Αθλητισμος

Το μεγαλύτερο καλό που έκανε ο Πιτίνο στον Παναθηναϊκό

Η απόφαση του Αμερικανού κόουτς το 1997, που έφερε τον Ντίνο Ράτζα στην Ελλάδα

Αργύρης Ευθυμιάδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Ρικ Πιτίνο μπορεί να προπόνησε σχεδόν τα δύο τελευταία χρόνια τον Παναθηναϊκό, όμως το μεγαλύτερο καλό που έκανε στο τριφύλλι, έγινε το 1997.

Η διπλή θητεία του Ρικ Πιτίνο στον πάγκο του Παναθηναϊκού, ήταν αμφιλεγόμενη και σίγουρα δεν έληξε με τον καλύτερο τρόπο. Μπορεί ο Αμερικανός προπονητής πέρυσι να βελτίωσε την αγωνιστική εικόνα της ομάδας στην Ευρωλίγκα (δίχως πάντως να την οδηγήσει στο φάιναλ φορ παρά το πλεονέκτημα έδρας), όμως η φετινή του αρνητική παρουσία, σε συνδυασμό με πολλές δηλώσεις από την αρχή της θητείας του, έδειχνε πως δεν υπολόγιζε ιδιαίτερα το ελληνικό μπάσκετ.

Ακόμη και οι φίλοι του «τριφυλλιού» που πέρυσι τον αποθέωναν, κατάλαβαν πως το impact του στην ομάδα δεν ήταν δα και τόσο σπουδαίο, βλέποντας ιδιαίτερα την εικόνα της ομάδας τους στα τελευταία παιχνίδια πριν από τη διακοπή της Ευρωλίγκας. Πάντως, ο Ρικ Πιτίνο έχει αφήσει… έργο στον Παναθηναϊκό, έστω και άθελά του.

Μεταφερόμαστε στο 1997 και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από το 1993 στους θρυλικούς, μα παραπαίοντες εκείνη την εποχή Μπόστον Σέλτικς, αγωνίζεται ο Ντίνο Ράτζα. Ο Κροάτης σέντερ έχει μόλις ολοκληρώσει την τέταρτη σεζόν τους στο ΝΒΑ, παραμένοντας σταθερά σε μεγάλους μέσους όρους (16,7 πόντοι και 8,4 ριμπάουντ). Εκτός από την πρώτη του σεζόν, στις υπόλοιπες τρεις έχασε αρκετούς αγώνες λόγω τραυματισμού και γενικότερα μιας ευπάθειας στο γόνατο.

Μάλιστα το 1996-97, έπαιξε σε 25 μόλις αγώνες. Μπορεί να είχε 14 πόντους ανά παιχνίδι, όμως το θέμα στο πόδι, τον καθιστούσε «προβληματικό», ειδικά από τη στιγμή που είχε συμβόλαιο μέχρι το 2000.

Εκείνη τη χρονιά οι Σέλτικς είχαν το αποκαρδιωτικό ρεκόρ 15-67, το χειρότερο στην ιστορία τους και έτσι το καλοκαίρι του ’97, είχαμε αλλαγή προπονητή. Τη θέση του κόουτς Καρ πήρε ο Ρικ Πιτίνο, στην πρώτη του απόπειρα να δουλέψει στο ΝΒΑ. Ο Ράτζα, είχε ακούσει κάποιες φήμες που τον ήθελαν να φεύγει λόγω της ευπάθειας στο γόνατο, έπιασε τον Πιτίνο για να δει τι θα κάνει με το μέλλον του.

Σύμφωνα με τη διήγηση του Κροάτη, «είχαμε έναν νέο προπονητή και ήθελα να ξέρω αν με υπολογίζει. Αγαπούσα τη Βοστώνη και τους Σέλτικς, οπότε τον ρώτησαν ευθέως αν σκοπεύει να με ανταλλάξει σε άλλη ομάδα. Ο Πιτίνο με κοίταξε στα μάτια και μου είπε πως με θεωρεί βασικό πυλώνα στην επίθεση και μάλιστα, ότι όταν η ομάδα παίζει set παιχνίδι, η μπάλα θα περνάει πάντοτε από τα χέρια μου». Πέντε μέρες μετά απ’ αυτή τη συνάντηση, η Ράτζα δόθηκε με ανταλλαγή στους Φιλαντέλφια Σίξερς! «Είτε ο Πιτίνο μου είπε ψέματα, είτε κάποιος άλλος άλλαξε γνώμη μέσα σε λίγα 24ωρα» σχολίασε ο Ράτζα…

Ο 30χρονος τότε άσος, δεν έπαιξε ποτέ στους Σίξερς. Στις ιατρικές εξετάσεις ανακάλυψαν πως το αριστερό γόνατο του παίκτη δεν είχε καν χόνδρο. Αυτό σήμαινε πως δεν θα μπορούσε να παίζει συνεχόμενα παιχνίδια, ούτε και να προπονείται στο ενδιάμεσο. Η ανταλλαγή χάλασε, οι Σέλτικς και ο Πιτίνο δεν τον ήθελαν, οπότε αναγκάστηκαν να του δώσουν ένα μεγάλο μέρος του τριετές συμβολαίου που υπολειπόταν και τον άφησαν ελεύθερο.

Ερχόμαστε στην Ελλάδα, όπου ο Παναθηναϊκός προσπαθεί να συνέλθει. Μια χρονιά νωρίτερα η ομάδα των Ντομινίκ Ουίλκινς, Στόγιαν Βράνκοβιτς, που κατέκτησε το πρώτο ελληνικό Πρωταθλητριών το 1996, διαλύθηκε, αφού ο προπονητής Μπόζα Μάλκοβιτς γέμισε το ρόστερ με αμφιβόλου ποιότητας ρολίστες, αποτυγχάνοντας παταγωδώς σε όλες τις διοργανώσεις.

Ο Σέρβος έφυγε, όμως άφησε σαν παρακαταθήκη ένα όνομα, που ήθελε και δεν μπόρεσε να αποκτήσει ως αντικαταστάτη του Βράνκοβιτς: Αυτό του κολλητού του, του Ράτζα. Με τον νέο προπονητή Σλόμπονταν Σούμποτιτς να συμφωνεί, το καλοκαίρι του 1997, οι Παύλος και Θανάσης Γιαννακόπουλος πήραν το ρίσκο και έδωσαν ένα σκασμό χρήματα για να φέρουν στην Ευρώπη τον Ράτζα.

Παράλληλα τον πλαισίωσαν με τον άσο των Λέικερς, Μπάιρον Σκοτ, με τον Φάνη Χριστοδούλου και έφτιαξαν μια πολύ δυνατή ομάδα. Ολοι μαζί, και με τον Κροάτη κορυφαίο παίκτη, κατέκτησαν το πρωτάθλημα του 1998, το πρώτο για τους «πράσινους» μετά από 14 χρόνια.

Ο Ράτζα, πάντως, ουδέποτε αγάπησε τον Παναθηναϊκό. Τον Απρίλιο του ’98, η ομάδα αποκλείστηκε από τη Στεφανέλ Μιλάνο στα ημιτελικά του Eurocup και ο οξύθυμος Ντίνο επιτέθηκε στους οπαδούς που περίμεναν να αποδοκιμάσουν την αποστολή.

Παρ’ όλα αυτά, έμεινε και για δεύτερη σεζόν, που παρέα με τον Μποντιρόγκα πια οδήγησαν τον Παναθηναϊκό σε σερί πρωτάθλημα, με το περίφημο «διπλό» 62-53 επί του Ολυμπιακού μέσα στο ΣΕΦ. Όμως, ο Κροάτης είχε αποφασίσει να φύγει. Μερικούς μήνες νωρίτερα, όταν χάθηκε η πρωτιά στην κανονική περίοδο της Α1 (ο ΠΑΟ πήρε τον τίτλο με μειονέκτημα έδρας), ο νεαρός τότε Δημήτρης Γιαννακόπουλος, ζήτησε τον λόγο από τον Σούμποτιτς και του επιτέθηκε φραστικά. Ο Ράτζα υπερασπίστηκε τον προπονητή, με τα ρεπορτάζ εκείνης της εποχής να περιγράφουν κυνηγητά και γροθιές του διεθνή μπασκετμπολίστα!

Μετά το 1999, η δύση της καριέρας του Ράτζα περιελάμβανε πολλή Κροατία και μία σεζόν στον Ολυμπιακό. Γύρισε στην Ελλάδα για να πάρει «εκδίκηση» από τον Παναθηναϊκό, μα δεν τα κατάφερε. Πάντως, αν τον ρωτήσει κανείς σήμερα, θα πει ότι στην Ελλάδα υποστηρίζει τους Πειραιώτες, αφού πολύ πρόσφατα ανέβασε μια φωτογραφία στα social media με «ερυθρόλευκη» φόρμα από εκείνη την εποχή! Αλλωστε, λίγοι γνωρίζουν πως το 2013 βρέθηκε στο Λονδίνο για την Ευρωλίγκα και παρακολούθησε τους αγώνες μέσα από την κερκίδα των Ολυμπιακών…

Ανεξάρτητα με τα αισθήματα του Ράτζα, η αλήθεια είναι πως ο ίδιος αποτέλεσε στυλοβάτη εκείνης της διετίας στον Παναθηναϊκό, τότε που μπήκαν οι στέρεες βάσεις για τη δημιουργία μιας μπασκετικής αυτοκρατορίας, που σάρωσε την Ευρώπη και παραμένει δυνατά μέχρι και τώρα, τουλάχιστον στην Ελλάδα.