές εκτός ποδοσφαίρου – για να αλιεύσουμε την προηγούμενη πρέπει να επιστρέψουμε στο 1957, όταν έκανε κάποια μεροκάματα στην IZOLA ως εκκολαπτόμενος τορναδόρος.

Ο Παναθηναϊκός τον τίμησε σε ένα απίθανο φιλικό εναντίον της Μπόκα Τζούνιορς μια ανεπανάληπτη Παρασκευή του Αυγούστου του 1984 στο Ολυμπιακό Στάδιο, τον τόπο όπου έζησε και 20 χρόνια αργότερα την ύψιστη τιμή να παραλάβει τη δάδα από τον Νίκο Γκάλη και να την παραδώσει στη χρυσή Ολυμπιονίκη Βούλα Πατουλίδου.

Μίμης Δομάζος: Ο Στρατηγός του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν είναι πια εδώ
© Action Images / Eurokinissi

© Action Images / Eurokinissi

Το ζεστό χειροκρότημα και η γιορτινή ατμόσφαιρα στο κατάμεστο Στάδιο τον συγκίνησαν, τον γύρισαν πίσω στο 1984, όταν στο ίδιο ταρτάν γέμισαν τα μάτια του και πέρασε μπροστά του ολόκληρη η ζωή του στον Παναθηναϊκό. Η εικόνα του ανάμεσα στο Σαραβάκο, στον Ζάετς και στον Ρότσα, τους «επιγόνους» του στο λεύκωμα της πράσινης ιστορίας, μένει ανεξίτηλη στο θυμικό. Η ιστορία του Παναθηναϊκού, το dna του, οι μνήμες, ο μίτος που συνδέει μια άλλη Ελλάδα με το διηνεκές.

Στην εξέδρα η δεύτερη σύζυγός του, η αγαπημένη του Ηώ Θεοδώρου, η γυναίκα που τον άλλαξε, τον γαλήνευσε, τον σαγήνευσε σαράντα χρόνια και του χάρισε και το στερνοπούλι του, την τρίτη κόρη του, την Πόπη. Πάντοτε δίπλα του, στις ακαδημίες του, στις δραστηριότητές του, στις κοινωνικές παρουσίες του, στις απανταχού εκδηλώσεις, στο γήπεδο.

Τους καμάρωνα παρέα στα φετινά παιχνίδια του Παναθηναϊκού στο ΟΑΚΑ, ο Μίμης χαμογελαστός να βγάζει φωτογραφίες με μικρά παιδιά, να χαμογελάει στο κάθε «γεια σου, μεγάλε Στρατηγέ» που άκουγε, να καλαμπουρίζει με τους πρώην συμπαίκτες του, να επισκιάζει διαχρονικούς παράγοντες του συλλόγου, να σφίγγει το χέρι απλών φιλάθλων, συγκινημένων ανθρώπων που είτε τον είδαν, είτε τον έζησαν, είτε όχι, αλλά ξέρουν ότι ο «Στρατηγός» θα είναι για πάντα εκεί.

Μίμης Δομάζος: Ο Στρατηγός του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν είναι πια εδώ
© Eurokinissi

© Eurokinissi

Δεν ξέρω αν το «Οινομαγειρείον» πίσω από τη Θ13 λειτουργεί ακόμα, έχω πολύ καιρό να περάσω από εκεί. Θυμάμαι την ταλαιπωρημένη παραλληλόγραμμη ταμπέλα με το τριφυλλάκι στο τελείωμα, πάνω από τη σιδερένια πόρτα και το ασβεστωμένο τσιμέντο που «κρύβει» τη μικρή αυλή και τα μυριάδες αποστάγματα μιας Αθήνας που δεν υπάρχει πια.

Θα ορκιζόμουν ότι όποιος περάσει από εκεί, αποκλείεται να μη νιώσει την αύρα, τη μαγεία, την αδιόρατη λάμψη της γειτονιάς, την αέναη μυρωδιά και λαχτάρα της ιστορίας. Δεν γίνεται να μην ακούσει σε fast forward τους ήχους του γηπέδου, τις ιαχές του κόσμου, το γέλιο και τις κουβέντες των περίοικων και των συνδαιτημόνων, εκείνη την απίθανη μίξη από μυρωδιές και θύμησες που πότε σε κάνουν να χαμογελάς και πότε σε λυγίζουν.

Μίμης Δομάζος: Ο Στρατηγός του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν είναι πια εδώ
© Eurokinissi

© Eurokinissi

Παύση. Σιωπή. Φωνές από πιτσιρίκια. Κυνηγούν ένα πετσί, τα μάγουλά τους αναψοκοκκινισμένα, τα γόνατά τους φαγωμένα.

Εδώ γεννήθηκε ο Μίμης. Εδώ έγινε ο Δομάζος. Εδώ μεγαλούργησε ο Στρατηγός. Εδώ θα μείνει για πάντα. 

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

Δειτε περισσοτερα