Εμφάνιση φίλτρων
Τίτλος παράστασης
Χώροι

Τριστάνος και Ιζόλδη

Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

85647-172761.jpg

Πρόκειται για μια νέα μεγαλειώδη παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η οποία για πρώτη φορά στην 75χρονη ιστορία της, θα αναμετρηθεί με το έργο ορόσημο της μουσικής ιστορίας, το οποίο σηματοδότησε την αρχή του ύστερου μουσικού ρομαντισμού.

Την Ορχήστρα και την Χορωδία της ΕΛΣ θα διευθύνει ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Οργανισμού, Μύρων Μιχαηλίδης, τη σκηνοθεσία υπογράφει ο διεθνής Έλληνας της όπερας Γιάννης Κόκκος, ενώ πρωταγωνιστούν μονωδοί διεθνούς ακτινοβολίας.

Ο Τριστάνος και Ιζόλδη είναι ένα έργο πυρετώδους συναισθηματικής φόρτισης, το οποίο με τις καινοτομίες της αρμονίας και τον πλούτο της γραφής του άλλαξε διά παντός την ιστορία της μουσικής. Η σύνθεση του έργου ολοκληρώθηκε ανάμεσα στο 1857 και το 1859, ενώ η πρεμιέρα του δόθηκε στο Μόναχο το 1865. Ο Βάγκνερ το έγραψε επηρεαζόμενος από το έργο του σπουδαίου φιλοσόφου Άρθουρ Σοπενχάουερ, αλλά και από την έντονα συναισθηματική του σχέση με τη Ματθίλδη Βέζεντονκ. Ενδεικτικό της σημασίας του έργου είναι ότι επηρέασε, άμεσα ή έμμεσα, όχι μόνο σπουδαίους συνθέτες της δυτικής μουσικής, όπως τους Μάλερ, Ρίχαρντ Στράους, Μπρίττεν, Ντεμπυσί, Ραβέλ, Στραβίνσκι κ.ά., αλλά και φιλοσόφους όπως ο Νίτσε, λογοτέχνες όπως ο Τόμας Μαν, συμβολιστές ποιητές του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, αλλά ακόμα και σύγχρονους κινηματογραφιστές όπως ο Λαρς Φον Τρίερ.

Όπως σε όλα τα έργα του Ρίχαρντ Βάγκνερ, το κείμενο είναι του ίδιου και βασίζεται σε μύθο πιθανώς κελτικής προέλευσης. Η πλοκή αφορά τον έρωτα του ιππότη Τριστάνου για την ιρλανδή πριγκίπισσα Ιζόλδη, την οποία φέρνει ως νύφη στο θείο του βασιλιά Μάρκο της Κορνουάλης. Κατά το ταξίδι της επιστροφής στο πλοίο, με αφορμή ένα μαγικό ποτό, Τριστάνος και Ιζόλδη εξομολογούνται τον έρωτά τους. Στην Κορνουάλη, κατά την απουσία του βασιλιά σε κυνήγι, συναντιούνται ερωτικά. Ο Μάρκος τούς βρίσκει μαζί και σε συμπλοκή που ακολουθεί ο Τριστάνος τραυματίζεται θανάσιμα. Μεταφέρεται στον πύργο του στη Βρετάνη, όπου παραληρεί. Όταν η Ιζόλδη φτάνει κοντά του είναι πια αργά: ο Τριστάνος ξεψυχά στα χέρια της και εκείνη τον ακολουθεί καθώς οραματίζεται την παντοτινή ένωση μαζί του.

Για πρώτη φορά ελληνικά μουσικά σύνολα, η Ορχήστρα και η Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνή-, υπό τον αρχιμουσικό Μύρωνα Μιχαηλίδη θα ερμηνεύσουν ένα τέτοιο έργο ύψιστων απαιτήσεων, του οποίου η πλαστική ρευστότητα της μορφής το καθιστά ένα από τα πιο δύσκολα του ρεπερτορίου.

Ο διακεκριμένος Έλληνας σκηνοθέτης - σκηνογράφος Γιάννης Κόκκος με έδρα του το Παρίσι, ο οποίος υπογράφει τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια, σημειώνει: «Σε όλα τα έργα του παρελθόντος τίθεται η προβληματική των τριών χρόνων: της εποχής στην οποία ο συνθέτης/λιμπρετίστας τοποθετεί τη δράση, της εποχής στην οποία γράφηκε ή συντέθηκε το έργο μαζί με το ιστορικό της υπόβαθρο και, τέλος, της δικής μας εποχής, στην οποία υποδεχόμαστε το έργο. Πάνω στη σκηνή οι τρεις εποχές πρέπει να μπορούν να συνυπάρχουν μέσα από μία μορφή που θα εφευρεθεί. Εάν ευνοήσει κανείς μία όψη σε σχέση με τις άλλες δύο, περιορίζει την πρόσληψη του έργου. Επιχειρώ να ενώσω τα στοιχεία αυτά, προκειμένου να δημιουργηθεί μία αισθητική αποτελούμενη από τα τρία στοιχεία χρόνου στο πλαίσιο μιας μορφής, η οποία εκπλήσσει και ταυτόχρονα είναι προφανής. Για τον Τριστάνο οι τρεις εποχές συνυπάρχουν ταυτόχρονα σε όλα τα στοιχεία της παράστασης, στο σκηνικό χώρο, στα κοστούμια και στην κίνηση των ερμηνευτών. Ξαναβρίσκει κανείς τον απόηχο περασμένων χρόνων, ίχνη της φύσης, λάμψη από πανοπλίες, αντανακλάσεις νερού και έναν αριθμό από αναφορές που ανήκουν στο σημερινό κόσμο. (...) O Βάγκνερ δεν συνέθεσε συνειδητά ένα ψυχόδραμα, αλλά εργάστηκε βασισμένος σε βαθιά γνώση των συμβόλων και ως προς αυτό ο Τριστάνος πλησιάζει περισσότερο τη μυθολογική ανάλυση του Γιουνγκ [Jung] παρά του Φρόυντ [Freud]. Ο Βάγκνερ δημιουργεί μία καθαρή, λιτή μορφή του μύθου του Τριστάνου, αφαιρώντας όλα τα περιττά στοιχεία της ιστορίας, αφήνοντας μόνο την ουσία του θρύλου. Συνέγραψε το ποίημά του με τον ίδιο τρόπο: Δεν υπάρχει λέξη παραπάνω απ’ όσες απαιτούνται, ούτε καν στον υπέροχο μακρύ μονόλογο του βασιλιά Μάρκου! Επιθυμώ να κρατήσω αυτή την πυκνότητα των εικόνων, διατηρώντας μία ισορροπία ανάμεσα σε αφαίρεση και ρεαλισμό. Ο Βάγκνερ είναι επίσης οραματιστής και θα επιχειρήσω να δώσω τόσο μία μινιμαλιστική όσο και μία μεγάλων διαστάσεων έκφραση σε αυτή την όψη. Η παράσταση δεν θα είναι μινιμαλιστική, εκτός από το γεγονός ότι θα εργαστώ μονάχα με εκείνα τα στοιχεία τα οποία θεωρώ απαραίτητα προκειμένου να αφηγηθώ την ιστορία, αφήνοντας χώρο στη φαντασία. Ο κόσμος του Τριστάνου είναι εσωτερικός, ένας κόσμος που βρίσκεται μέσα στο κεφάλι, ένας κόσμος σκοτεινών διαισθήσεων. Ο Βάγκνερ αγαπούσε τον αρχαιοελληνικό κόσμο κι εγώ θα προσπαθήσω να ανακαλύψω το σκοτάδι και τη βία πίσω από τη σαφήνεια, το παράλογο πίσω από το λογικό. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα πράγματα στην ελληνική φιλοσοφία και το πνεύμα – σύγχρονο, ταυτόχρονα και αρχαίο.

Ο Βάγκνερ διέθετε βαθιά κατανόηση της ελληνικής τραγωδίας, ωστόσο με εντυπωσίασε εξίσου ο τρόπος με τον οποίο η ποίησή του έχει επίσης τη δομή έργων του Ρακίνα [Racine]: ορισμένα τμήματα μοιάζουν με τη Φαίδρα [Phèdre]! Παραδόξως, η δομή της υπόθεσης είναι πλησιέστερη στον Ρακίνα παρά στους Έλληνες. Διαβάζω το συγκεκριμένο έργο ως τραγωδία του φωτός και του σκότους, το αντίστροφο από το μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Παρουσιάζοντας το έργο στη σκηνή είναι σημαντικό να έχει κανείς την αντίθεση ανάμεσα στο φως της ημέρας στην Α’ Πράξη και στη νύχτα της ψευδαίσθησης στη Β’ Πράξη. Το φως της Γ’ Πράξης σηματοδοτεί τη διάλυση της ψευδαίσθησης. Όταν επιστρέφει η Ιζόλδη, αρχικά φέρνει τη σκοτάδι αλλά στη συνέχεια φέρνει το φως, και φέρνοντας το φως προδίδει τον Τριστάνο. Τη δεύτερη φορά έρχεται για να τον θεραπεύσει, όμως μπορεί να τον θεραπεύσει μονάχα στο σκοτάδι και αντ’ αυτού η Ιζόλδη εισέρχεται στο φως της δικής της εξαΰλωσης. Το φως είναι η αλήθεια και στο τέλος εκείνη γίνεται το φως. Το τέλος της όπερας είναι το τέλος των ψευδαισθήσεων. Η εξαΰλωση είναι ο έρωτας, η ένωση στο θάνατο, που αφήνει πίσω εκείνους τους θνητούς που δεν έχουν αγαπηθεί. Κάπου, πεθαίνοντας, ο Κούρβεναλ έχει μια ελπίδα. Ο Μάρκος μένει σε απόλυτη απόγνωση».

Συμμετέχουν η Ορχήστρα και η Χορωδία της ΕΛΣ

  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιάννης Κόκκος
  • ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Μύρων Μιχαηλίδης