Αθλητισμος

Βασίλης Μποτίνος: Ένας παίκτης πολύ μπροστά από την εποχή του

Ένας «σατανάς» από τον Βόλο

Γιάννης Μπελεσιώτης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Βασίλης Μποτίνος: Η ιστορία ενός εκ των κορυφαίων ελλήνων ποδοσφαιριστών που έφυγε σε ηλικία 77 ετών νικημένος από τον κορωνοϊό.

Μπορεί το ποδόσφαιρο να αλλάζει με την πάροδο των χρόνων και να μην έχει καμία σχέση με το παρελθόν, παραμένει όμως το μέσο που κάνει τον κόσμο να ξεχνιέται. Δεν έχει χαρακτηριστεί άδικα ως το «όπιο του λαού». Κατά τη διάρκεια ενός αγώνα 90 λεπτών της αγαπημένης σου ομάδας, ο χρόνος παγώνει και φαίνεται σαν τίποτα άλλο να μην έχει σημασία. Σε παλαιότερες δεκαετίες το φαινόμενο ήταν πιο έντονο. Ο κόσμος που αντιμετώπιζε δυσκολίες έβλεπε τη στρογγυλή θεά ως μία δίωρη απόδραση το κυριακάτικο μεσημέρι, με τους παίκτες να τυχαίνουν αποδοχής ίδιας με ενός λαϊκού ήρωα. Σε αυτή τη γενιά ποδοσφαιριστών άνηκε και ο Βασίλης Μποτίνος. Ο άλλοτε παίκτης του Ολυμπιακού και 12 φορές διεθνής με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα έφυγε από τη ζωή στις 16/2 σκορπίζοντας θλίψη στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ήταν βιρτουόζος της μπάλας και ένας παίκτης πολύ μπροστά από τα δεδομένα της εποχής του.

Γεννήθηκε στον Βόλο το 1944 και από πολύ μικρός φάνηκε πως έχει μία περίεργη εξοικείωση με τον αθλητισμό. Ξεχώριζε από τα φυσικά του προσόντα και κατά καιρούς είχε ασχοληθεί με πολλά αθλήματα. Σαν νεαρός είχε παίξει πόλο, μπάσκετ και για λίγο δοκίμασε τον στίβο. Στον τελευταίο οι επιδόσεις του ήταν εξωπραγματικές. Για να μπορέσει να μπει στη Γυμναστική Ακαδημία πήδηξε ουσιαστικά, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία, σε μήκος 7,05 όταν το πανελλήνιο ρεκόρ ήταν τότε στα 7,50. Το ποδόσφαιρο όμως ήταν το άθλημα που είχε στην καρδιά και το ξεκίνημά του ήταν από τον τοπικό Ολυμπιακό. Στον Βόλο αγωνίστηκε τις σεζόν 1962 - 1965 ως σέντερ φορ και τα κατορθώματά του δεν άργησαν να γίνουν γνωστά σε όλη τη χώρα. Πολλοί μιλούσαν για τον επόμενο μεγάλο Έλληνα παίκτη. 

Η δράση του τράβηξε τα βλέμματα των μεγάλων του ελληνικού αθλητισμού. Οι πρώτες επαφές ήταν με τις ομάδες του Παναθηναικού και του Άρη Θεσσαλονίκης, με την πρόταση των «κίτρινων» να την καταθέτει ο ίδιος ο Κλέανθης Βικελίδης. Στο μεσοδιάστημα μια ομάδα από το Κέιπ Τάουν του προσέφερε 80.000 δολλάρια, ποσό που θεωρούταν πολύ μεγάλο για εκείνη την εποχή. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο η μεταγραφή του χάλασε στη γραφειοκρατία για την εξαγορά της στρατιωτικής του θητείας. Η ομάδα που έμελλε να αποτελέσει το σπίτι του για πολλά χρόνια μπήκε από σπόντα στη διεκδίκηση και αυτή δεν ήταν άλλη από τον Ολυμπιακό Πειραιώς. Εκείνη την εποχή το φαινόμενο που πρωταγωνιστούσε στο ελληνικό ποδόσφαιρο ήταν οι «Μπέμπηδες» των Πειραιωτών. Η θρυλική ομάδα νέων παικτών είχε πάρει το προσωνύμιο από εκείνους του Ματ Μπάσμπι στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και είχε στον πάγκο της τον Γιουγκοσλάβο Τζίνα Σιμονόφσκι. Ένα μέλος εκείνου του συνόλου βρέθηκε στον Βόλο για να υπηρετήσει τη θητεία του. Ο Θανάσης Καζάκος είναι ο πρώτος που ανακαλύπτει το ταλέντο του και ενημερώνει προσωπικά τον Γιώργο Δαρίβα, ο οποίος βρισκόταν στα τμήματα υποδομής των ερυθρολεύκων. Μάλιστα τον χαρακτηρίσε «σατανά», γιατί περνάει όπως θέλει τον αντίπαλο. Η μεταγραφή του έκλεισε στην παραλία του Βόλου με το ποσό των 30.000 δραχμών.

Ο Μποτίνος κατά τις πρώτες του χρονιές στον Ολυμπιακό. © Action Images / Eurokinissi

Αν είσαι από τους τυχερούς, όπως εγώ, και έχεις μεγαλώσει με έναν παππού που αγαπάει τον αθλητισμό, τότε δεν γίνεται να μην έχεις ακούσει μια ιστορία με τον Μποτίνο από τη θητεία του στο λιμάνι. Ο Ολυμπιακός είχε στη θέση του σέντερ φορ έναν κορυφαίο επιθετικό όπως ο Γιώργος Σιδέρης, έτσι ο Μποτίνος άλλαξε θέση και πήρε εκείνη του αριστερού εξτρέμ. Αυτή αποδείχτηκε μία σημαντική κίνηση που εκτόξευσε το ταλέντο του. Με το στιλ παιχνιδιού του άλλαξε τον τρόπο που παιζόταν η θέση στην Ελλάδα. Ήταν ταχύτατος, εκρηκτικός και διέθετε μία φοβερη ικανότητα στο να περνάει τον αντίπαλο. Πολλοί που έζησαν εκείνη την εποχή δεν ξεχνούν την ικανότητά του στο άλμα και πως ήταν πολύ δύσκολο να του πάρεις κεφαλιά. Αρκετοί πήγαιναν στο γήπεδο μόνο και μόνο για να απολαύσουν το τι μπορούσε να κάνει με την μπάλα στα πόδια. Το 2002, σε σχετική ψηψοφορία από φίλους της ομάδας, βγήκε ο καλύτερος αριστερός εξτρέμ στην ιστορία του συλλόγου ενώ για πολλούς είναι ο κορυφαίος Έλληνας όλων των εποχών στη θέση. Σε μία θητεία 6 σεζόν είχε 140 συμμετοχές με τον Ολυμπιακό. Σε πολλούς έχει μείνει η έκφραση «Α ρε Μποτίνα, ερωτιάρα» που αναφωνούσε συχνά στο στάδιο Καραϊσκάκης ένας πωλητής πασατέμπο. Κατέκτησε δύο πρωταθλήματα και τέσσερα κύπελλα. Παράλληλα γράφει 12 συμμετοχές με την εθνική ομάδα, η οποία εκείνη την επόχη διέθετε μεγάλα αστέρια όπως ο Γιώργος Κούδας.

 

Πολλοί παίκτες της εποχής είχαν αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες και σκληρές συμπεριφορές από τη Χούντα των Συνταγματαρχών. Γνωστοί άνθρωποι του αθλητισμού είχαν εκδιωχθεί από την Ελλάδα εξαιτίας των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Ένας από αυτούς ήταν και ούγγρος προπονητής του Ολυμπιακού Μαρτόν Μπούκοβι. Ο Μποτίνος τον είχε σαν πατέρα του και σε μία συνέντευξη είχε αναφέρει πως συχνά του δάνειζε λεφτά όταν αντιμετώπιζε οικονομικά θέματα. «Ο Μπούκοβι ήταν πάντα δίπλα μας όπως ένας πατέρας στα παιδιά του. Πολλές φορές του ζητήσαμε χρήματα δανεικά αλλά, όταν επιχειρούσαμε να του τα επιστρέψουμε, ποτέ δεν τα έπαιρνε πίσω» είχε αναφέρει κάποια χρόνια πριν. Όταν εκείνος αναγκάστηκε να εγκαταλέιψει τη χώρα, ο βολιώτης εξτρέμ πικράθηκε πολύ. Ο θρύλος λέει πως ο Μπούκοβι προσπαθούσε να τον πείσει να ντριμπλάρει λιγότερο και να πασάρει περισσότερο, όμως αυτό ήταν αδύνατο. Παρέμεινε έτσι ακόμα και όταν ο τότε πρόεδρος του Ολυμπιακού, Νίκος Γουλανδρής, του προσέφερε 2.000 δραχμές για κάθε πάσα που θα έκανε αντί ντρίμπλας. Δεν πήρε ποτέ 2.000 δραχμές από αυτή τη συμφωνία.  

Στα επόμενα χρόνια είχε και ίδιος τα προβλήματά του με τη Χούντα, ενώ μάλιστα δέχθηκε απειλές και η οικογένειά του. Σε μία αναμέτρηση με τον Απόλλων Αθήνων στο φαληρικό γήπεδο, ο Μποτίνος ζήτησε ένα νέο ζευγάρι παπούτσια. Δεν πήρε καμία απάντηση από τους φροντιστές και με νεύρα πέταξε το ένα παπούτσι προς στον πάγκο της ομάδας. Τότε ο επίτροπος που είχε επιβάλλει η Χούντα στον Ολυμπιακό, Δημήτρης Παπαποστόλου, τον έπιασε από τον λαιμό και ο Μποτίνος τον χτύπησε στο πρόσωπο. Λίγο καιρό μετά σε μία ακόμη διαφωνία ανάμεσα τους ο Παπαποστόλου τράβηξε πιστόλι στον εξτρέμ του Ολυμπιακού, όμως εκεί μπήκε στη μέση ο εμβληματικός Γιώργος Σιδέρης και τα χειρότερα αποφεύχθηκαν. Από τότε μπήκε στο στόχαστρο της Χούντας και η καριέρα του πήρε πτωτική πορεία. Για πολύ καιρό ο ίδιος ο Δημήτρης Παπαποστόλου με συνοδεία ένστολων απειλούσε τους γονείς του σε καθημερινή σχεδόν βάση. 

Η σχέση του με τον Ολυμπιακό δεν ήταν και η καλύτερη. Θεώρησε πως οι ερυθρόλευκοι δεν τον στήριξαν στις δυσκολίες του. Επίσης τα σωματεία της εποχής δεν ήταν επαγγελματικά και ήταν εξαιρετικά δύσκολο για ένα μεγάλο ταλέντο να πάρει μεταγραφή στο εξωτερικό. Το διάστημα 1968 - 1969 πολλές ευρωπαϊκές ομάδες ζητάνε τον παίκτη, όμως η πολυπόθητη μεταγραφή δεν ήρθε ποτέ. Ο Μποτίνος λάμβανε λίγα χρήματα και για πολλά χρόνια δεν είχε το δικό του σπίτι στην Αθήνα. Αισθανόμενος μεγάλη αδικία τα παρατάει όλα και μετακομίζει στον αδερφό του στη Γερμανία. 

Το μικρόβιο του ποδοσφαίρου δύσκολα φεύγει από κάποιον που το αγαπάει. Έπειτα από 8 μήνες στη Γερμανία ο Ολυμπιακός τον προσεγγίζει εκ νέου με πολλές υποσχέσεις για μία καλύτερη σχέση ανάμεσά τους αυτή τη φορά. Ο πρώην παίκτης των Πειραιωτών το είδε και σαν ευκαιρία να λάμψει, καθώς το έτερο μεγάλο αστέρι της ομάδας, Γιώργος Σιδέρης, είχε πάρει μεταγραφή στο Βέλγιο και τη Στάνταρ Λιέγης. Τα προβλήματα δεν έλειψαν και από τη δεύτερη θητεία του. Δεν ήταν καλά προετοιμασμένος για να μπει στις υποχρεώσεις τόσο γρήγορα και μετά από τρία επίσημα παιχνίδια είδε τον δικέφαλο μυ του να κόβεται. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Ολυμπιακός ήταν άφαντος σε αυτή την περιπέτεια υγείας του. Του ήταν πολύ δύσκολο ακόμα και το να πατήσει το γκάζι στο αυτοκίνητο.

 

Στην προσπάθειά του για αποθεραπεία βρήκε έναν ανέλπιστο σύμμαχο. Ο προπονητής του αιωνίου αντιπάλου, Φέρεντς Πούσκας, ενδιαφέρθηκε για την κατάστασή του και κανόνισε να τον δει ο τότε γιατρός της Ρεάλ Μαδρίτης. Ο Ούγγρος θρύλος τον ήθελε στην ομάδα του όσο τίποτα και προσπάθησε να είναι στο πλάι του. Έπειτα από εντολή του γιατρού φεύγει επσευσμένα στην Ισπανία και κάνει μία επέμβαση στο πόδι του. Η αποθεραπεία πάει καλά και το 1971 ελπίζει πως θα ξεκινήσει δυνατά τη χρονιά, όμως ο δικέφαλός του συνεχίζει να πρήζεται. Αναγκαστικά κάνει ένα δεύτερο χειρουργείο στη Γερμανία με λεφτά φίλων και συγγενών. Όταν ήταν πλέον υγιής, ο Παναθηναικός εξέφρασε το ενδιαφέρον του, όμως ο Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού της Χούντας Κώστας Ασλανίδης μπλόκαρε τη μεταγραφή. Ο θρύλος του ελληνικού ποδοσφαίρου κάνει δύο τελευταία περάσματα από τον Παναιγιάλειο και τον Πανιώνιο. Το 1974 κρεμάει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια σε ηλικία μόλις 30 ετών.

Μερικά χρόνια πίσω ανέφερε πως δεν πήρε πολλά χρήματα από το ποδόσφαιρο αλλά τον γέμιζαν διαφορετικά πράγματα. «Ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, έρχεται κόσμος ή νέοι άνθρωποι που δεν με πρόλαβαν στο γήπεδο και με αγκαλιάζουν. Η αγάπη του κόσμου είναι ο λόγος που ασχολήθηκα τόσο ένεργα με το ποδόσφαιρο» είχε πει σε μία συνέντευξή του στο παρελθόν. Αγαπούσε πολύ το ελληνικό τραγούδι και ήταν πολύ καλός φίλος με τον Τόλη Βοσκόπουλο. Δεν δίσταζε να τραγουδάει όποτε είχε ευκαιρία και έχει ηχογραφήσει και ένα τραγούδι για χάρη του Ολυμπιακού.

Ο Βασίλης Μποτίνος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 77 ετών νικημένος από τον κορωνοϊό. Η ιστορία του πολύ μεγάλου ποδοσφαιριστή από τον Βόλο συνοψίζει λίγο πολύ τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι έλληνες ποδοσφαιριστές παλαιότερων δεκαετίων. Στην ανακοίνωσή του ο Ολυμπιακός τον χαρακτήρισε «ήρωα» και αυτό ήταν. Ένας παίκτης που έφτιαχνε τις Κυριακές του λαού με το τεράστιο ταλέντο του και με το παιχνίδι του τον έκανε να ξεχνάει τα προβλήματά του.