Αρχειο

Το κοινό, κοινό δεν έχει

9 καλλιτέχνες μιλάνε για... σένα

Μάκης Μηλάτος
ΤΕΥΧΟΣ 227
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπάρχει τρόπος να προσδιοριστεί το κοινό των θεαμάτων και, αν ναι, πώς ακριβώς δρα; Σαν ένα σώμα που αυτοσυντονίζεται και αυτοδιοικείται; Μήπως είναι το άθροισμα πολλών και διαφορετικών ατόμων που δρουν ο καθένας όπως θέλει; Όσο αυξάνεται ο αριθμός των θεατών μιας συναυλίας ή μιας παράστασης, μήπως αυξάνεται και ο κίνδυνος αγελοποίησης; Επηρεάζεται από δημοσιεύματα ή έχει προσωπική άποψη;

Πολλά τα ερωτήματα, δύσκολες οι απαντήσεις, εκατοντάδες οι σελίδες αναλύσεων που τις αναζητούν, όμως όλα είναι πολύ ρευστά για να μπορεί κανείς να βγάλει σαφή συμπεράσματα.

Μερικά γιούχα στην Επίδαυρο φέτος το καλοκαίρι έφεραν και πάλι το θέμα προς συζήτηση. Πολλοί έσπευσαν να υπερασπιστούν το δικαίωμα του κοινού στη διαμαρτυρία (υπερασπιζόμενοι ακόμη και την αισθητική ευτέλεια ενός γιούχα), παραβλέποντας όλους όσους δεν τους αρέσουν αυτά (που συνήθως είναι και οι περισσότεροι), που ήθελαν ίσως να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις γιατί τους άρεσαν, αυτές όμως οι αντιδράσεις τούς χάλασαν το περιβάλλον και τους έβγαλαν από το τριπ.

Όμως, συνήθως, όσοι αναλαμβάνουν να υπερασπιστούν τους «φτωχούς και αδυνάτους» που δικαιούνται να διαμαρτύρονται με αυτό τον τρόπο, ξεχνούν τους άλλους. Αν η δημοκρατία βασίζεται στη λογική της πλειοψηφίας, τότε οι υπερασπιστές του γιούχα έκαναν λάθος κι έπεσαν στη λούμπα της φασιστικής αντίληψης ότι το αναφαίρετο δικαίωμα της «ιερής αγανάκτησης» των λίγων μπορεί να παραβλέψει την άποψη των πολλών. Αλλά βέβαια το να υπερασπίζεται κανείς τα γιούχα και το τζέρτζελο (χωρίς καν να αναρωτηθεί «ποιοι είναι αυτοί που γιουχάρουν και γιατί;») έχει έναν τζόγο, στη γοητεία του οποίου φαίνεται να υποκύπτουν πολλοί.

Ας αναλογιστούν οι γράφοντες το κλίμα και τις εντυπώσεις που δημιουργούν και τι μπορεί αυτό να σημαίνει, κι αν τελικά είναι πιο χρήσιμος ένας άστοχος πειραματισμός από μία ακόμη νεκρή ανάγνωση κλασικών κειμένων. Ας αφήσουμε όμως τους «ειδικούς» (ούτως ή άλλως το internet τους έχει αποδυναμώσει τόσο που ψάχνουν εναγωνίως έναν κάποιο ρόλο) και ας πάμε στους ίδιους τους δημιουργούς, να μας πουν τι πιστεύουν για το κοινό, για το επίπεδό του, για την εξέλιξή του και τις αντιδράσεις του.

ΑΚΥΛΛΑΣ ΚΑΡΑΖΗΣΗΣ

Αναρωτιέμαι κι εγώ ποιο είναι το κοινό. Πώς ορίζεται; Εγώ είμαι κοινό; Εσύ;

Μπορώ να πω πάντως ότι άλλο το «χειμωνιάτικο» κοινό κι άλλο το «καλοκαιρινό», κι ακόμη πως δεν είναι τόσο ποιοι είναι, αλλά πόσοι είναι. Για την Επίδαυρο είχα πάντα μια άγρια και αρνητική αίσθηση γι’ αυτό που γινόταν, είτε έπαιζα είτε έβλεπα, ακριβώς επειδή υπάρχει μια τρομερή δυσαναλογία μεταξύ του «όγκου» της σκηνής κι αυτού του υπεράριθμου κοινού στο κείλον. Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τι βλέπουν, τι βλέπουμε σ’ ένα θέατρο 12.000 θέσεων.

Έχω την αίσθηση μερικές φορές ότι σήμερα το «ανώμαλο» μέρος του θεάτρου δεν είναι απ’ τη μεριά της σκηνής. Επί χρόνια υπήρχε μια υποκριτική σχέση, αφενός γιατί οι ηθοποιοί «λάτρευαν» το κοινό όταν τους λάτρευε και το περιφρονούσαν όταν τους περιφρονούσε, ενώ συγχρόνως οι διάφοροι πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες, και οι κριτικοί φυσικά, «έγλειφαν» τους θεατές. Αυτή η «αμαρτωλή» εκατέρωθεν σχέση φαίνεται να παρουσιάζει πια προβλήματα. Δεν νομίζω ότι το κοινό καλυτερεύει ή χειροτερεύει με τα χρόνια. Ο κόσμος είχε συνηθίσει να πηγαίνει στο θέατρο σαν επίσκεψη που θα του προσφέρουν το γλυκό του κουταλιού, κι όταν αυτό δεν συμβεί μπορούν να προκληθούν «εκρήξεις». Εύχομαι αυτό να μην καταλήξει σε κάτι σαν τη «γαλαρία» του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στον κινηματογράφο.

ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΑΛΑΝΗ

Το κοινό αντιλαμβάνεται αυτό που θέλεις εσύ να αντιληφθεί και καλείς αυτούς που θέλεις στη γιορτή σου. Μπορεί, αν κάνεις μια επιτυχία, να μπει κι άλλος κόσμος, αλλά ο πυρήνας του κοινού για τον κάθε καλλιτέχνη είναι αυτός που δικαιούται και που βαθιά μέσα του θέλει.

Υπάρχει φυσικά και το λεγόμενο «μεγάλο κοινό», το ασυνείδητο και του συρμού, που δεν σε επιλέγει ακριβώς, αλλά έρχεται επειδή... κάτι. Αυτό για μένα είναι σαν να μην υπάρχει, μου δίνει χαρά όταν το βλέπω, αλλά τελικά είναι σαν να τραγουδάω για έναν ακροατή. Είναι χαρά για τον κάθε καλλιτέχνη, κι όποιος το αρνείται λέει ψέματα, να διευρύνεται το κοινό του, όμως πολλοί πέφτουν στην παγίδα να κανακέψουν το κοινό για να μεγαλώσει, κι αυτό είναι λάθος.

Ένα άλλο θέμα είναι η αλήθεια του καλλιτέχνη. Όσο απαίδευτο και ρηχό κι αν είναι το κοινό, αν αισθανθεί ότι του λες αλήθεια, προσηλώνεται και συμμετέχει.

Παρότι ο κόσμος έχει έλλειψη ενημέρωσης για το καλό (γενικώς) –και τα Μέσα τον στέλνουν στα τάρταρα της αισθητικής, προκαλώντας σύγχυση–, μου κάνει εντύπωση που –κυρίως οι νέοι– πάνε κατευθείαν εκεί που βλέπουν ότι μπορούν να συνομιλήσουν.

Όταν κάτι δεν αρέσει σε μερικούς, δεν μπορούν να αγνοούν και τον κόπο όσων δούλεψαν γι’ αυτό αλλά κι εκείνους στους οποίους άρεσε. Η καλλιτεχνική έκφραση πρέπει να είναι ελεύθερη κι ο καθένας αποφασίζει αν θα πάει, αν θα μείνει, αν θα φύγει.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΡΑΟΥΝΑΚΗΣ

Θεωρώ πως οι άνθρωποι που πάνε κατ’ επιλογή σε ένα θέαμα, πληρώνοντας το αντίτιμο, έχουν βελτιωθεί και έχουν γίνει απαιτητικοί. Υπάρχει κι ένα άλλο κοινό, που το συναντάω κι εγώ σαν θεατής, ένα κοινό ποδοσφαιρικό, που πάει καθαρά για την εκτόνωση και τα χώνει για να κάψει ουίσκια τη νύχτα. Καλώς υπάρχει, έχει κάτι διονυσιακό όλο αυτό, αλλά έχει άλλα στάνταρ και άλλες απαιτήσεις. Υπάρχει και ένα που συμμετέχει, που πιάνει πράγματα.

Το θέμα των συμπεριφορών όπως διαμορφώθηκαν φέτος το καλοκαίρι, ανεξαρτήτως από το σε ποια παράσταση εκδηλώθηκαν – ήταν μια συσσωρευμένη αγανάκτηση. Μπορεί να μην έγινε στη σωστή στιγμή και στο σωστό θέμα, αλλά αισθάνθηκα αυτό: ήταν μια κραυγή διαμαρτυρίας, μια κραυγή κούρασης.

Έχω αντιμετωπίσει και δύσκολο κοινό, μια βραδιά στον Διογένη ήταν ο Τιτανικός την ώρα που βουλιάζει! Αν δεν ψαρώσεις και είσαι εντάξει με αυτό που δίνεις, τους κερδίζεις. Βέβαια, όσο μεγαλύτερο είναι το κοινό, τόσο περισσότερη ενέργεια χρειάζεται ο καλλιτέχνης για να μπορέσει να σπρώξει την αύρα… Αλλά αυτό είναι το θέμα: να συναντηθούν οι αύρες. Φέτος στο Ηρώδειο έτρεμα που ήταν 3,5 ώρες η παράσταση, πώς θα αντιδράσει ο κόσμος. Τελικά όμως τους πήρε αυτό που συνέβαινε και το ξέχασαν. Έμειναν...

Κι εγώ φέτος πήγα σε δύο παραστάσεις που ήθελα να φύγω και δεν το ’κανα γιατί δεν ήθελα να δει το κοινό έναν καλλιτέχνη να το κάνει αυτό σε άλλον καλλιτέχνη. Καταπιέστηκα τρομερά όμως... Το κοινό δεν μπορεί να έχει υπομονή, και γιατί να έχει άλλωστε... Μερικές φορές δεν πάει άλλο... Δεν μπορούν και να μας τρελάνουνε, και μερικές φορές βλέπεις παραστάσεις και τρελαίνεσαι.

ΦΟΙΒΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑΣ

Α Καθόλου δεν μ’ αρέσουν αυτοί που γιουχάρουν τις παραστάσεις. Δεν συναισθάνονται την αγωνία μιας ολόκληρης ομάδας ανθρώπων που εκείνη τη στιγμή προσπαθεί για κάτι. Έχω υποφέρει σε πολλές παραστάσεις –ευλογημένες μάλιστα από κοινό και κριτικούς–, θα θεωρούσα όμως πολύ φτηνό να επιβάλω θορυβωδώς την άποψή μου σ’ όσους σκέφτονται αλλιώς.

Το κοινό στην Ελλάδα από παλιά χωρίζεται σε δύο χονδροειδείς κατηγορίες: Σ’ αυτούς που θέλουν να ψυχαγωγηθούν μόνο με τα συνηθισμένα –κι αν δεν δουν αυτό που περιμένουν «κλαίνε τα ευρουλάκια τους»– και σ’ αυτούς που ακολουθούν την επιβεβλημένη από την κυρίαρχη διανόηση «ποιότητα», ακόμη κι αν βαριούνται θανάσιμα. Και οι δυο φοβούνται τρομερά μήπως ένα έργο τούς αλλάξει για πάντα.

Οπότε και οι καλλιτέχνες γίνονται γλείφτες συνηθειών.

ΓΙΑΝΝΗΣ  ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ

Αυτό που συχνά λέω όταν συζητάω με φίλους, είναι πως με την “All Together Now” και τις παραγωγές που κάνουμε, προσπαθούμε να ξαναδημιουργήσουμε ακροατήρια. Δεν εννοώ φανς αλλά ανθρώπους που να ακούνε μουσική, να μην καταναλώνουν απλώς.

Δεν πιστεύω πως όσο μεγαλώνει το κοινό, χειροτερεύει κιόλας. Να πω μια πρόσφατη εμπειρία που την έζησα κι εγώ σαν ακροατής. Στον Λέοναρντ Κοέν είμασταν 5.000 άτομα, όλοι ήσυχοι και αφοσιωμένοι, και όλοι φύγαμε φορτισμένοι και συγκινημένοι, κι αυτό γιατί πάνω στο πάλκο υπήρχε μια σπουδαία περσόνα, ένας πραγματικός καλλιτέχνης. Αφού αυτός κατορθώνει να το κάνει, σημαίνει πως υπάρχουν ακροατήρια, αλλά επειδή πια ο κόσμος καταναλώνει τη μουσική και οι εταιρείες και οι υποτιθέμενοι καλλιτέχνες μόνο αυτό επιδιώκουν: να καταναλωθούν και να καταναλώσουν.

Όσο με αφορά, έχω διαπιστώσει πως με τα μικρά ακροατήρια έζησα μαγικές στιγμές· όταν με τις Τρύπες ερχόντουσαν χιλιάδες άνθρωποι, είχα την αίσθηση ότι οι πραγματικοί ακροατές ήταν πολύ λιγότεροι από όσους έβλεπα εκεί μέσα. Δεν το λέει και η επιστήμη; «Όσο περισσότερος κόσμος μαζεύεται, τόσο πέφτει το συλλογικό I.Q».

Το πράγμα έχει φτηνύνει λίγο τα τελευταία χρόνια, το έχουν αποδεχτεί οι διάφοροι που κυνηγάνε λεφτά, καριέρες, μεγάλα μεροκάματα, δόξες· κι αντίστοιχα έχουν ξεπέσει και τα ακροατήρια, γιατί δύσκολα τρέφονται με καλή μουσική.

Παρ’ όλα αυτά, διαπιστώνω ότι υπάρχουν αρκετοί, και πιτσιρικάδες, που έχουν επίπεδο, φιλτράρουν σωστά τα πράγματα, κι έτσι αισθάνομαι ότι κάτι καταφέρνουμε.

Θα ήμουνα αχάριστος αν έλεγα ότι οι ακροατές δεν μου φέρθηκαν καλά, αν και μπορώ να πω πως όταν πρωτοπαρουσιάσαμε τις «Ανάσες των λύκων» υπήρξαν κάτι πιτσιρικάδες που φώναζαν και κορόιδευαν, γιατί περίμεναν να ακούσουν ίσως τον Αγγελάκα από τις Τρύπες. Δεν με ενόχλησε... Χαμογέλασα και συνέχισα.

ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΣ

Κατά τη γνώμη μου, για κάθε καλλιτέχνη το κοινό είναι η συνάντηση με το σκοτεινό καθρέφτη του εαυτού του. Κι αυτός ο καθρέφτης παίζει ένα ρόλο προσδιορισμού, κυρίως για τις απορίες που έχεις απέναντι στο έργο. Δεν υπάρχει καλλιτέχνης που είναι απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό που κάνει. Χωρίς αμφιβολία το κοινό δεν είναι παρθένο, αν και το καλλιτεχνικό έργο επιζητεί τη συνάντηση με την αθωότητα. Όσο μεγαλώνει το πλήθος και πλησιάζουμε προς τη «στατιστική αλήθεια», τόσο αυξάνονται και οι πιθανότητες να βρούμε κάτι από αυτή την αθωότητα, αλλά γενικά αντανακλά τις κρατούσες απόψεις περί αισθητικής και πολιτικής, κι έτσι, στην ουσία, έχουμε μια αυτο-παραπλάνηση του ίδιου του κοινού.

Όσον αφορά τις αντιδράσεις, αν προσέξετε θα διαπιστώσετε –όπως έγινε και φέτος– ότι δεν προέρχονται απ’ αυτό που λέμε «απρόσωπο κοινό», αλλά από επώνυμο, κι αυτό έχει τη σημασία του. Όλοι έχουν την ανάγκη της επίδειξης... Οι λεγόμενοι «επώνυμοι» είναι μια ενδιάμεση κατηγορία, που δεν είναι ούτε παρθένο αλλά ούτε και κοινό ακριβώς. Αυτοί που πρωθιερεύουν σε αυτές τις μαζικές αντιδράσεις των «αγανακτισμένων πολιτών», είναι συνήθως σε αυτή τη μεσοκατάσταση.

Απ’ την άλλη, επειδή όπως είπαμε το κοινό δεν είναι αθώο, η λέξη «αρχαίο δράμα» είναι ήδη προσδιορισμένη εδώ και 50-60 χρόνια, υπάρχει η λεγόμενη «γραμμή» που καθορίζει τι είναι σωστό και τι είναι λάθος, και έχει προσδιοριστεί από διάφορους γνωστούς και μη εξαιρετέους. Με άλλα λόγια, καθορίζουν το βαθμό της αθωότητάς μας, κι έτσι είναι προκαθορισμένο ήδη τι θέλουμε ή τι ελπίζουμε να δούμε. Ο καλλιτέχνης λοιπόν καλείται να βρει τον τρόπο να ξεπλύνει αυτό το πουρί της μη-αθωότητας και να δώσει χώρο στο θεατή ώστε να μπορέσει να ξανα-δει.

ΑΝΤΖΕΛΑ ΜΠΡΟΥΣΚΟΥ

Έχοντας προσπαθήσει χρόνια και με πολλές δυσκολίες, πρέπει να πω ότι το κοινό είναι που μας στήριξε και μας παρακολούθησε. Βέβαια ήταν περιορισμένο. Έχω πάντα μια επιφύλαξη προς το «μεγάλο κοινό», γιατί νομίζω πως καθοδηγείται από τα Μέσα. Δεν πιστεύω πως το κοινό είναι ούτε αθώο ούτε αγνό, και όσο μεγαλώνει ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να γίνει μάζα και να αντιδράσει με ανθρωποφαγικές διαθέσεις.

Αυτό που παρατηρώ είναι πως οι θεατές αυξάνονται, αλλά αυτό είναι μόνο ποσοτικός προσδιορισμός. Λειτουργούν ακόμη περισσότερο οι πρωταγωνιστές, η τηλεόραση, το life style.

Όταν ήταν να κάνουμε την παράσταση στην Επίδαυρο, μου λέγανε όλοι «θα ’ρθει το κοινό σου», αλλά εμένα με ενδιέφερε να δει κι άλλος κόσμος τη δουλειά μας, για να κριθεί κι από κάποιους που δεν μας είχαν ξαναδεί ποτέ. Πολλούς τους κερδίσαμε.

Υπήρξαν και κάποιοι που φώναξαν, αλλά μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι ήρθαν εκεί για να προβοκάρουν και να δημιουργήσουν εντυπώσεις, και μάλιστα κάποιοι είναι από κει κι έχουν μια σχέση ιδιοκτησίας με τον αρχαιολογικό χώρο, και δεν μπορούν να καταλάβουν ότι αυτό είναι μια παράσταση και δεν είναι μια προσωπική υπόθεση με τον αρχαιολογικό χώρο και τους αρχαίους Έλληνες. Κι όλο αυτό ήταν τόσο στημένο, που αυτός που φώναξε για το τσιγάρο (ήμουν ακριβώς πίσω του και τον είδα), το έκανε πριν ανάψουν το τσιγάρο της Κασσάνδρας. Ξέρανε τι θα γίνει, πριν γίνει. Όλο αυτό όμως έπεσε στο κενό κι ο κόσμος δεν το δέχτηκε, γιατί το θέμα δεν είναι αυτό... το άναμμα ενός τσιγάρου.

Αν δεν μου αρέσει κάτι ή διαφωνώ, φεύγω, το άλλο το βρίσκω και υποκριτικό και (όπως αποδείχτηκε) ύποπτο μερικές φορές.

ΤΖΙΜΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ

Το κοινό, το λέει και η λέξη από μόνη της, δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο... είναι κοινό. Βέβαια πρέπει να πω ότι κατέχει τους μυστικούς κώδικες που ανοίγουν τη στρόφιγγα πολλών τεχνών, και κυρίως της σάτιρας. Η σάτιρα έχει ανάγκη το κοινό, κι αυτό είναι που θέτει και τα όριά της.

Πρέπει να πω ότι ο κόσμος έχει μπουχτίσει, έχει φάει στη μάπα αυτή τη διαπλοκή των καλλιτεχνών με την εξουσία, με τις εκάστοτε κυβερνήσεις, ανεξαρτήτου χρώματος, και βλέπει διάφορους φτασμένους κι αριστερούς και σατιρικούς και γενικά, να σατιρίζουν διάφορα «πτώματα» (τα τηλεοπτικά πρόσωπα ας πούμε) και να μη λένε τίποτα για την εξουσία. Ακούς ή βλέπεις κάτι εκπομπές και νομίζεις ότι έχουμε ακόμη διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, κουβέντα για τη ΝΔ.

Αυτό που έχω διαπιστώσει είναι ότι το κοινό λειτουργεί. Μπορεί ο καθένας μόνος του να είναι λίγο διαφορετικός ή περίεργος, αλλά όλοι μαζί λειτουργούν με κάποιον τρόπο. Βέβαια λειτουργούν και θετικά και αρνητικά, και γι’ αυτό είναι το ίδιο πράγμα είτε επευφημούν είτε γιουχάρουν.

Πρέπει να σου πω ότι εμείς οι σατιρικοί καλλιτέχνες έχουμε δώσει έναν όρκο, πώς δίνουνε οι γιατροί στον Ιπποκράτη... Έναν όρκο στον Απόλλωνα, με ένα και μοναδικό άρθρο που λέει ότι ο καλλιτέχνης δεν συνεργάζεται με την εξουσία. Επειδή όλα είναι πολιτικά, καθρέφτης είναι και το κοινό, καθρέφτες είμαστε κι εμείς οι καλλιτέχνες, και το επίπεδο –και το δικό μας και των θεατών από κάτω– είναι το επίπεδο που ζούμε σήμερα. Είμαστε πολύ χαμηλά, αλλά θα πέσουμε κι άλλο...

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣ

Το κοινό δεν είναι ένα σώμα, είναι πολλά πράγματα μαζί. Σε μια παράσταση συντονίζονται είτε μεταξύ τους με ένα μαγικό τρόπο, είτε επειδή η παράσταση επιδρά σιγά-σιγά μπορεί να επέλθει μια «συμφωνία δυσαρέσκειας».

Δεν το έχω ζήσει σε παράσταση, αλλά καμιά φορά δημιουργείται μια κατάσταση, στις πρεμιέρες κυρίως, επειδή αργούμε να αρχίσουμε κι αυτό πυροδοτεί ένα κλίμα που, ομολογώ, ότι τα τελευταία χρόνια έχει λιγότερη ευγένεια. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί συμβαίνει αυτό, δεν θέλω να πω τα τετριμμένα: η τηλεόραση, ο νεοπλουτισμός... Το θέμα είναι πως τα πράγματα αλλάζουν διαρκώς, αλλά ίσως θα έπρεπε να μένουν και μερικά σταθερά για να τροφοδοτούν αυτά που αλλάζουν. Η ευγένεια, η υπομονή, η διαλλακτικότητα, η συνεννόηση δεν ξέρω γιατί πρέπει να αλλάζουν, κι αν αυτό είναι καλό για τις κοινωνίες.

Κι απ’ την άλλη, δεν μπορείς και να κατηγορείς την τηλεόραση επειδή οι άνθρωποι αλλιώς βλέπουν κάτι μέσα στο σπίτι τους με τις παντόφλες, τις μπίρες και τα πατατάκια, ξαπλαρωμένοι στον καναπέ, ενώ το θέατρο χρειάζεται την πλήρη συγκέντρωσή τους. Χρειάζεται κάποιος κόπος και κάποια προετοιμασία για να είσαι θεατής. Όσο μεγαλώνει το κοινό, κάτι αλλάζει, αλλά δεν σημαίνει πως μπορώ και να το εξηγήσω. Αλλάζει η κλίμακα όταν, ας πούμε, είσαι στην Επίδαυρο. Εκεί είναι ένας αγώνας... Ομολογώ ότι αυτό τον αγώνα δεν θέλω να τον υφίσταμαι, τον θεωρώ λίγο υποτιμητικό και για το κοινό και για τους καλλιτέχνες... Δεν χρειάζεται κανείς να αγωνίζεται γι’ αυτό. Αγωνίζεσαι να κάνεις κάτι που πιστεύεις και που μπορεί να φωτίσει κι εσένα και τους άλλους, κάθε παράσταση είναι μία πηγή φώτισης, κατ’ αρχήν δική σου, για την οποία πηγή χρησιμοποιείς τα μάτια των άλλων. Χωρίς τα μάτια τους δεν μπορείς κι εσύ να αντιληφθείς αυτό που κι εσύ έχεις ανάγκη.