Αθλητισμος

Ακόμη και οι γείτονες ήταν με τους Βραζιλιάνους

Το σαλόνι ξαφνικά γέμισε κόσμο.

43242-97219.jpg
Μιχάλης Λεάνης
ΤΕΥΧΟΣ 305
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
6844-15732.jpg

Το σαλόνι ξαφνικά γέμισε κόσμο. Ο πατέρας μου είχε καλέσει τους φίλους του για να παρακολουθήσουν τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Πρώτη φορά άκουγα γι’ αυτό το θεσμό. Εγώ ήξερα ότι ήρθαν για να δουν μπάλα. Οι άνδρες κατέλαβαν το σαλόνι. Έπιασαν καναπέδες και πολυθρόνες, μιλώντας ασταμάτητα. Θυμάμαι τη μητέρα μου να τρέχει πανικόβλητη σαλόνι-κουζίνα και να φέρνει πάγο και κρύα νερά για τα ουίσκι. Οι γυναίκες που δεν τις ενδιέφερε να παρακολουθήσουν το ματς αποφάσισαν να καθίσουν δίπλα, για να λένε τα δικά τους. Εμείς τα παιδιά, σαν να περισσεύαμε, καθόμασταν χύμα στο πάτωμα, αφού δεν υπήρχε άλλος ελεύθερος χώρος. Οι μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα ορθάνοιχτα. Καλοκαίρι του ’70. Συγκεκριμένα, Κυριακή 21 Ιουνίου.

Η αλήθεια είναι ότι όταν σου μιλάνε για Μουντιάλ, το βιβλίο της μνήμης ανοίγει αυτόματα στις σελίδες της πρώτης διοργάνωσης που παρακολούθησες ζωντανά. Για μένα ήταν αυτή του ’70. Σαν να μην υπήρχε πιο μπροστά Μουντιάλ, σαν να μην είχε ανακαλυφθεί το ποδόσφαιρο.

Χρόνια μετά δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι ο τελικός στο Στάδιο Αζτέκα του Μεξικού ανάμεσα στη Βραζιλία και την Ιταλία ήταν ένας από τους ωραιότερους του θεσμού. Ακόμα περισσότεροι ορκίζονται ότι το παιχνίδι αυτό συμπεριλαμβάνεται στα 5 καλύτερα που έχει να επιδείξει στην ιστορία του το παγκόσμιο πρωτάθλημα. Πέρασαν αρκετά χρόνια όταν πια είχα σφαιρική εικόνα της διοργάνωσης, για να ανακαλύψω ότι το Μουντιάλ του Μεξικού υπήρξε το πιο συναρπαστικό και δικαίως θεωρείται από τις πιο πετυχημένες διοργανώσεις στα χρονικά του θεσμού.

 

Κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ της Ιταλίας το ’90, έπεσε στα χέρια μου μια έρευνα που αποδείκνυε ότι στα γήπεδα του Μεξικού παίχθηκε περισσότερος καθαρός χρόνος ποδοσφαίρου από κάθε άλλη φορά. Για την ποιότητα των ποδοσφαιριστών δεν συζητάμε. Οι περισσότεροι παραμένουν μύθοι.

Όλα αυτά, βέβαια, εγώ εκείνο το ζεστό κυριακάτικο απόγευμα του Ιούνη δεν τα γνώριζα. Καθισμένος στο πάτωμα με την πλάτη μου να ακουμπά στον καναπέ, προσπαθούσα να καταλάβω γιατί όλοι, μα όλοι, υποστήριζαν τη Βραζιλία του Πελέ. Ο Πελέ ήταν ο πρώτος ξένος ποδοσφαιριστής που έμαθα στη ζωή μου. Όλοι μιλούσαν γι’ αυτόν κουνώντας τα χέρια τους, για να εκδηλώσουν το θαυμασμό τους.

Νωρίς-νωρίς, στο 18ο λεπτό, ήταν ο Πελέ που έβαλε τη Βραζιλία μπροστά στο σκορ και έκανε το σαλόνι του σπιτιού μου να χορεύει σάμπα. Όλοι πετάχτηκαν όρθιοι, άρχισαν να ουρλιάζουν και να πανηγυρίζουν, λες και γεννήθηκαν στο Ρίο. Οι γυναίκες από την τραπεζαρία δίπλα, έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει. «Γκολάρα ο Πελέ, τέσσερα θα φάνε» έλεγαν και συμφωνούσαν όλοι μεταξύ τους. Κανείς δεν υποστήριζε τους Ιταλούς. Τους παρατηρούσα στην ασπρόμαυρη οθόνη με τα κεφάλια σκυφτά να προσπαθούν να βρουν τι φταίει. Έμοιαζαν μόνοι και εγκαταλελειμμένοι. Τότε ήταν που πήρα τη μεγάλη απόφαση να υποστηρίξω τους «αδύνατους». Το είχα, φαίνεται, από μικρός μέσα μου. Κι έτσι έγινα Ιταλία. Πού να ξέρω ότι η μοίρα χρόνια μετά θα μ’ έστελνε στη χώρα των ηττημένων, για να περάσω για μία δεκαετία σχεδόν τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου. Σε σημείο που να τη θεωρώ δεύτερη πατρίδα μου. Ή μήπως το ήξερα…

Λίγα λεπτά πριν τη λήξη του ημιχρόνου ο μεγάλος Μπονισένια ή Μπόμπο έφερνε το παιχνίδι στα ίσα. Ούτε που τον ήξερα τον Μπόμπο, αλλά μόλις η μπάλα κατέληξε στα δίχτυα του Φελίξ πετάχθηκα και άρχισα να ουρλιάζω: γκολ-γκολ-γκολ!!! Επειδή δεν άντεχα να με κοιτούν όλοι παράξενα, βάλθηκα να τρέχω σε όλα το σπίτι φωνάζοντας Ιταλία. Κατέληξα στο μπαλκόνι, έπιασα τα κάγκελα και συνέχισα να ουρλιάζω: Ιταλία - Ιταλία. Ούτε από περιέργεια δεν βγήκε ένας χριστιανός να δει ποιος φωνάζει. Ακόμη και οι γείτονες ήταν με τους Βραζιλιάνους.

Το τέλος του παιχνιδιού με βρήκε ράκος. Οι «μεγάλοι» για μία ακόμη φορά είχαν δίκιο. Τέσσερα έλεγαν θα φάνε οι Ιταλοί, τέσσερα φάγανε. Πού να ξέρω ότι την ίδια ώρα στην πιο κομψή χερσόνησο της Ευρώπης είχε ανοίξει μια κόντρα που κρατάει μέχρι τις μέρες μας.

Πως δηλαδή ο Μάριο Ζαγκάλο, ο προπονητής της Βραζιλίας, μπόρεσε και χώρεσε στην ενδεκάδα 5 «δεκάρια», όπως ο Ζέρσον, ο Τοστάο, ο Ριβελίνο, ο Πελέ, ο Ζαρζίνιο, ενώ ο Φερούτσιο Βαλκαρέτζι δεν κατόρθωσε να παντρέψει τον Ματσόλα με τον Ριβέρα.

Εκείνο όμως που ένιωθα, γιατί ήμουν πολύ μικρός για να ξέρω γενικότερα, ήταν ότι το μικρόβιο του Μουντιάλ είχε μπει για τα καλά μέσα μου. Η γενιά μου είναι γενιά του Μουντιάλ. Λογικό, αφού το Τσάμπιονς Λιγκ, με τη μορφή που έχει τώρα, δεν υπήρχε. Ευτυχώς λέω εγώ, γιατί οι ποδοσφαιρικές δόσεις τα χρόνια εκείνα ήταν μετρημένες, γι’ αυτό και απολαυστικές. Συνεπώς, όπως κάθε γενιά χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο γεγονός, όπως αυτό των αγώνων για την παιδεία τη δεκαετία του ’60 που ανέδειξε την γενιά του 1-1-4 , η δικιά μου είναι αυτή του 1-4 εξαιτίας του αλησμόνητου εκείνου τελικού που έβαλε το Μουντιάλ στη ζωή μας. 

 info@athensvoice.gr


Φωτό:​ Μάριο Ζαγκάλο

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ