Αθλητισμος

Ντιέγκο Μαραντόνα 1960-2020: Μια ζωή μέσα στις λάσπες

Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που λατρεύτηκε όσο κανείς άλλος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του αθλήματος

Άκης Κατσούδας
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αφιέρωμα Ντιέγκο Μαραντόνα 1960-2020: Ο Αργεντίνος ποδοσφαιριστής που ξεκίνησε από τις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες κι έγινε ο «Θεός» της μπάλας.

Χειμώνας του 1984. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα έχει μόλις μερικούς μήνες που μετακόμισε στη Νάπολη και όλοι τον έχουν ως Θεό τους. Δεν είναι και λίγο πράγμα ο καλύτερος παίκτης του κόσμου να ρίχνει στο καναβάτσο τις πλούσιες ομάδες του ιταλικού βορρά και να αποφασίζει να αγωνιστεί σε μια ομάδα η οποία καλά καλά δεν έχει κατακτήσει ούτε ένα πρωτάθλημα, ως εκείνη τη στιγμή, στην ιστορία της.

Μερικά χιλιόμετρα μακριά βρίσκεται μια μικρή πόλη μόλις 40.000 κατοίκων, η Aτσέρα. Σ’ αυτή ζει ένας πατέρας ο οποίος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μαζέψει χρήματα προκειμένου να μεταφερθεί ο άρρωστος γιος του στη Γαλλία και να υποβληθεί σε μια επέμβαση η οποία θα του έσωζε τη ζωή.

Για καλή του τύχη, ένας φέρελπις νεαρός ποδοσφαιριστής που καταγόταν από την περιοχή και αγωνιζόταν στη Νάπολι, ο Πιέτρο Πουζόνε, ακούει την ιστορία του και ζητά από τη διοίκηση της ομάδας να διοργανώσει ένα φιλικό στην πόλη και τα χρήματα που θα συγκεντρώνονταν από τον αγώνα θα δίνονταν στην οικογένεια του παιδιού προκειμένου να γίνει καλά.

Ο πρόεδρος της ομάδας, ωστόσο, Κοράντο Φερλαΐνο είναι αρνητικός καθώς δεν θέλει επ’ ουδενί να δει τους ποδοσφαιριστές της ομάδας του και κυρίως τον Ντιέγκο, για τον οποίο δαπάνησε τόσα εκατομμύρια ευρώ το περασμένο καλοκαίρι, να παίζει σ’ ένα γήπεδο με κακό αγωνιστικό χώρο.

Έλα, όμως, που ο Μαραντόνα έχει διαφορετική άποψη και πείθει τους συμπαίκτες του να δώσουν αυτό το φιλικό. Η κατάσταση που επικρατεί στο γήπεδο την ημέρα του αγώνα είναι τραγική. Το γήπεδο έχει γίνει λάσπη από τη βροχή, γι’ αυτό και οι ποδοσφαιριστές της Νάπολι κάνουν προθέρμανση στο πάρκινγκ του γηπέδου, δίπλα στα αυτοκίνητα και τους σοκαρισμένους ντόπιους, οι οποίοι ούτε που θα πίστευαν ποτέ στα μάτια τους πως ο «Μεσσίας» του ποδοσφαίρου, το μεγαλύτερο αστέρι στον κόσμο, θα έπαιζε στην πόλη τους.

Ο ίδιος παραχωρεί το περιβραχιόνιο του αρχηγού στον 21χρονο Πιέτρο και αγωνίζεται κανονικά στον αγώνα, δίνοντας μάχες και πέφτοντας πολλές φορές στη λάσπη για τη διεκδίκηση μιας μπαλιάς. Πολλοί απόρησαν με την εικόνα.

Ποιος, όμως, είναι σίγουρος πως ο συγκεκριμένος τρόπος παιχνιδιού δεν άρεσε σ’ έναν άνθρωπο που έμαθε από μικρός τι πάει να πει να παίζεις μπάλα μέσα στις κακουχίες;

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1960 στην Αργεντινή και το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών του χρόνων το πέρασε σε μια φτωχογειτονιά του Μπουένος Άιρες, στη Βίλα Φιορίτο. Όπως εξηγεί ο ίδιος αργότερα, πάντα υπήρχαν γι’ αυτόν και τα αδέρφια του ένα πιάτο φαγητό πάνω στο τραπέζι, ακόμη και τα βράδια που η μητέρα τους έκανε πως είχε στομαχόπονο για να μη φάει εκείνη και να δώσει το δικό της στα παιδιά. Ρεύμα το βράδυ δεν υπήρχε και ο ίδιος συνήθιζε να παίζει ποδόσφαιρο μέσα στο σκοτάδι, κάτι το οποίο τον βοήθησε τελικά καθώς «στο φως μού ήταν πιο εύκολο».

Σ’ ένα απ’ αυτά τα βράδια, παραλίγο να χάσει τη ζωή του καθώς, όσο περπατούσε μέσα στο σκοτάδι, έπεσε μέσα στο γούρνα την οποία χρησιμοποιούσαν για τουαλέτα. Αυτός που τον έσωσε ήταν ο θείος του, Σιρίλο, ο οποίος τον είδε και προσπάθησε να τον σώσει, φωνάζοντας «Ντιεγκίτο, κράτα το κεφάλι σου πάνω από τα σκατά».

Η ανακάλυψη του ποδοσφαιρικού του ταλέντου γίνεται, κατά πάσα πιθανότητα, τυχαία. Ένας οικογενειακός φίλος μαθαίνει γι’ αυτόν και τον προτείνει στην τοπική Αρχεντίνος Τζούνιορς. Η αγάπη και το ταλέντο του Ντιεγκίτο για την μπάλα δεν αργεί να φανεί, μ’ αποκορύφωμα το ημίχρονο μεταξύ του αγώνα Αρχεντίνος - Ιντεπεντιέντε που στέκεται στη μέση του γηπέδου και κάνει κόλπα με την μπάλα λες κι είναι ενήλικας.

Την τρέλα του αυτή για το ποδόσφαιρο δεν την έχασε όσα χρόνια κι αν αγωνίστηκε. Από πού να ξεκινήσει κανείς και πού να τελειώσει...

Από το «χέρι του Θεού», την μεγαλύτερη κούρσα όλων των εποχών στον τελικό με την Αγγλία στο Μεξικό το 1986, τη προθέρμανση στο Μονακό το 1989 όταν και άρχισε να κάνει κόλπα με λυτά τα κορδόνια του στους ρυθμούς του Live is Life, τη μέρα που έμεινε μόνος του μετά το τέλος της προπόνησης της στο γήπεδο για να κάνει σουτ και να κυλιστεί στις λάσπες. Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά.

Αυτό, ωστόσο, που έκανε τον Μαραντόνα Θεό δεν ήταν η αγάπη του για το ποδόσφαιρο, αλλά αυτή η τρέλα που κουβαλούσε πάνω του. Μια τρέλα η οποία δεν τον οδήγησε μόνο σε καλά μονοπάτια. Ο ίδιος θεωρούσε το ποδόσφαιρο παιχνίδι εξαπάτησης. Ως το 2005 δεν παραδέχτηκε δημοσίως πως έβαλε το γκολ με το χέρι, ωστόσο, όταν το έκανε είχε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία να διηγηθεί. «Μόλις μπήκε το γκολ όλοι σάστισαν. Περίμενα τους συμπαίκτες μου να με αγκαλιάσουν, αλλά κανείς δεν ήρθε... Τους είπα: Ελάτε να με αγκαλιάσετε, αλλιώς ο διαιτητής δεν θα το μετρήσει». Το γκολ τελικά δεν ακυρώθηκε και έτσι χαράχτηκε στην ιστορία, ως το πιο ιδιαίτερο τέρμα που έχει μπει ποτέ στα χρονικά του αθλήματος.

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα είχε δυο μεγάλες αγάπες στη ζωή του. Την Νάπολι και την Μπόκα,

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα είχε δυο μεγάλες αγάπες στη ζωή του. Την Νάπολι και την Μπόκα, στην οποία αγωνίστηκε λίγο πριν κάνει το πρώτο του ταξίδι στην Ευρώπη για λογαριασμό της Μπαρτσελόνα, μια παρουσία την οποία αρκετοί ξεχνούν, ακριβώς επειδή ο Αργεντίνος σταρ δεν κατάφερε να δείξει ποτέ τα προσόντα του.

Κανείς, ωστόσο, δεν πίστευε πως ο επόμενος σταθμός της καριέρας του, ακόμη και μετά τον πολύ σοβαρό τραυματισμό που πέρασε μετά τον τελικό κυπέλλου με την Αθλέτικ Μπιλμπάο το 1984, θα ήταν η Νάπολη, μια πόλη η οποία ζούσε πάντα κάτω από τη σκιά του ιταλικού βορρά. Τα 10.000.000 ευρώ που καταβλήθηκαν για τη μεταγραφή του προξένησαν την έκπληξη όχι μόνο των αντιπάλων της αλλά και των ίδιων κατοίκων της πόλης.

Η πόλη είχε χτυπηθεί άγρια πριν από μερικά χρόνια, το 1980, από το σεισμό Irpinia, ο οποίος είχε προκαλέσει τον θάνατο σε χιλιάδες ανθρώπους και είχε αφήσει άστεγους αρκετούς ακόμη καθώς τα σπίτια τους είχαν καταρρεύσει από τον εγκέλαδο. Πολλοί θεώρησαν πως πίσω από τη μεταγραφή του Μαραντόνα κρυβόντουσαν οι μαφιόζοι της Νάπολι, οι οποίοι έλυναν και έδεναν εκείνη την εποχή στην περιοχή. Κανείς, όμως, δεν ήθελε να το ψάξει περαιτέρω. Όπως έγραφε μια τοπική εφημερίδα εκείνη την εποχή «μπορεί να μην έχουμε δήμαρχο, σπίτια, σχολεία, λεωφορεία, δουλειά και αποχέτευση, αλλά κανένα από αυτά δεν έχει σημασία αφού έχουμε το Μαραντόνα».

Στη Νάπολι ο Ντιέγκο έζησε τα καλύτερα χρόνια της καριέρας του. Δύο πρωταθλήματα, ευρωπαϊκές διακρίσεις, πανηγύρια. Η πόλη εξαιτίας του αναγεννήθηκε καθώς χιλιάδες τουρίστες συρρέουν ακόμη μέχρι σήμερα στην πόλη και αγοράζουν τα σουβενίρ και τις φανέλες του Μαραντόνα στα σοκάκια της. Εκείνη την περίοδο, μάλιστα, είχαν διαδραμιστεί τρομερές σκηνές με τους τουρίστες, έχοντας άγνοια για τα υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας στην πόλη, έφταναν έξω από το σπίτι του και του ζητούσαν να τους επιστρέψει τα χρήματα από τα πορτοφόλια που τους έκλεψαν στον δρόμο.

© LuckyLisp/Wikimedia Commons

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, ωστόσο, ακόμη και τα χρόνια της μεγάλης του κυριαρχίας ήταν πνεύμα αντιλογίας. Αντιπαθούσε τις ομάδες του ιταλικού βορρά και κυρίως τη Γιουβέντους. Αυτή του η κόντρα κορυφώθηκε κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ του 1990 στην Ιταλία όταν και ζήτησε από τους Ναπολιτάνους στην ημιτελική της Αργεντινής με τη διοργανώτρια να στηρίξουν τον ίδιο και όχι την Ιταλία.

«Μαραντόνα, η Νάπολη σε αγαπάει, αλλά η Ιταλία είναι η πατρίδα μας» ήταν η απάντηση των οπαδών της ομάδας του. Η κατακραυγή του κόσμου ήταν τέτοια, μάλιστα, που όταν η τηλεοπτική κάμερα έδειξε τον Ντιέγκο Μαραντόνα κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου της Αργεντινής, αρκετοί Ιταλοί άρχισαν να τον γιουχάρουν.

Από κείνη τη στιγμή, άρχισε η κάτω βόλτα για τον Αργεντίνο, ο οποίος αποχώρησε από την Νάπολι, βρέθηκε θετικός στη χρήση κοκαΐνης και μερικά χρόνια μετά κρέμασε τα παπούτσια του σ’ ένα αγώνα με τη φανέλα της Μπόκα Τζούνιορς, τον οποίο δεν θυμάται κανείς.

Η εξάρτηση από τα ναρκωτικά ξεκίνησε, όπως ομολόγησε ο ίδιος, από τον τελευταίο του χρόνο με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα. «Ήμουν, είμαι και θα είμαι πάντα εθισμένος με τα ναρκωτικά. Ένας άνθρωπος που μπλέκεται με τα ναρκωτικά πρέπει να παλεύει με αυτό κάθε μέρα» σημείωσε ο ίδιος μετά από χρόνια. Σ’ όλη αυτή την πορεία, οι φήμες για τα πολυτελή πάρτι, τις γυναίκες, τα ναρκωτικά και τη σχέση του με τη μαφία της πόλης πήγαιναν και έρχονταν. Κανείς, ωστόσο, δεν πρόκειται να μάθει ποτέ όλη την αλήθεια.

Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, μεταξύ άλλων, όλα αυτά τα χρόνια δεν έκρυψε τα πολιτικά του πιστεύω, καθώς στάθηκε στο πλευρό αρκετών σοσιαλιστών ηγετών στη Λατινική Αμερική, μεταξύ των οποίων, στον Νικόλας Μαδούρο, τον Έβο Μοράλες και τον Φιντέλ Κάστρο, τον οποίο «χτύπησε», μάλιστα, τατουάζ, δίπλα σ’ εκείνο του Κάστρο.

Ο ίδιος, έχοντας βιώσει τη φτώχεια από πρώτο χέρι, είχε επιτεθεί αρκετές φορές σε πολιτικούς και θρησκευτικούς άρχοντες. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Πάπας. «Ναι, τσακώθηκα με τον Πάπα. Τσακώθηκα, επειδή ήμουν στο Βατικανό και είδα χρυσές στέγες, και μετά άκουσα τον Πάπα να λέει ότι η Εκκλησία ανησυχούσε για τα φτωχά παιδιά. Τότε πούλα τις στέγες φίλε, κάνε κάτι!».

© PAlessandrobottone/Wikimedia Commons

Αυτός, ίσως, είναι και ο λόγος που τόσα εκατομμύρια ποδοσφαιρόφιλων τον αγάπησαν και τον έκαναν «Θεό» τους. Ένας άνθρωπος με τεράστιο ταλέντο, ο οποίος ποτέ δεν θέλησε να γίνει πρότυπο.

Πριν από μερικά μήνες, ο παλαίμαχος τερματοφύλακας της εθνικής Αγγλίας, ο οποίος είδε με τα μάτια του τον Μαραντόνα να σκοράρει με το χέρι στην εστία του, μίλησε για το περιστατικό και τον Αργεντινό. «Μου διδάχθηκε να έχω σεβασμό για το παιχνίδι. Έχω δει πολλούς παίκτες να εξαπατούν, αλλά μετά να το παραδέχονται και να ζητάνε συγγνώμη. Αλλά ο Ντιέγκο ποτέ δεν ζήτησε συγγνώμη, δεν ήθελε ποτέ να σφίξει τα χέρια και να παραδεχτεί ότι εξαπάτησε και έκανε ένα λάθος… Πάντα θα λέω ότι είναι ο καλύτερος της ιστορίας, αλλά ποτέ δεν θα τον σεβαστώ ως αθλητή».

Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που λατρεύτηκε όσο κανείς άλλος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του αθλήματος.